Η συγγραφέας Νέλλα Συναδινού απαντά στις 10+1 Ερωτήσεις του Κωνσταντίνου Μανίκα, με αφορμή το νέο της βιβλίο ““Με μποτίνια, με γοβάκια και σπορτέξ”.
Νέο βιβλίο με τίτλο “Με μποτίνια, με γοβάκια και σπορτέξ”. Σε τι αναφέρεται το συγκεκριμένο μυθιστόρημα;
Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για μυθιστόρημα, αλλά για δέκα αυτοτελείς νουβέλες, που η οργανική τους σύνδεση αποκαλύπτεται στο τέλος. Ο πλήρης τίτλος, έχει υπότιτλο και είναι: “Με μποτίνια, με γοβάκια και σπορτέξ – δέκα γυναίκες διατρέχουν δέκα δεκαετίες του 20ού αιώνα. Το θέμα μου είναι η γυναίκα μέσα στον χρόνο, και ειδικότερα μέσα στον 20ό αιώνα. Ο χώρος και ο χρόνος, σταθερά σε αλληλεξάρτηση με την κοινωνία, αισθητοποιούνται πιστά. Ανιχνεύοντας την πορεία των καθημερινών γυναικών σε βάθος, διαμόρφωσα ένα οδοιπορικό στον 20ό αιώνα. Ανά δεκαετία του, εμπνεύστηκα μια φερώνυμη νουβέλα με μιαν ηρωίδα στο επίκεντρο.
Στη νουβέλα, με την κλασική της έννοια, το βάρος της αφήγησης βρίσκεται στην ηθογραφία και στην ψυχογραφία, όχι στα επεισόδια και στην πλοκή.
Σκιαγραφήστε μας τις κεντρικές ηρωίδες του βιβλίου. Τι πρεσβεύουν και τι προσπαθούν να πετύχουν;
Δεν πρεσβεύουν κάποια πίστη ή ιδεολογία ούτε προσπαθούν να επιτύχουν κάποιον υψηλό στόχο. Βεβαίως και οι δέκα, καθεμιά με τον τρόπο της, αγωνίζονται ή καταβάλλουν μια προσπάθεια. Καμιά δεν αδρανεί. Όμως πρόκειται για πάλη ζωής, που αντανακλά τις επιθυμίες, τις ανάγκες και τους πόθους τους κόντρα στα περιβάλλοντά τους. Δεν πρόκειται για μανιφέστο υπέρ του γυναικείου κινήματος. Μόνον στην πρώτη νουβέλα αναφέρεται ο κύκλος της Καλλιρρόης Παρρέν, που μάχεται για τη “νέα γυναίκα”, για να δοθεί το στίγμα. Στις επόμενες, οι ηρωίδες γλιστρούν στον χρόνο, συντονισμένες μαζί του, καθεμιά με την ιστορία της:
Δεκαετία 1900: Στον αστικό Πειραιά, η Ανθή γνωστοποιεί τη θέση της γυναίκας κοινωνικά και τη “Μεγάλη Ιδέα” ιστορικά.
Δεκαετία 1910: Από τα Μανιάτικα ως την Καστέλα, όπου ξενοδουλεύει, η Μορφούλα περιφέρει ένα ένοχο μυστικό. Ξεσπούν οι Βαλκανικοί.
Δεκαετία 1920: Η περιπλάνηση της Πόντιας Τσοφούλας ως τα Βούρλα του Πειραιά, αποκαλύπτει την τραγωδία του Μικρασιατικού Ελληνισμού.
Δεκαετία 1930: Στον Πειραιά επί Μεταξά. Η Λεβαντίνα καλλιτέχνιδα Νίνα, εκ Κωνσταντινούπολης, αντιμετωπίζει μιαν ανείπωτη αποκάλυψη.
Δεκαετία 1940: Κατοχή. Η Πότω επιστρέφει στη γενέτειρά της Στεμνίτσα, όπου θα μεταστρέψει κάποιαν αλήθεια της.
Δεκαετία 1950: Ο εμφύλιος έχει λήξει, όμως διχάζει ακόμη. Η Ελπίδα κάνει τραγική έξοδο, να δραπετεύσει στη ζωή.
Δεκαετία 1960: Στα Ταμπούρια. Εσωτερική μετανάστρια, η Μαριάννα ονειρεύεται καλύτερες μέρες και πηγαία χαμόγελα.
Δεκαετία 1970: Συμμετέχοντας στη θρυλική “Νομική”, η νεαρή Μέλα πασχίζει να αναπνεύσει ελεύθερα.
Δεκαετία 1980: Μεταπολίτευση. Η Χριστίνα τρέχει, σαν κυνηγημένη, πέρα από το κάμπινγκ των κομματικών νεολαιών.
Δεκαετία 1990: Η καταληκτική Ράνια καμπυλώνει τόξο με την εναρκτήρια Ανθή. Συνάμα μοιάζουν και διαφέρουν.
