/Συνέντευξη: 10+1 Ερωτήσεις στην Ελένη Καραμαγκιώλη

Συνέντευξη: 10+1 Ερωτήσεις στην Ελένη Καραμαγκιώλη

Η συγγραφέας Ελένη Καραμαγκιώλη της οποίας κυκλοφορε, από τις εκδόσεις Ιωλκός, η νέα συλλογή διηγημάτων “Μονωτική ταινία”, απαντά στις 10+1 Ερωτήσεις του Κωνσταντίνου Μανίκα.

Μια συλλογή διηγημάτων με το τίτλο “Μονωτική Ταινία”. Ποια είναι η θεματολογία τους. Υπάρχει κοινό σημείο αναφοράς;

Θέλω να βλέπω στα διηγήματα της συλλογής ιστορίες. Πολλές ιστορίες, που μπορεί να συμβαίνουν ακόμη και παράλληλα , στη μεγάλη πόλη, με ήρωες που θα μπορούσαν να έχουν συναντηθεί και μεταξύ τους , αν δεν ήταν τόσο απορροφημένοι στον εαυτό τους. Οι ήρωες, εδώ που τα λέμε, αν και φαίνονται εκ πρώτης όψεως συνηθισμένοι, έχουν και από μια παραξενιά πάνω τους, μια αλλόκοτη, συνήθως, αίσθηση της πραγματικότητας. Όλοι , άντρες , γυναίκες, επινοούν κατασκευές για να αποφύγουν τη μοναξιά , τη δυστυχία ή την αλήθεια απλά. Όμως, ένα άλλο κοινό, που έχουν , είναι ότι αποτυγχάνουν , συχνά και ηθελημένα, και διαλύουν οι ίδιοι τις κατασκευές , που με τόσο κόπο δημιούργησαν. Νομίζω ότι η Μονωτική Ταινία θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή και σαν ένα από τα ρούχα του βασιλιά- της γνωστής ιστορίας- που στο τέλος μένει γυμνός, αλλά γεμάτος από τα σημάδια της. Αντί να τον προστατεύσει, να τον «ντύσει», τον κάνει ακόμη πιο ευάλωτο, πιο ορατό.

Ποια αποτυπώνεται μέσα από τους ήρωες σας ως να είναι η πιο συνηθισμένη “μονωτική ταινία” μας;

Η φαινομενική ψυχραιμία, η επίφαση σιγουριάς , η αίσθηση ότι αν κάνουμε κάτι συνέχεια, μπορούμε να ξορκίσουμε το κακό, να το κρύψουμε , να το εξορίσουμε, χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι , όσο κι αν προσπαθούμε , αυτό είναι εκεί, μέσα μας και γιγαντώνεται από το θέατρο που παίζουμε.

Οι άνθρωποι κρύβονται από τους άλλους ή από τον εαυτό τους;

Οι άνθρωποι δεν αντέχουμε να μας βλέπουν καθαρά για αυτό που είμαστε, κι οι ίδιοι , με τη σειρά μας, κρυφοκοιτάζουμε, παρακολουθούμε από απόσταση τους άλλους ή τους βλέπουμε τεθλασμένα , σαν μια εντύπωση. Είναι ένα ατέρμονο κρυφτό η ζωή, και όταν , από τύχη ή και απόφαση αποφασίζουμε να δούμε εμάς ή τους άλλους κατάματα κατακλυζόμαστε από τη δύναμη της αποκάλυψης. Άλλοι πέφτουμε και άλλοι σηκωνόμαστε .

Η τέχνη μπορεί να είναι μια δυνατή απάντηση στην αυτο-απομόνωση;

Η τέχνη έχει το υπέροχο γνώρισμα να μετουσιώνει τον πόνο σε κάτι ανώτερο, σε κάτι σπουδαίο, που μπορεί να ξεκινάει από ένα άτομο και να αφορά τον κόσμο όλο. Ο δημιουργός για να φτάσει σε αυτό το σημείο χρειάζεται να μείνει μόνος, ειδικά ο συγγραφέας, να ασκητέψει κατά κάποιον τρόπο, όμως το ίδιο του το έργο , όταν τελειώσει , έχει μια απίστευτα συλλογική επίδραση. Πάντα με εντυπωσιάζει πώς γίνεται κάτι που προέρχεται από ένα άτομο να βρίσκει κατευθείαν τον στόχο, το τραύμα, την ανησυχία, τις ελπίδες ή τους φόβους των πολλών. Κι έπειτα, ακολουθεί το άλλο εντυπωσιακό γνώρισμα, να νιώσει ο αποδέκτης του βιβλίου ή γενικά του έργου τέχνης ότι δεν είναι μόνος, ότι αυτό που αισθάνεται να τον κατατρέχει, το αισθάνονται κι άλλοι , και , πρώτος από όλους , ο δημιουργός του έργου.

