/Σύλβια Πλαθ: Το να πεθαίνεις είναι μια τέχνη σαν όλες τις άλλες. Την κάνω εξαιρετικά καλά

Σύλβια Πλαθ: Το να πεθαίνεις είναι μια τέχνη σαν όλες τις άλλες. Την κάνω εξαιρετικά καλά

Στις 25 Φεβρουαρίου του 1956, η 23χρονη Σύλβια Πλαθ, μπήκε σε ένα δωμάτιο γεμάτο κόσμο και αμέσως πρόσεξε ένα αγόρι που αργότερα περιέγραψε στο ημερολόγιό της ως ένα «μεγαλόσωμο, “σκοτεινό”, παχουλό αγόρι».

Στο πάρτι έπαιζε μια ορχήστρα τζαζ και ο ήχος της τρομπέτας σκέπαζε όλους τους υπόλοιπους.

Η Σύλβια, που είχε κερδίσει υποτροφία στο Κέιμπριτζ, έπινε όλη νύχτα ουίσκι σε μια παμπ με έναν τύπο που βγήκε ραντεβού και το όνομά του ήταν Αμις Στιούαρτ.

Το ποτό τής έδωσε την αίσθηση ότι μπορούσε να περπατήσει στον αέρα. Στην πραγματικότητα, καθώς περπατούσε για να πάει στο πάρτι, ήταν σε τέτοια κατάσταση που χτυπούσε πάνω σε όποιο δέντρο βρισκόταν μπροστά της.
Όταν έφτασε στην Ένωση Γυναικών, εκεί όπου γιορταζόταν το πρώτο τεύχος του λογοτεχνικού περιοδικού St Botolph’s Review, η Σύλβια είδε ότι το δωμάτιο ήταν γεμάτο με νέους άνδρες που φορούσαν πουλόβερ και γυναίκες μέσα σε κομψά μαύρα φορέματα.

Αφού τα έψαλε για τα καλά σε έναν φοιτητή που τόλμησε να επικρίνει την ποίησή της, η Σύλβια πήρε ακόμα ένα ποτό και αφού το ήπιε μονορούφι, κατέβασε το χέρι της και άφησε το ποτήρι να πέσει στο πάτωμα. Όλοι την κοίταξαν.

Όταν η μουσική έκανε μια μικρή παύση, είδε με τη γωνία του ματιού της κάποιον να πλησιάζει. Ήταν το ίδιο «παχουλό αγόρι», αυτό που είχε δει νωρίτερα να γυροφέρνει τις κομψές γυναίκες. Συστήθηκε ως Τεντ Χιούτζες και η Πλαθ κατέγραψε αυτή την συνάντηση στο ημερολόγιό της την επόμενη μέρα. Η έλξη ήταν αμφίδρομη.

Ίσως, όταν βρεθούμε στο σημείο να θέλουμε τα πάντα, να συμβαίνει επειδή βρισκόμαστε πολύ κοντά στο να μη θέλουμε τίποτα

Της είπε ότι είχε μια «υποχρέωση» στο διπλανό δωμάτιο, που άκουγε στο όνομα Σίρλεϊ και ήταν κι αυτή φοιτήτρια του Κέιμπριτζ και ότι δούλευε στο Λονδίνο διαβάζοντας σενάρια για τον Αρθουρ Ρανκ κερδίζοντας 10 λίρες την εβδομάδα. Τότε, ξαφνικά, έσκυψε προς τη Σύλβια και τη φίλησε με μια παράλογη δύναμη στο στόμα.

Η φόρα του ήταν τόσο δυνατή που της έβγαλε το λαστιχάκι από τα μαλλιά και ξεκουμπώθηκαν τα ασημένια σκουλαρίκια. Αρχισε να κατεβαίνει προς το λαιμό δίνοντας παθιασμένα φιλιά, ώσπου ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος και ένιωσε το μάγουλό του να καίει. Το χαστούκι που του έδωσε η Πλαθ ήταν τόσο δυνατό, που άρχισε να χύνεται αίμα από το πρόσωπό του.

Μέχρι σήμερα, 54 χρόνια από το θάνατό της, η τεράστια σκιά του Χιούτζες αποκρύπτει πολλές πτυχές της Σύλβια Πλαθ, όπως τους δεκάδες προηγούμενους συντρόφους της, καθώς και ανθρώπους που την επηρέασαν και διαμόρφωσαν τη ζωή και το έργο της.

