/Συνέντευξη: 10+1 Ερωτήσεις στη Χρύσα Ευστ. Αλεξοπούλου

Συνέντευξη: 10+1 Ερωτήσεις στη Χρύσα Ευστ. Αλεξοπούλου

Η ποιήτρια Χρύσα Ευστ. Αλεξοπούλου απαντά στις 10+1 Ερωτήσεις που τις θέτει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, με αφορμή την κυκλοφορία της νέας της συλλογής “Πορείες Κατάδυσης” από τις Εκδόσεις Περισπωμένη.

  1. Πώς θα περιγράφατε συνοπτικά τη νέα σας βραβευμένη ποιητική συλλογή “Πορείες κατάδυσης”; Γιατί επιλέξατε αυτόν τον τίτλο; 

Απ.   Η συλλογή Πορεῖες κατάδυσης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ποιητική πράξη αυτογνωσίας. Προφανώς εκκινεί από το ποιητικό υποκείμενο, από μένα δηλαδή, αλλά στη συνέχεια θα ήθελα να συναντά τον κάθε αναγνώστη, γι’ αυτό και είναι γραμμένη σε δεύτερο ενικό πρόσωπο. Κυριαρχεί το υγρό στοιχείο, το νερό. Ας θυμηθούμε την κοσμολογία του Θαλή όπου το νερό είναι η αρχή των πάντων, οπότε η κατάδυση σ’ αυτό μπορεί να είναι αναγεννητικά αποκαλυπτική αλλά και εξαγνιστική διαδικασία. Οι τρεις ενότητες στις οποίες διαρθρώνεται  η συλλογή, «Κατάδυση στο υγρό στοιχείο», «Κατάδυση εντός» και «Κατάδυση στο επέκεινα», αντικατοπτρίζουν τρεις φάσεις ενδοσκόπησης σε ένα σχήμα κλιμακωτό ανιόν. Ξεκινά από τα πιο προφανή και πορεύεται προς τα πιο σύνθετα και δύσκολα. Αρχίζει με την κατανόηση της ομορφιάς μέσω της εμπειρίας των αισθήσεων και εντός της μοναχικότητας, χωρίς περισπασμούς, που εξασφαλίζει μια κατάδυση. Περνάει στην καταγραφή της επίπονης προσπάθειας για τη γνώση και κατανόηση του εαυτού μας, η οποία τελικά οδηγεί στη μελέτη του επέκεινα. Νομίζω ότι από την παραπάνω περιγραφή της συλλογής προκύπτει και η εξήγηση του τίτλου· πρόκειται για πορείες ενδοσκόπησης-αυτογνωσίας.

  1. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι τα τρία στάδια κατάδυσης που περιγράφετε, αποτυπώνουν τον κύκλο της ζωής

Απ. Δεν θα έλεγα ότι αποτυπώνουν τον κύκλο της ζωής, άπτονται όμως, κατά κάποιον τρόπο, αυτού του κύκλου. Περιγράφουν σε τρία στάδια τη διαδικασία της ενδοσκόπησης: πρώτα γνωρίζεις τον φυσικό κόσμο και τη μοναδικότητά του με τη βοήθεια των αισθήσεων, στη συνέχεια «καταδύεσαι» βαθύτερα, στέκεσαι απέναντι στον εαυτό σου, με ειλικρίνεια και διάθεση αυτοκριτικής, και προσπαθείς να τον γνωρίσεις. Τέλος βρίσκεσαι αντιμέτωπος με το μυστήριο του θανάτου, με το επέκεινα, που είναι κι αυτό μέρος της ζωής. 

  1. Τι θεωρείτε ότι θα αποκομίσει ο αναγνώστης μέσα από αυτό το έργο σας; 

Απ. Καταρχάς θα ήθελα να καταφέρει η συλλογή να προσφέρει στον αναγνώστη αισθητική απόλαυση· να τον «παρασύρει» ώστε να χαρεί τον λόγο, τους εκφραστικούς τρόπους, να νιώσει ευχαρίστηση. Σε δεύτερο επίπεδο θα ευχόμουν να τον συγκινήσει ως περιεχόμενο, να τον προβληματίσει, να δει κι εκείνος ότι τον αφορά η διαδικασία της «κατάδυσης». Θα ήθελα γενικά η ποίηση να αποτελέσει μια ευρύτερη επικοινωνιακή συνθήκη ποιητικού αναστοχασμού.

  1. Ποιες είναι οι πηγές της έμπνευσής σας; 

Απ. Η έμπνευση προέρχεται από την πραγματικότητα, από τις προκλήσεις του καιρού, από τα βιώματά μας, τις ανησυχίες μας, τον προβληματισμό που γεννούν εσωτερικά και εξωτερικά ερεθίσματα. Μπορεί να είναι αναζητήσεις, ήττες, απώλειες. Βέβαια, η έμπνευση ενισχύεται και από τα διαβάσματά μας, αφού  κατά τον ποιητή «είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας» (Γ. Σεφέρης).

  1. Η θεματολογία επηρεάζει την τεχνική με την οποία θα προσεγγίσετε ένα ποίημα

Απ. Πιστεύω ότι θεματολογία και τεχνική καλό είναι να συμπορεύονται και να αλληλοεπιδρούν. Η τεχνική υπηρετεί το θέμα και το θέμα «υπακούει» στην τεχνική. Προσωπικά, δεν τα αντιμετωπίζω χωριστά, είναι για μένα οι δύο όψεις του ίδιου φαινομένου, της ποίησης. Δεν επιλέγω να υπηρετήσω τη μορφική πρωτοτυπία σε βάρος του νοήματος, γεγονός που, νομίζω, ευθύνεται για την αποθάρρυνση και απομάκρυνση του αναγνώστη, αλλά και ούτε αδιαφορώ για τη μορφή που είναι μέρος της ποιητικής ουσίας. Ο αγώνας είναι διμέτωπος. 

