Γράφει ο Δημοσθένης Δαββέτας, Καθηγητής Φιλοσοφίας της Τέχνης ,ποιητής, εικαστικός, γεωπολιτιστικός αναλυτής
Στο προηγούμενο άρθρο είδαμε σε γενικές γραμμές το θεωρητικό πλαίσιο που κινήθηκε και κινείται η σύγχρονη Τέχνη. Ήρθε η ώρα να μιλήσουμε τώρα για τις πρακτικές συνέπειες αυτής της θεωρητικής αντίληψης. Δηλαδή να μιλήσουμε για τα κινήματα που γεννήθηκαν από αυτήν, για σημαντικά έργα, αλλά και για κορυφαίους εικαστικούς, οι οποίοι ως σήμερα συνεχίζουν, όσοι είναι ακόμη στην ζωή, να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντος και της επικαιρότητας.
Τα χρόνια του ’80 πραγματοποιήθηκαν τρείς μεγάλες διεθνείς εκθέσεις ,οι οποίες και έδωσαν στην σύγχρονη τέχνη μεγάλα ονόματα καλλιτεχνών.
Οι τρείς εκθέσεις
Η πρώτη έκθεση πραγματοποιήθηκε το 1979 στην royal academy of arts (βασιλική Ακαδημία Τεχνών) κι είχε τον τίτλο “a new spirit in painting ” ( ενα νέο πνεύμα στην ζωγραφική ). Διοργανωτές ο Έλληνας Χρήστος Ιωακειμίδης κι ο βρετανός Νορμαν Ροζενταλ ( norman Rosenthal).
Η δεύτερη έκθεση πραγματοποιήθηκε στο Βερολίνο το 1981 με τον τίτλο ZEIT Geist ( Πνεύμα εποχής). Ο χώρος που έγινε ήταν το Gropius house palace κοντά στο τότε τείχος του Βερολίνου (αυτο που χώριζε την πόλη σε δύο μέρη στην Ανατολική , υπό την επίδραση του σοβιετικού κομμουνιστικού Κόμματος και στην Δυτική ,υπό την επίδραση του Δυτικού μπλοκ. Κι οι διοργανωτές ήταν πάλι οι δύο : ο Ιωακειμίδης κι ο Ροζενταλ.
Η τρίτη έκθεση έγινε το 1980 στην Μπιενάλε της Βενετίας ,από τον ιταλό κριτικο και θεωρητικό Ακιλε Μπονιτο Ολιβα (achile Benito oliva) ,ο οποίος και παρουσίασε εκεί το κίνημα της transavantguardia ,μιας ομάδας ιταλών καλλιτεχνών νεας γενιάς.
Και στις τρείς αυτές θεμελι6ακες εκθέσεις υπάρχει ένα κοινό σημείο : η επιστροφή στην ζωγραφική.
Κι εξηγούμαι για να γίνω γρήγορα κι άμεσα κατανοητός. Για να γίνει λόγος για “επιστροφή ” πρέπει να υπάρχει αναχώρηση. Μα που είχε πάει λοιπόν η ζωγραφική; Που είχε χαθεί;
Όπως ήδη αναφέρθηκα στο προηγούμενο κείμενο μου (5/3/22) ,πάλι στην Εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος, τα Χρόνια ’60 κι ’70 , υπήρχε η τάση κυριαρχίας των εννοιολογικων έργων. Δηλαδή μεγαλύτερη σημασία είχε η εννοιολογική διάσταση στα έργα τέχνης παρα η εικονολογικη της. Περισσότερο ενδιεφερε η γέννηση εννοιών (concepts)παρα νοήματος. Δηλαδή, δεν είχε τόση σημασία το αν θα οδηγούσε σε ουσιαστικά ,υπαρξιακά η γύρω από διαχρονικά ερωτήματα η απαντήσεις το έργο Τέχνης, οσο στο να θέτει απλά το μυαλό σε εγκεφαλική δράση γύρω από έννοιες και γλωσσικά ευρήματα στην καλύτερη περίπτωση η στην χειρότερη περίπτωση ευφυολογήματα κι “εξυπναδισμο”.