Σύσσωμες οι δέκα γυναίκες από τους χρόνους συναντιούνται και συνδιαλέγονται.
Ένας αιώνας καταιγιστικών εξελίξεων. Πόσο δύσκολο είναι να αποτυπωθεί σε ένα έργο η ολότητα του, μιας εποχής ταχύτατων αλλαγών και αντιθέσεων.
Επειδή δεν πρόκειται για μελέτη, αλλά για λογοτεχνική μυθοπλασία, έχουμε δέκα ιστορίες ενταγμένες στην Ιστορία – τη μεγάλη και τη μικρή, των καθημερινών πραγμάτων‧ ηθογραφία, νεωτερισμούς, μέσα συγκοινωνίας-επικοινωνίας-ψυχαγωγίας, έργα, βιβλία, τραγούδια, ενδυμασία. Δύσκολη ήταν η έρευνα των δεδομένων και οι επανειλημμένες στρώσεις επαληθεύσεών τους. Η ένταξή τους μέσα στον μύθο ήταν φυσική. Γιατί τα δεδομένα εξυπηρέτησαν τον μύθο και ο όχι ο μύθος τα δεδομένα. Δεν επιχείρησα να συμπεριλάβω τα πάντα δίκην πραγματείας. Τις συνθήκες και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα ζήτησα να αποδώσω, για να ζωντανέψω τις ηρωίδες μου ενσωματωμένες στον χρόνο και στον χώρο.
Τι ενώνει, τελικά, αυτές τις τόσο διαφορετικές γυναίκες;
Οι δέκα ηρωίδες είναι πάντα ένα βήμα, μόνον ένα, μπροστά από την εποχή τους. Δεν είναι περιθωριακές, δε φλερτάρουν με την παρανομία ή την παράνοια. Δεν είναι μυθικές καλλονές, δεν είναι αγίες. Είναι ανθρώπινες, φθαρτές, γήινες. Είναι μέσες γυναίκες που παλεύουν μέσα στις αντιξοότητες των καιρών – περισσότερο ή λιγότερο ταραγμένων.
Οι δέκα ηρωίδες δεν είναι πεισιθάνατες‧ αντίθετα, παλεύουν να πιαστούν από τη ζωή. Καθεμιά έχει κίνητρο ζωής. Επιζητεί να ανέβει ένα σκαλί κοντύτερα σε μιαν ομορφιά ή σε μιαν ελευθερία ή σε μια λύτρωση. Υπεράνω τους φέγγει μια προσδοκία. Μια αλήθεια που κρύβεται πάντα υποφώσκει. Στο βάθος διαγράφονται μορφές ανδρών σε ρόλους καταλυτικούς. Οι ηρωίδες, με ψυχισμό γυναίκας, ασκούνται να είναι μαχητικές και ανθεκτικές. Υφίστανται στο δεκαπλάσιο από τους άντρες.
Έτσι αναδεικνύουν με ευκρίνεια τη γυναικεία θέση ανά εποχή.
Πώς αποτυπώνεται ο ρόλος της γυναίκας, τα στερεότυπα και οι αντιξοότητες στην πορεία του χρόνου;
Ο ρόλος της γυναίκας, τα στερεότυπα και οι αντιξοότητες εικονίζονται πανοραμικά στην πρώτη νουβέλα της αρχής του 20ού αιώνα – Πρωτοχρονιά 1900. Στη συνέχεια ανακύπτουν μέσα από τη ροή του μύθου, καθώς μορφοποιείται η φυσιογνωμία και η ψυχοσύνθεση της εκάστοτε ηρωίδας‧ πάντα σε συνάρτηση με την Ιστορία και την επικαιρότητα.
Η έμπνευση ή η σκληρή δουλειά παίζει τον σημαντικότερο ρόλο στη συγγραφή ενός βιβλίου;
Θα απαντούσα πως η “ικανή πένα”, η σκληρή δουλειά και η έμπνευση είναι οι όροι εκ των ων ουκ άνευ. Η πιο ρηξικέλευθη έμπνευση χωρίς γλαφυρή αισθητοποίησή της και χωρίς μόχθο, παραμένει μάχη με τους ανεμόμυλους. Ιεραρχικά προϋποτίθεται η γραφίδα, έπεται η πρωτότυπη έμπνευση και η πραγμάτωση της έρχεται με τη επίπονη προσπάθεια.
