Η ποιήτρια Αλεξία Καλογεροπούλου απαντά στις 10+1 Ερωτήσεις που τις θέτει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, με αφορμή την έκδοση της νέας της ποιητικής συλλογής “Δελτίο Θυέλλης” από τις Εκδόσεις 24 Γράμματα.
- Πώς θα περιγράφατε συνοπτικά τη νέα σας ποιητική συλλογή “δελτίο θυέλλης”; Γιατί επιλέξατε αυτόν τον τίτλο;
Θα ήθελα καταρχάς να σας ευχαριστήσω για την πρόσκληση για αυτή τη συνέντευξη στον όμορφο ιστότοπό σας. Το «δελτίο θυέλλης» είναι στην ουσία ένα εκτενές ποίημα, τριάντα περίπου σελίδων, χωρισμένο διακριτικά σε θεματικές που συνομιλούν και διαπλέκονται μεταξύ τους. Γράφτηκε στο διάστημα ενός μήνα, από τον Σεπτέμβριο ως τον Οκτώβριο του 2022, σε μια εποχή που όλα προμηνύονταν δυστοπικά: ένας επικείμενος δύσκολος χειμώνας λόγω της ενεργειακής κρίσης, ο πόλεμος στην Ουκρανία σε εξέλιξη, οι διαρκείς απειλές πολέμου από τη γειτονική Τουρκία, η παρατεταμένη αγωνία για την υγειονομική κρίση, η απειλή ενός παγκόσμιου οικονομικού κραχ. Από τότε ως τώρα δεν έχουν αλλάξει και πολλά, βέβαια, φαίνεται όμως ότι τα πράγματα εξελίχθηκαν κάπως καλύτερα σε σχέση με το πώς προβλέπονταν. Μέσα σε αυτό το κλίμα γράφτηκε το «δελτίο θυέλλης», αντικατοπτρίζοντας την αποπνικτική ατμόσφαιρα εκείνης της περιόδου, όπως, τουλάχιστον, παρουσιαζόταν από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, που έμοιαζε πραγματικά με δελτίο θυέλλης, με τη διαφορά ότι αντί για θυελλώδεις ανέμους προέβλεπε ένα δυσοίωνο μέλλον. Έτσι προέκυψε και ο τίτλος.
- Τι θεωρείτε ότι θα αποκομίσει ο αναγνώστης μέσα από αυτό το έργο σας;
Δεν έχω κάποια προσδοκία ούτε θεωρώ ότι υπάρχει κάτι συγκεκριμένο που θα πρέπει να αποκομίσουν οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες. Εξάλλου ο καθένας και η καθεμία αντιλαμβάνεται κάτι διαφορετικό ανάλογα με τις προσωπικές εμπειρίες, τις προσδοκίες, ακόμα και την ψυχοσυναισθηματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται τη στιγμή της ανάγνωσης. Όσοι οι αναγνώστες, τόσες και οι προσεγγίσεις, και αυτό προσθέτει ιδιαίτερη γοητεία στην ποίηση και στην τέχνη εν γένει. Ευελπιστώ, πάντως, να βρουν κάποιο ενδιαφέρον, κάτι που να τους συγκινήσει, να τους εμπνεύσει ή να τους ενεργοποιήσει.
- Ποιες είναι οι πηγές της έμπνευσής σας;
Οτιδήποτε με συγκινεί, όπως η ομορφιά και η αρμονία ή οτιδήποτε μου προκαλεί μια εσωτερική εξέγερση, όπως η κοινωνική αδικία. Πηγές της έμπνευσής μου είναι ό,τι γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις, τη νόηση και τη φαντασία.
- Η θεματολογία επηρεάζει την τεχνική με την οποία θα προσεγγίσετε ένα ποίημα;
Η αλήθεια είναι ότι δεν γράφω έχοντας στον νου μου κάποια τεχνική ούτε με σκοπό να εντυπωσιάσω ή να προκαλέσω συγκίνηση. Οι στίχοι έρχονται πηγαία, σαν να ‘ταν εκεί από καιρό, όπως το νερό που βρίσκεται κάτω από τη γη και άλλοτε βρίσκει ορμητική έξοδο σε έναν πίδακα και άλλοτε κυλάει ήσυχα σε ένα ρυάκι. Κάπως έτσι γράφονται οι στίχοι μου.
- Γιατί προτιμήσατε την ποίηση κι όχι τον πεζό λόγο ως λογοτεχνικό μέσο έκφρασης;
Δεν προτίμησα την ποίηση, δεν μπήκα σε μια διαδικασία επιλογής, μόνη της προέκυψε, εκείνη με βρήκε -για να παραφράσω τους στίχους του Τίτου Πατρίκιου- δεν ξέρω κι εγώ πώς. Γράφω και πεζά κείμενα, ωστόσο η ποίηση συμπυκνώνει όλα όσα θα ήθελα να πω σε λίγες μόνο λέξεις, έχει κάτι μυστηριακό, συμβολικό. Είναι σαν τις σιωπές σε έναν διάλογο: συμπυκνώνουν το νόημα ακόμα και όσων δεν έχουν ακόμα ειπωθεί.