Ο καλλιτέχνης Ζοζέφ Κοσουτ (Joseph kosuth) κι η παρέα του (conceptual artists), αλλά κι ο θεωρητικός Μαρσελεν Πλενετ ( marcelin pleynet) και το κίνημα των καλλιτεχνών που υποστήριζε ,το support surface , είχαν ωθήσει τις εννοιολογικες τους προτάσεις σε τέτοιο ακραίο σημείο ώστε, κάθε τι ζωγραφικό, παραστατικο η ακόμη που θύμιζε ζωγραφική , να θεωρείται αντιδραστικό, ακαδημαϊκό ,παραδοσιακό, πεπαλαιωμενο ,αντίθετο της προόδου και της εξέλιξης στην εικαστική ζωή. Η αντίληψη αυτή ,η οποία είχε αρχίσει κα κυριαρχεί και στις σχολές καλών Τεχνών, είχε εξοστρακισει την ζωγραφική, ως ιδέα, ως γλώσσα, ως τεχνική πράξη από την επίσημη εικαστική δράση. Θεωρείτο αυτή κάτι το ξεπερασμένο, κάτι το τελειωμένο ,κάτι το μη-προοδευτικο, ακόμη κι αν υπήρχαν εν δράσει τότε γίγαντες ζωγράφοι, όπως ο βρετανός Φράνσις Μπεηκον ,ο γερμανός Γκερχαρντ Ρίχτερ και διάφοροι άλλοι σπουδαίοι. Το γενικό πνεύμα που κυριαρχούσε ήταν οτι το έργο τέχνης ήταν πια ενα εννοιολογικο αίνιγμα στις καλές περιπτώσεις η ενα ψυχρό ακατανόητο εγκεφαλικό κατασκεύασμα που δεν άγγιζε τις αισθήσεις και τα συναισθήματα του θεατή, σε άλλες λιγότερο καλές περιπτώσεις.
Κι αυτό γινόταν όλο και πιο αντιληπτό στους εκθεσιακούς χώρους Τέχνης (από γκαλερί ως μουσεία κλπ), όπου κυρίως μια “ελιτ” μυημένων παρακολουθούσε τα εικαστικά δρώμενα κι οχι το πλατύ κοινό, δηλαδή ο καθημερινός άνθρωπος.
Η “κουλτουριακη” κι “ακαταλαβιστικη” εγκεφαλική ,όπως συχνά αποκαλούσαν την εννοιολογική Τέχνη ,είχε αρχίσει να κάνει αισθητή κυριαρχικά την παρουσία της . Αυτό βαστηξε ως τα τέλη περίπου της δεκαετίας του ’70.
Από τις αρχές του’80 έχουμε τις πρώτες δυναμικές αντιδράσεις εναντίον της εννοιολογικης κυριαρχίας. Οι τρείς εκθέσεις που πιο πάνω ανέφερα είναι η έμπρακτη στάση μιας νέας γενιάς καλλιτεχνών που δήλωναν κυρίως ζωγράφοι.
Η ζωγραφική λοιπόν επέστρεφε κι επέστρεφε απενοχοποιημενη. Επέστρεφε θυμωμένη γιατί την είχαν αποκλείσει κι ακόμα διψασμένη αποδείξει ,οτι όσο είναι παληα σαν μεσο έκφρασης αλλο τόσο ειναι διαχρονικά νεα. Οι νέοι ζωγράφοι με πάθος επανέφεραν την ζωγραφική σαν μέσον υλικοτεχνικής έκφρασης αλλά και σαν πνεύμα Τέχνης. Επανέφεραν επίσης το θέμα της αμφισβήτησης του αφηρημένου (abstract) ως την μόνη λύση της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Κι εδώ βέβαια κάποιος εύλογα μπορεί να ρωτήσει: η πρόταση τους ήταν η επιστροφή στην παραστατική τέχνη ; Περιέργως θα λάβει την εξής απάντηση: αυτο που έκαναν οι νέοι ζωγράφοι των χρόνων του’80 δεν ήταν όπως πολλοί τους κατηγόρησαν ως η επιστροφή στην παραστατική τέχνη ,αν βέβαια με τον όρο παραστατική , εννοούμε την απεικόνιση εξωτερικών πραγμάτων ,την απομίμηση τους. Οχι . Δεν πρότειναν αυτο. Τότε τι πρότειναν; Πρότειναν μια επιστροφή στην “εικονα” ως εσωτερική κι εξωτερική συνάμα πραγματικότητα. Κι όταν λέω εικόνα εννοώ την ζωγραφική οπτικότητα ,δηλαδή ,βλέπουμε στους πίνακες ,τα σχέδια η τα γλυπτά τους φιγούρες ,μορφές, σώματα ,που θυμίζουν κάτι από πραγματικότητα η κάτι από μίγμα αυτής με όνειρα η ψυχικές καταστάσεις η ακόμη ασυνείδητες ,για να μιλήσω λίγο και με χρήση ψυχαναλυτικων ορων.