Προτού γνωρίσει τον Χιούτζες είχε βγει με διάφορους άλλους άνδρες. Όπως είχε πει η ίδια, ήξερε ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να περιορίσει την αγάπη της σε ένα μόνο άνδρα. Το σεξ και οι περιορισμοί του, έπαιξαν βασικό ρόλο στη δημιουργική και ψυχολογική ανάπτυξη της Πλαθ.

Ήταν το καλοκαίρι του 1947, όταν η 14χρονη Σύλβια άρχισε να καταγράφει λεπτομερώς τις σκέψεις της για τα αγόρια, με καταχωρήσεις σε ένα ημερολόγιο οι οποίες  αντικατοπτρίζουν τη θέρμη και την παροδικότητα των συναισθημάτων της. Στις 18 Ιουνίου πήρε το λεωφορείο από το σπίτι της στη Μασαχουσέτη και πήγε στον οδοντίατρο. Σε αυτό το ταξίδι στην πόλη, η Σύλβια γνώρισε ένα αγόρι με το όνομα Τόμι Ντάγκιν, τον οποίο «θα έκανε τον τέλειο σύντροφο».

Η τελειότητα είναι τρομερή, δεν μπορεί να κάνει παιδιά

Οι συναντήσεις της με τα αγόρια παρείχαν μια σταθερή πηγή έμπνευσης για την ποίησή της. Στο  «Have You Forgotten» του 1948, γράφει για τις χειμωνιάτικες βόλτες που έκανε μαζί με έναν φίλο κάτω από τον έναστρο ουρανό. Κάτω από τον τίτλο του ποιήματος είχε προσθέσει τα αρχικά PN: Πέρι Νόρτον (Perry Norton).

Ήταν προφανές από την ποίησή της ότι η Σίλβια ένιωθε ερωτευμένη. Ωστόσο, ο Νόρτον είχε μια μάλλον διαφορετική προοπτική. «Όλα ήταν απίστευτα αθώα. Κάναμε παρέα και μιλούσαμε ή απλά κάναμε ποδήλατο. Την έβλεπα ως ένα εξαιρετικά ελκυστικό άτομο, αλλά ποτέ δεν θυμάμαι να είχα άλλα συναισθήματα, κάτι που με προβλημάτισε επειδή ήταν τόσο όμορφη».

Ίσως ένας από τους λόγους να ήταν η συναισθηματική ασυνέπεια της Σύλβια. Κάθε φορά που έβαζε σε διαδικασία ένα αγόρι να παραμείνει σταθερό στα συναισθήματά του γι ‘αυτήν – να νιώθει δέος – αισθανόταν τότε ότι μπορούσε να πετάξει από τη μια καρδιά στην άλλη.

Δεν είχε μεγαλώσει με αυτό το καπρίτσιο. Βρισκόταν πάντα σε μια κατάσταση συναισθηματικής ροής, όμως υπολόγιζε ότι οι γύρω της θα ήταν σταθεροί.

Την επόμενη νύχτα, πήγε σε έναν άλλο χορό – όπου προσέλκυσε την προσοχή του Μπρους Πάλμερ, του Ντικ Σμιθ, του Τόμι Ντάγκιν και του Τζον Πόλαρντ.

Μάλιστα ο Τζον τη ζήτησε σε ραντεβού και αν και ήταν πλούσιος, ξανθός και ψηλός, υπήρχε κάτι απειλητικό πάνω του και ανακουφίστηκε όταν την άφησε στο σπίτι χωρίς να της ζητήσει κάτι παραπάνω. 

Αν αντικαθιστούσαν τη λέξη «αγάπη» με τη λέξη «πόθος» στα σημερινά τραγούδια, θα ήταν πιο κοντά στην αλήθεια

Η Σύλβια Πλαθ ήταν μια θυμωμένη νεαρή γυναίκα που γεννήθηκε σε μια χώρα και σε μια εποχή που απλώς ενθάρρυνε τον θυμό της. Ήταν εξαγριωμένη που δεν ανήκε σε μια οικογένεια με  μεγαλύτερα ιδανικά και περισσότερα χρήματα.