Τι ρόλο έχει πλέον το βιβλίο, στην ψηφιακή εποχή μας; Πόσο κατευθυνόμενη είναι η χρήση ακόμη και των social media από κάποιους κύκλους;
Πριν από 20 χρόνια μου τόνιζαν με έμφαση πως σε 15 χρόνια το βιβλίο θα είχε εξαφανιστεί. Δε συνέβη. Το βιβλίο συνεχίζει να επιτελεί έναν διαφορετικό ρόλο, που απαιτεί διάβασμα από τυπωμένη σελίδα. Είναι αλήθεια πως έχει μειωθεί η βιβλιοφιλία, μεταξύ άλλων λόγω της εύκολης πρόσβασης στην πληροφορία του διαδικτύου. Όμως το γεγονός αφορά κυρίως την ειδησεογραφία ή την εγκυκλοπαιδική γνώση. Η λογοτεχνία διαβάζεται έντυπη σε χαρτί. Ας μη λησμονούμε πως η μυθολογούμενη υψηλή φιλαναγνωσία του παρελθόντος αφορούσε μια ελίτ μορφωμένων. Πώς άλλως, σε έναν πληθυσμό που στα μέσα του περασμένου αιώνα περιλάμβανε γύρω στο 24% αναλφάβητους;
Όσον αφορά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, νομίζω πως επόμενο είναι να τα σφετερίζονται κάποιοι, που υποβολιμαία επιχειρούν να κατευθύνουν. Από την άλλη, εναπόκειται στο άτομο ποιες επιλογές θα κάνει και πώς θα χρησιμοποιήσει τα μέσα. Μη λησμονούμε πως πρώτη φορά στην ανθρωπότητα δίνεται η δυνατότητα στους πάντες να εκφράζονται δημόσια και να ασκούν πειθώ. Είναι θέμα ατομικής ευθύνης η διατήρηση της ελεύθερης βούλησης και της κριτικής σκέψης απέναντι σε λογής μηνύματα.
Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;
Α. Ένα καλό λεξικό, γιατί πάντα γράφω ξεφυλλίζοντας λεξικά, αναζητώντας συνώνυμα, ψάχνοντας την καταλληλότερη λέξη. Σκοπεύω να γράψω.
Β. Ένα βιβλίο Ιστορίας των Νεότερων Χρόνων, για να επαναλαμβάνω ονόματα και ημερομηνίες που λησμονώ. Δε θα έβλαπτε και μια Μεσαιωνική και μια Αρχαία Ιστορία.
Γ. Μια ανθολογία Ελλήνων ποιητών του 19ου και των αρχών του 20ού. Γιατί στις πρώιμες ποιητικές φόρμες βρίσκεται η απλότητα συνυφασμένη με λυρισμό. Και δίχως τη μελέτη τους μας λείπει το θεμέλιο να γράψουμε στίχους.
Δ. Το μυθιστόρημα της Ζυράννας Ζατέλη “Και με το φως του λύκου επανέρχονται”, που, όταν το διάβασα στη δεκαετία του ’90, είπα πως ζηλεύω τη συγγραφέα του. Θα ήθελα να το ξαναδιαβάσω.
Ε. Το μυθιστόρημα του Ρομπέρτο Μπολάνιο “Οι άγριοι ντετέκτιβ”, που καιρό θέλω να διαβάσω, αλλά δεν μπόρεσα ακόμη.
Διαλέγετε παρέα για ολιγοήμερη απόδραση. Ποιους λογοτέχνες, ανεξαρτήτως ιστορικής περιόδου δράσης, θα συμπεριλαμβάνατε;
Απομονώνω τον δημιουργό από το έργο του. Σε μια ολιγοήμερη απόδραση θα συμπεριλάμβανα φίλους μου και όχι επώνυμους λογοτέχνες.
Ποια θεωρείτε την πιο χαρακτηριστική φράση από τα βιβλία σας;
Προσωπικά, δε θα μπορούσα να εντοπίσω κάποια χαρακτηριστική φράση.
Χρειαζόμαστε περισσότερο ρομαντισμό ή ρεαλισμό στις ζωές μας;
Οι ιστορίες μου, ως νουβέλες, χαρακτηρίζονται από ρεαλισμό. Ωστόσο ρεαλιστικά απεικονίζοντας τον κόσμο, ο οξυδερκής παρατηρητής ανακαλύπτει και τον ρομαντισμό. Περιφέροντας τη νοητή κάμερα γύρω του, δεν επισημαίνει μόνο την ασχήμια, αλλά και την ομορφιά. Δεν αισθητοποιείται η πραγματικότητα με απουσία συναισθήματος.
Ο ρομαντισμός αποδίδει το θυμοειδές, ως άκρατο συναίσθημα. Ο ρεαλισμός την τετράγωνη λογική. Θα έλεγα πως η εποχή μας απαιτεί περισσότερο ρεαλισμό εμπλουτισμένο με συναίσθημα που ρέει ομαλά μέσα στην κοίτη ενός ποταμού‧ ούτε ξεχειλίζει ούτε πλημμυρίζει‧ πολλώ μάλλον δεν πνίγει, σαν παλιρροιακό κύμα, τη λογική. Ζητούμενο είναι η επικράτηση της έλλογης σκέψης, όμως όχι η μονοκρατορία της λογικής.