Πρόκειται λοιπόν για μια μορφή μη-απομιμητικης παραστατικότητας . Ξέρω θα μου πείτε οτι χρησιμοποιώ ίσως δυσνόητους όρους. Γι’ αυτό θα σας δώσω ένα παράδειγμα.
Ας πάρουμε την σειρά έργων ενός εκ των του κορυφαίων αυτής της γενιάς του ’80 που σας αναφέρω. Μιλάω συγκεκριμένα για τον φίλο και συχνά συνεργαζόμενο μαζί μου σε διάφορα πρότζεκτς, τον Γκεοργκ Μπαζελιτς ( Georg Baselitz),τον προερχόμενο από την Ανατολική Γερμανία , αλλά που κάποια στιγμή πέρασε ,έζησε και μεγαλούργησε στο Δυτικό Βερολίνο.
Αναφέρομαι στην γνωστή σειρά έργων του ζωγραφικης “idoles”( είδωλα). Μια προσεκτική ματιά σ’αυτήν την σειρά έργων του φτάνει ώστε, αμέσως κάποιος απλός παρατηρητής να διαπιστώσει οτι, οι πολύχρωμες αυτές μορφές που απεικονίζονται στους πίνακες, είναι μεν αμέσως ορατές ως φιγούρες ,όμως ταυτόχρονα είναι κομμένες δύο φορές σε δύο σημεία τους. Μοιάζουν σαν να μην έχουν κάποια φυσική ανατομία, σαν να είναι μικρά υπερμεγέθη τερατάκια όμορφα μεν ,γοητευτικα λόγω χρωμάτων κι εκφραστικής μαεστρίας του ζωγράφου, αλλά ταυτόχρονα είναι παράξενα, ασυνήθιστα ,και δεν θυμίζουν , δεν αναπαριστούν κάποιες υπάρξεις της καθημερινής μας πραγματικότητας που γνωρίζουμε και μας περιβάλλει. Δίνουν την εντύπωση μάλλον μορφών ονείρων ,η παραμορφωμένων όντων, κοντολογίς φιγουρων σπασμενων ,κομμένων, φιγουρων που θέλουν να μας πούνε κάτι ως οπτικό θέμα του πίνακα ,ως ζωγραφική γλώσσα με σημειολογικές και γιατί οχι κάποιες φορές συμβολικές προεκτάσεις.
Τι θέλουν να μας πουν;
Σίγουρα πολλά. Και κάθε θεατής μπορεί να έχει την δική του ερμηνεία. Αυτή είναι άλλωστε η ομορφιά της αινιγματικής δύναμης ενός γνήσιου έργου Τέχνης. Εγώ θα σας πω την δική μου η πιο σωστα μια απο τις ενδεχόμενες ερμηνευτικές προσεγγίσεις ,αυτήν που μπορεί ελπίζω να διευκολύνει εδώ στην καλύτερη κατανόηση του κειμένου μου που διαβάζετε.