Ως φοιτήτρια με υποτροφία στο Smith College ήταν περιτριγυρισμένη από τις κόρες των μεγάλων και πλούσιων της χώρας, ενώ η ίδια αναγκαζόταν να καθαρίζει πατάτες για να βγάλει χαρτζιλίκι. Στον ελεύθερο χρόνο της, η Σύλβια έγραφε ποιήματα και ιστορίες για χρήματα. Όταν έφερνε αγόρια στο σπίτι της, εκεί όπου μοιραζόταν το ίδιο υπνοδωμάτιο με τη μητέρα της – ανησυχούσε ότι θα έβλεπαν τα σημάδια του χρόνου και το σκίσιμο στην ταπετσαρία.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η γραφή ήταν η διέξοδος της για να εξαφανίσει πολλά αρνητικά συναισθήματα. Αργότερα, όταν πήγε στο Κέιμπριτζ, χαρακτηρίστηκε ως «ωρολογιακή βόμβα που φαινόταν έτοιμη να εκραγεί».

Μια νύχτα, λίγο πριν μπει στο Smith College, έγραψε στο ημερολόγιό της ότι η ανενεξήγητη σεξουαλική επιθυμία την οδήγησε στο σημείο της απόσπασης της προσοχής. Ήταν, είπε, «άρρωστη με τη λαχτάρα».

Δεν ήθελε τα αγόρια με τα οποία είχε σχέση να πιστεύουν ότι ήταν από αυτές που προχωρούσαν «γρήγορα». Αλλά γιατί να είναι τόσο δύσκολο να δείξεις την αγάπη και τον έρωτα;

Τη θύμωνε ιδιαίτερα το γεγονός ότι ένα αγόρι αν και είχε σταθερή σχέση μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε, ενώ αν μια κοπέλα έβγαινε με πολλούς θεωρούνταν «χαλαρών ηθών και φθηνή». Ίσως μια μέρα να δημιουργούσε τον τέλειο φίλο από τα βάθη της φαντασίας της.

Το 1954 μετά από ένα αποτυχημένο φλερτ συναντήθηκε με ένα πολύ διαφορετικό είδος ανθρώπου, που την βοήθησε να ξεφύγει από τη συμβατική της ηθική, να απελευθερωθεί σεξουαλικά και να διευρύνει τους πνευματικούς ορίζοντές της.

Ο Ρίτσαρντ Σασούν, δευτεροετής στο Yale, δεν ταίριαζε και πολύ με τον ιδανικό σύντροφο: ήταν στο ίδιο ύψος με το δικό της, περίεργος και με τα μαύρα μάτια του να έχουν από κάτω δύο μεγάλες μωβ σκιές. Ωστόσο, από τη στιγμή που συναντήθηκαν, η Σύλβια αισθάνθηκε μια πρόκληση και μια διέγερση μαζί. Γεννημένος στο Παρίσι, ο Ρίτσαρντ ήταν βρετανός πολίτης και μακρινός συγγενής του ποιητή Ζίγκφριντ Σασούν.

Το να πεθαίνεις είναι μια τέχνη σαν όλες τις άλλες. Την κάνω εξαιρετικά καλά

Στις αρχές του Μαΐου, ο Ρίτσαρντ την προσκάλεσε στη Νέα Υόρκη. Λίγο πριν πάει της έγραψε: «Νομίζω ότι θα είναι αρκετά διασκεδαστικό να παίξω το μπαμπά σε ένα κακό κορίτσι αν είσαι αρκετά άτακτη».
Το ζευγάρι έκανε τσεκ ιν σε ένα ξενοδοχείο στην 44η οδό, και πέρασε τις περισσότερες ημέρες  στο κρεβάτι. Σε μια επιστολή σε φίλη της ότι είχε κοιμηθεί για δύο μόνο ώρες το πρώτο βράδυ.

Ξαναπήγε στη Νέα Υόρκη και πάλι στις αρχές Δεκεμβρίου, ξαναζώντας τις παθιασμένες βραδιές με τον Σασούν. Η ζωή περνούσε όμορφα μέχρι την ημέρα που διέρρηξαν το αυτοκίνητο του Ρίτσαρντ κι έκλεψαν τη βαλίτσα της Σύλβια. Είχε μέσα τα καλύτερα ρούχα της, μερικά βιβλία ποίησης, θεατρικά προγράμματα και το αρώμα της Chanel Νο. 5. Η Σύλβια Πλαθ έγινε έξαλλη με την κλοπή. Φώναζε και κλωτσούσε. Ο Ρίτσαρντ τη χαστούκισε στο στόμα.