- Διαβάζει πλέον ο Έλληνας ποίηση ή την θεωρεί μια δυσνόητη τέχνη που δεν τον αφορά;
Η ποίηση, κατά τη γνώμη μου, είναι ένα είδος λογοτεχνίας που απαιτεί να εντρυφήσεις για να το αγαπήσεις. Όσο περισσότερο διαβάζει κανείς ποίηση τόσο πιο πολύ ελκύεται από αυτήν και τόσα περισσότερα αποκομίζει. Όσο για το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, νομίζω ότι διαβάζει όσο διάβαζε, ίσως και λίγο περισσότερο, και σε αυτό έχει συμβάλει σημαντικά το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου εύκολα δημοσιεύει κανείς τη δουλειά του και διαβάζεται άμεσα από ένα ευρύ κοινό. Αν αναφέρεστε, ωστόσο, στις πωλήσεις ποιητικών βιβλίων, εξ όσων γνωρίζω, δεν κάνουν θραύση. Ακόμα όμως και αν διαβάζουν λίγοι, είναι κάτι. Αξίζει να γράφει κανείς ακόμα και αν πρόκειται να διαβαστεί από έναν μόνο αναγνώστη. Λίγοι είναι εκείνοι, εξάλλου, που λογαριάζουν να πλουτίσουν από την πώληση ποιητικών βιβλίων.
- Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με την συγγραφή;
Νομίζω ότι όλα ξεκίνησαν από την ανάγνωση. Είχα την τύχη να έχω μια πλούσια βιβλιοθήκη στο πατρικό μου, που περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, και πολλά ποιητικά βιβλία. Το διάβασμα προκαλεί τη διάθεση για περισσότερο διάβασμα, μαθαίνεις να αποκωδικοποιείς νοήματα και σκέψεις μέσα από τη λογοτεχνική γραφή. Υπήρχε ωστόσο και μια έμφυτη αγάπη για την ανάγνωση και τη γραφή απ’ όσο θυμάμαι τον εαυτό μου. Τα βιβλιοπωλεία ήταν για μένα από πολύ νωρίς αγαπημένος τόπος.
- Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;
Πολύ δύσκολο να περιοριστώ σε πέντε μόνο βιβλία. Αναφέρω τα πρώτα πέντε που μου έρχονται, χωρίς πολλή σκέψη, στον νου: «Πόση γη χρειάζεται ο άνθρωπος» του Τολστόι (εκδόσεις Μίνωας), που περιλαμβάνει και τη νουβέλα «Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς», «Ευτυχισμένος όποιος δεν έχει πατρίδα» της Χάννα Άρεντ (εκδόσεις Πανοπτικόν), «Οδύσσεια» του Ομήρου, κατά προτίμηση σε μετάφραση του Ζήσιμου Σίδερη, «Γράμματα σε έναν νέο ποιητή» του Ρίλκε (εκδόσεις Ίκαρος), «Μεταφυσική της πραγματικής ευτυχίας» του Αλαίν Μπαντιού (εκδόσεις Πατάκη).
- Διαλέγετε παρέα για ολιγοήμερη απόδραση. Ποιους λογοτέχνες, ανεξαρτήτως ιστορικής περιόδου δράσης, θα συμπεριλαμβάνατε;
Θα έπαιρνα σίγουρα μαζί μου τον Φλωμπέρ, τον Τσέχωφ, τον Σεφέρη, την Μπίσοπ, τη Βακαλό, την Τόνι Μόρισον, τη Λύντια Ντέιβις και τον Σαραμάγκου. Καθένας και καθεμία έχει κάτι διαφορετικό να συνεισφέρει. Θα μπορούσα να προσθέσω, επίσης, πολλούς Έλληνες και Ελληνίδες εκπροσώπους της σύγχρονης λογοτεχνίας, αλλά φοβάμαι ότι θα κουράσω τους αναγνώστες σας.
- Πιστεύετε στη μοίρα ή την τύχη;
Αν μοίρα θα μπορούσε να θεωρηθεί ο χρόνος και ο τόπος που γεννηθήκαμε και οι άνθρωποι που αποτελούν το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώσαμε, ναι. Αλλά μπορούμε να αλλάξουμε πολλά. Υπάρχει ένα εύρος δυνατοτήτων στον καθένα και είναι στο χέρι μας να το φτάσουμε ως το τέλος. Έχουμε τη δύναμη. Όσο για την τύχη, πιστεύω στην τυχαιότητα των γεγονότων. Όχι όμως ως προληπτική εμμονή.
- Χρειάζεται περισσότερος ρομαντισμός ή ρεαλισμός στις ζωές μας;
Νομίζω ότι χρειάζεται μια ρεαλιστική βάση, μια ρεαλιστική αντίληψη των πραγμάτων, διανθισμένη με στοιχεία ρομαντισμού. Ο ρομαντισμός, για μένα, είναι ένας τρόπος αντίληψης της πραγματικότητας, μια επιλογή ως προς το πού θα στρέψεις τον φακό σου στην καθημερινότητα. Χρειαζόμαστε και τα δύο και όχι τη μονόπλευρη κυριαρχία του ενός επί του άλλου.
Σας ευχαριστώ θερμά!