Αν λοιπόν η φιγούρα ταυτίζεται γενικώς με την παραδοσιακή ζωγραφική και στην περίπτωση του Μπαζελιτς με την εξπρεσσιονιστικη γλώσσα ( γιατί είναι Γερμανος και τρέφεται από την παράδοση του ,τότε αυτό που βλέπω και φαίνεται στους πίνακες αυτής της σειράς των “ειδωλων” έχει τα εξής οπτικά χαρακτηριστικά. Ναι, είναι φιγούρες, ναι θυμίζει Εξπρεσιονισμο, ναι πρόκειται για ανθρώπινες ενδεχομένως μορφές ,όμως αυτές οι μορφές δεν θυμίζουν τίποτα το “φυσικα” ανθρώπινο. Ούτε μιμούνται παλιούς εξπρεσσιονιστες. Έχουν κάτι το δικό τους ,το προσωπικό. Πρόκειται για μια παραμορφωμένη παραστατικότητα ,όπου η φύση η ο εξπρεσσιονισμος, είναι μεν μέρος του ζωγραφικου DNA, του Μπαζελιτς ,αλλά είναι δοσμένα με σύγχρονο τρόπο. Συνδυάζουν αισθητική του σήμερα σε διάλογο με το παρελθόν. Δεν μυρίζουν νοσταλγία η απομίμηση του παρελθόντος. Αντιθέτως είναι το παρελθόν ειδωμένο κι αναμεμιγμενο με το παρόν.
Πρόκειται για σύγχρονη, ευρηματική ζωγραφική γλώσσα που χειρίζεται την όποια παρελθοντολογικη γνώση ως υλικό και τροφή του τώρα ,πετυχαίνοντας έτσι μια δημιουργική ένωση και συνέχεια ανάμεσα στο πριν και το μετά. Επίσης είναι ξεκάθαρη η αντι-διδακτικη καλλιτεχνική στάση των έργων του Μπαζελιτς. Το θέμα των έργων του “idoles” είναι σπασμένο ,είναι αποσπασματικό . Τα “ειδωλα ” είναι γκρεμισμενα η “γκρεμιστε τα” μοιάζει σαν να μας λέει ζωγραφικα ο σπουδαίος Γερμανός ζωγράφος. Το τέλος των ειδώλων λοιπόν αναγγελεται στην σειρά αυτήν των πινάκων του. Αλλ’αναγγελεται ζωγραφικα ως ζωγραφική πράξη κι εμπειρία με τα υλικά, τα χρώματα, την σύνθεση, τους πειραματισμούς κι οχι αφηγηματικά η αναπαραστατικα. Δεν μας μιλά με απλές ,επεξηγηματικές εικόνες. Οι πίνακες του δεν εικονογραφούν κάποιο όποιο φιλολογικό θέμα η διδακτική ιστορία. Μιλούν η πιο σωστά “λεγουν” ( καθότι το ρήμα λεγειν , εμπεριέχει τον Λογο ,δηλαδή την βιωματικά στοχαζόμενη γλώσσα ) μέσα απο την ίδια την ζωγραφική πράξη ως εμπειρία ζωής, βιώματος. Ολη η ζωγραφική δράση του Μπαζελιτς “λέγει”. Τα υλικά, τα χρώματα, οι φιγούρες, η όποια σύνθεση, οι εικαστικές χειρονομίες του,τις στιγμές που ζωγραφίζει , όλα είναι γεννήματα μίας δημιουργικής εμπειρίας του καλλιτέχνη μέσα στην ζωγραφική ζωή.
Δεν υπάρχει κάτι μη-ζωγραφικο στον σπουδαίο Γερμανό καλλιτέχνη, την μεγάλη έκθεση του οποίου αυτον τον καιρό ,στο Μέγαρο Πομπιντου (centre georges Pompidou ) στο Παρίσι ,αξίζει πραγματικά να την ψάξετε στο ίντερνετ, η σε κάποια βιβλία αν βρείτε η να την δείτε ιδιοις ομαση ,αν τυχόν βρεθείτε στο Παρίσι. Το κείμενο μου όμως συτο για την σύγχρονη Τέχνη δεν έχει ακόμη κάνει τον κύκλο του. Έχει την συνέχεια του και την επόμενη εβδομάδα.