Κατά την επιστροφή της η Σύλβια Πλαθ έγραψε το ποίημα «Item: Stolen, One Suitcase» στο οποίο περιγράφει την οργισμένη αντίδραση της.

Η απώλεια της βαλίτσας ξεχάστηκε όταν ήρθε η υποτροφία για τη μελέτη της αγγλικής λογοτεχνίας στο κολέγιο Newnham, του Κέιμπριτζ. Προικισμένη με την εντυπωσιακή της πένα, η Σύλβια είχε ήδη καθιερωθεί ως συγγραφέας διηγημάτων και ποίησης. Το 1955 επιβιβάστηκε στο Queen Mary και εκεί πάνω στο πλοίο, ξεκινούσε ένα φλερτ με τον Καρλ Σέικιν, πτυχιούχο φυσικής με υποτροφία στο Μάντσεστερ. Η Σύλβια ήξερε ότι ο νεαρός φυσικός είχε παντρευτεί πριν από οκτώ εβδομάδες, αλλά αυτό δεν φάνηκε να την απασχολεί. Ταξίδεψαν στο Λονδίνο, για το οποίο η Πλαθ είπε ότι ήταν η πιο όμορφη πόλη που έχει δει και αφού ο Καρλ έφυγε, η Σύλβια άρχισε να αισθάνεται μοναξιά. Γνώριζε όμως πολύ καλά ότι ήταν μόνο θέμα χρόνου πριν γνωρίσει άλλους άνδρες.

Στο κολλέγιο άρχισε να γίνεται αρκετά δημοφιλής, τόσο για το ταλέντο όσο και για το σαρκαστικό της χιούμορ. Μια φορά, στο πρωινό την ρώτησε μια συμφοιτήτριά της: «Μα καλά πρέπει να κόβεις έτσι τα αυγά σου;» Το πιάτο της Πλαθ είχε αυγά κομμένα σε ρόμβους, τετράγωνα και τρίγωνα. Της απάντησε τότε «Φοβάμαι πως ναι. Εσύ τι κάνεις με τα αυγά σου; Τα καταπίνεις ολόκληρα;»

Στο μόνο πράγμα που ήμουν καλή ήταν να κερδίζω υποτροφίες και βραβεία. Και αυτή η εποχή πλησίαζε στο τέλος της

Την πρώτη χρονιά στο Κέιμπριτζ, η Σύλβια Πλαθ πέτυχε αυτό που ήθελε. Έναν μικρό «στρατό» ανδρών να την κοιτάζει με επιθυμία. Ωστόσο κανείς από αυτούς δε μπορούσε να συγκριθεί με τον Σασούν. Γι αυτό και όταν σταμάτησε για διακοπές τα Χριστούγεννα, πήγε στο Παρίσι να συναντήσει τον Ρίτσαρντ, ο οποίος σπούδαζε  εκεί.

Ο έρωτάς τους αναζωπυρώθηκε. Βόλτες στη Νίκαια, ακριβά εστιατόρια, ηλιοβασιλέματα. Όταν ήρθε η στιγμή να επιστρέψει στην Αγγλία, ο Ρίτσαρντ της ζήτησε να χωρίσουν. Είπε ότι την αγαπούσε, αλλά θα έφευγε για την Αμερική όπου θα έκανε τη στρατιωτική του θητεία. Δεν ήθελε να τον περιμένει. Της είπε να γνωρίσει άλλους άντρες. «Ο Σασούν ήταν το αγόρι που έχω αγαπήσει περισσότερο μέχρι τώρα» είπε στη μητέρα της. Δεν ήταν μόνο ο πιο διαισθητικός άνθρωπος που είχε συναντήσει ποτέ, αλλά και ο πιο έξυπνος.

Πίσω στο Κέιμπριτζ, η Σύλβια είχε χάσει το ενδιαφέρον της για τα μαθήματα, αφού δεν υπήρχαν καθηγητές-πρότυπα. Σε επιστολή στη μητέρα της διαμαρτυρήθηκε ότι δεν υπήρχαν καν μαύρες γυναίκες. Στην ίδια επιστολή, είπε ότι σχεδίαζε να πάει σε ένα πάρτι για να γιορτάσει τη έκδοση ενός νέου λογοτεχνικού περιοδικού. Εκείνο το πρωί, η Πλαθ είχε αγοράσει το St Botolph’s Review και είχε εντυπωσιαστεί με τα ποιήματα του Tεντ Χιούτζες.
Λίγο μετά τη συνάντηση με τον Τεντ στο πάρτι, συνειδητοποίησε ότι ήταν ο «μοναδικός άνθρωπος που θα μπορούσε να εξαφανίσει τον Ρίτσαρντ». Ωστόσο, ο Τεντ είχε εκτός από ταλέντο και τη φήμη του γυναικά του Κέιμπριτζ. 