Η έμπνευση ή η σκληρή δουλειά, παίζει το σημαντικότερο ρόλο στη συγγραφή ενός βιβλίου;

Προσωπικά, είμαι της σχολής «έχω/ θέλω μια ιδέα», χρειάζομαι ερέθισμα, μια φράση που θα ακούσω οπουδήποτε, μια σκηνή που θα μου κεντρίσει την περιέργεια. Τώρα, αν μπορεί να θεωρηθεί «σκληρή δουλειά» η παρατήρηση, η εμμονή στη λεπτομέρεια, η προσπάθεια να μπεις στα παπούτσια του άλλου και ας είναι ο άλλος το άλλο άκρο από εσένα, ξένος εντελώς, ναι, απαιτεί η συγγραφή δουλειά. Επίσης, από την άλλη, είμαι της σχολής «έχω μια ιδέα και κάποια στιγμή το παίρνω απόφαση και γράφω, σβήνω και ξαναγράφω , χωρίς όριο». Νομίζω ότι όταν έχεις βρει τί είναι αυτό που σε ενδιαφέρει να πεις με τη γραφή, είναι απαραίτητο να αφοσιωθείς ολοκληρωτικά στην ιδέα και ας μη σε βολεύει καθόλου το πώς εξελίσσεται κι ας είναι απαιτητικό αυτό που επιθυμείς να εκφράσεις.

Ποια είναι η πιο σημαντική φράση από το βιβλίο σας;

Από το ομότιτλο με τη συλλογή διήγημα, « το κορίτσι μοιάζει με πάρκινγκ χαμένων ψυχών. Όλοι πάνε και παρκάρουν τις αναποδιές τους πάνω της….», δεν είμαι βέβαιη ότι είναι η πιο σημαντική , σίγουρα όμως είναι η πιο αντιπροσωπευτική για αυτό που συμβαίνει, κυρίως στο κορίτσι της ιστορίας, αλλά και πολλούς ακόμη «μονωτικούς» ήρωες, μοιάζουν να λυγίζουν από τα βάρη που οι άλλοι έχουν ξεχάσει, αφήσει, πάνω τους.

Τι ρόλο έχει πλέον το βιβλίο, στην ψηφιακή εποχή μας;

Όσο κι αν μας έχει κυριεύσει η ιλιγγιώδης ταχύτητα της εναλλαγής των εικόνων και της χωρίς προηγούμενο τεχνολογικής εξέλιξης, το βιβλίο θα επιζήσει, όπως επέζησαν ο κινηματογράφος και το θέατρο και μετά την τηλεόραση. Τη στιγμή που όλα ψηφιοποιούνται , χωρίς τα βιβλία θα ξεμείνουμε από σημαντικό υλικό για ψηφιοποίηση. Έχω την αίσθηση ότι η λογοτεχνία έχει μια δύναμη που πολύ δύσκολα μπορεί να καταργηθεί από τα ψηφιακά μέσα, χρειάζεται να προσαρμοστεί σε αυτά, αλλά αυτά την ακολουθούν , όχι εκείνη τα μέσα.

Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;

Θα διάλεγα ένα με δύο από τα παιδικά μου αγαπημένα, όπως τις Μεγάλες Προσδοκίες και τους Άθλιους, σίγουρα το Θέατρο του Σάμπαθ του Ροθ, την Αθανασία του Κούντερα και την Παρέγκλιση του Γκρήνμπλατ.

Διαλέγετε παρέα για ολιγοήμερη απόδραση. Ποιους λογοτέχνες, ανεξαρτήτως ιστορικής περιόδου δράσης, θα συμπεριλαμβάνατε;

Θα ήθελα πολύ μαζί μου σε ένα ταξίδι τον Χέμινγουεϊ για την περιπέτεια, την Κολέτ για ερωτική διάθεση, τον Κούντερα για συζητήσεις και φλερτ και τον Πίντερ για εγκεφαλικά παιχνίδια.

Πιστεύετε στη μοίρα ή στη τύχη;

Πιστεύω στο μοιραίο της ίδιας της ζωής, όταν μπορούμε να αντιληφθούμε τις απεριόριστες δυνατότητες, που μπορεί να μας προσφέρει, τις πιθανότητες να κάνουμε όσα ακόμη δεν είμαστε σε θέση να πιστέψουμε ότι γίνονται.

Χρειαζόμαστε περισσότερο ρομαντισμό ή ρεαλισμό, στην εποχή μας;

Χρειάζεται να αναμείξουμε χωρίς ενοχές την πραγματικότητα με τη φαντασία και , όπως ήδη είπα, να παίξουμε με τις άπειρες δυνατότητες. Για μένα, έχει ενδιαφέρον να αφήσουμε τον ρεαλισμό να κάνει τη δουλειά του με ρομαντική προδιάθεση, και , σίγουρα, θα δούμε στην πορεία ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο παράξενο , πιο ασυνήθιστο από αυτό που έχουμε μάθει, που έχουμε αποδεχθεί να βλέπουμε ως οικείο. Χρειαζόμαστε να βλέπουμε περισσότερο, κι όχι μόνο να κοιτάμε.