  1. Διαβάζει πλέον ο Έλληνας ποίηση ή την θεωρεί μια δυσνόητη τέχνη που δεν τον αφορά

Απ. Χωρίς να έχω στη διάθεσή μου ερευνητικά δεδομένα, η αίσθησή μου είναι ότι η ποίηση παλιότερα ήταν για λιγότερους για διάφορους λόγους (κοινωνικούς, μορφωτικούς, εκδοτικούς), ενώ σήμερα μπορούν να την προσεγγίσουν περισσότεροι. Νομίζω ότι αυτό γίνεται. Βέβαια, η ποίηση ποτέ δεν είχε ούτε θα έχει την αναγνωστική αποδοχή που έχει η πεζογραφία.  Ως προς τον χαρακτηρισμό «δυσνόητη» θεωρώ ότι κάθε τέχνη έχει τη δική της «γλώσσα», την οποία οι αποδέκτες χρειάζεται να την κατανοήσουν για να επικοινωνήσουν μαζί της. Έτσι και η ποίηση έχει τα δικά της «κλειδιά»  τα οποία πρέπει να βρει ο αναγνώστης κάθε φορά για να την «ξεκλειδώσει». Αυτή η διαδικασία είναι τόσο θέμα παιδείας όσο και τριβής με τον ποιητικό λόγο. Δεν συμφωνώ πάντως με την άποψη «η τέχνη για την τέχνη» που αδιαφορεί για την πρόσληψη από την πλευρά του αναγνώστη. Όπως είπα και παραπάνω, επιθυμώ και επιδιώκω την επικοινωνία με τον αναγνώστη.

  1. Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με την συγγραφή; 

Απ. Δεν έχω σε αυτό το ερώτημα σίγουρη απάντηση. Η συγγραφή ήταν και είναι για μένα ανάγκη, ανάγκη εσωτερική, ανάγκη έκφρασης. Από παιδί, θυμάμαι, να συνθέτω κείμενα, πεζά ή ποιητικά, με απλές καθημερινές αφορμές και να απολαμβάνω αυτή την ενασχόληση. Αυτή η διαδικασία συνεχίστηκε,  συνεχίζεται και εύχομαι να συνεχιστεί.

  1. Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας

Απ. Είναι περιοριστικός ο αριθμός των πέντε βιβλίων. Δεν χωρούν σε αυτόν τον αριθμό, για παράδειγμα, τα έργα των μεγάλων μας τραγικών ποιητών, στα οποία συχνά καταφεύγω, ούτε τα κλασικά έργα του Ντοστογιέφσκι, του Καμύ, των δικών μας κλασικών, Παπαδιαμάντη, Βιζυηνού, Βενέζη, Θεοτόκη  και τόσων άλλων σύγχρονων καταξιωμένων, Ελλήνων και ξένων. Οπότε αν βρεθώ σε τέτοια δύσκολη στιγμή απόφασης θα διαλέξω με τη διάθεση εκείνης της  στιγμής…

  1. Διαλέγετε παρέα για ολιγοήμερη απόδραση. Ποιους λογοτέχνες, ανεξαρτήτως ιστορικής περιόδου δράσης, θα συμπεριλαμβάνατε; 

Απ. Θα περιοριστώ  στους ποιητές: από τους Έλληνες τους, Δ. Σολωμό, Κ.Π. Καβάφη, Γ. Σεφέρη, Οδ. Ελύτη, Γ. Σαραντάρη, Μ. Σαχτούρη, Γ. Παυλόπουλο, Κ. Δημουλά και από τους ξένους, Εμ. Ντίκινσον, Εν. Αλ. Πόε, Σ. Μπωντλαίρ, Αρ. Ρεμπώ, Σ. Τισντέιλ, Σ. Πλαθ…μάλλον πρέπει να σταματήσω. 

  1. Πιστεύετε στη μοίρα ή την τύχη; 

Απ. Δεν πιστεύω καθόλου στη μοίρα. Η αφετηρία μας, οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, οι επιλογές μας, ο προσωπικός μας αγώνας καθορίζουν τη ζωή μας. Τώρα σχετικά με την τύχη αποδέχομαι τη θουκυδίδεια άποψη ότι τύχη είναι οι αστάθμητοι παράγοντες τους οποίους δεν μπορεί ο άνθρωπος να προβλέψει, επομένως ούτε να ελέγξει, όπως είναι ένα φυσικό φαινόμενο, π.χ. ένας σεισμός, ή ένα απροσδόκητο γεγονός, ένας θάνατος. Από κει και πέρα υπάρχουν και οι συγκυρίες ευνοϊκές ή αντίξοες, οι οποίες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη.

  1. Χρειάζεται περισσότερος ρομαντισμός ή ρεαλισμός στις ζωές μας; 

Απ. Χρειάζεται ισορροπία, και ρομαντισμός και ρεαλισμός. Η κάθε προσέγγιση, ρεαλιστική ή πιο ρομαντική, εξαρτάται από τη στιγμή, την κατάσταση ή το γεγονός που έχουμε κάθε φορά ενώπιόν  μας, οπότε το μίγμα των δύο πρέπει να ρυθμίζεται και να διαφοροποιείται  αναλόγως κατά περίπτωση. Αυτό είναι το αγώνισμά μας αλλά και ο πλούτος μας, να μπορούμε να χαιρόμαστε στιγμές με ρομαντική διάθεση, να προσεγγίζουμε καταστάσεις με ρεαλισμό και να βρίσκεται έτσι σε ετοιμότητα νους και συναίσθημα.