Παρά το προσωρινό πάθος που ένιωσε για τον Τεντ, η Σίλβια ήταν ακόμα ερωτευμένη με τον Ρίτσαρντ. Ήξερε ότι η σχέση ήταν αδύνατη, αλλά ήταν αυτό που την έκανε να τον θέλει τόσο πολύ. Τελικά του έγραψε ότι ήθελε να τον επισκεφθεί στις διακοπές του Πάσχα και ότι δεν καταλάβαινε γιατί αντιστεκόταν.

Φίλησέ με και θα δεις πόσο σημαντική είμαι

Έφθασε στη γαλλική πρωτεύουσα το απόγευμα της 24ης Μαρτίου και, παρά την εξάντλησή της μετά από μια «άγρυπνη νύχτα Ολοκαυτώματος με τον Τεντ», σκεφτόταν πώς θα ξανακερδίσει τον Ρίτσαρντ. Οταν ο θυρωρός της είπε ότι ο Ρίτσαρντ ήταν στην Ισπανία και θα επέστρεφε μετά το Πάσχα, η Σύλβια το πήρε πολύ βαριά.
Παρόλο που ο Ρίτσαρντ ποτέ δεν μίλησε δημόσια για τη σχέση του με την Πλαθ, έγραψε την ιστορία τους σε ένα βιβλίο με τίτλο «Το Διάγραμμα». Σε αυτό, ο Σασούν αναφέρει ότι έφυγε από τη Γαλλία, γνωρίζοντας ότι μια κοπέλα πήγαινε να τον επισκεφθεί.

Υποστηρίζει ότι εν μέρει έφυγε επειδή του είχε στείλει επιστολές για να τον κάνει να ζηλέψει για τη  σχέση της με την Τεντ.
Αν ο Ρίτσαρντ έμεινε στο Παρίσι, είναι πιθανό ότι η Σύλβια να μην παντρευόταν ποτέ τον Χιούτζες. Ήταν η απόρριψή του που οδήγησε τη Σύλβια στην αγκαλιά του Τεντ.

Μετά την επιστροφή της στην Αγγλία, η Σύλβια έστειλε επιστολή στον Ρίτσαρντ, ζητώντας του να μην της γράψει ποτέ ξανά – ήταν πλέον αφοσιωμένη στον Τεντ. Το ζευγάρι παντρεύτηκε στις 16 Ιουνίου 1956, τέσσερις μήνες μετά την πρώτη τους συνάντηση. Αρχικά, ο Ρίτσαρντ έκανε αυτό που του είπε η Σύλβια, αλλά στη συνέχεια αισθάνθηκε υποχρέωση να της γράψει.

«Δεν πιστεύω ότι θα ήσουν πιο ευτυχισμένη μαζί μου, από ό,τι είσαι τώρα. Aν και η επιστολή σου σε μένα δεν ήταν το γράμμα μιας ευτυχισμένης γυναίκας. Μου λες πως κάνεις ό, τι είναι καλύτερο για σένα. Είναι έτσι αν το πιστεύεις».

Στις 11 Φεβρουαρίου 1963, η Σύλβια, η οποία χωρίσε από τον Τεντ μετά την αποκάλυψη της σχέσης του με την Ασια Γουέβιλ, έδινε τέλος στη ζωή της, μέσα στο σπίτι τους.
Εβαλε τα δύο παιδιά της στο κρεβάτι, στο υπνοδωμάτιο του τελευταίου ορόφου, τους πήγε δύο φλιτζάνια γάλα και ένα πιάτο με ψωμί και βούτυρο, άνοιξε το παράθυρο και στη συνέχεια σφράγισε την πόρτα με ταινία.
Πήγε πίσω στην κουζίνα, σφράγισε την πόρτα, έβαλε ένα διπλωμένο πανί στο φούρνο και γονάτισε. Έβαλε το κεφάλι στο πανί, άνοιξε το αέριο και άρχισε σταδιακά να χάνει τις αισθήσεις της. Μετά από λίγη ώρα πέθανε. Ήταν 30 ετών.

bovary