/Στροφή των νέων στην παράδοση ή μήπως όχι;

Στροφή των νέων στην παράδοση ή μήπως όχι;

Γράφει ο Μάριος Στενός,

Λέγοντας Παράδοση εννοούμε ότι αναπτύσσεται ιστορικά και μεταδίδεται από γενιά σε γενιά. Το σύνολο των στοιχείων του πολιτισμού : γνώση, έργα, αξίες, πρότυπα, τρόπος ζωής, έθιμα, ήθη, οι χοροί και οι σκοποί, οι ενδυμασίες, τα κεντήματα, τα δίστιχα, τα παιχνίδια και όσα άλλα είναι μέρος της ζωής του τόπου μας. Ένας αδιάκοπος διάλογος ανάμεσα στο χθες και το σήμερα που εξελίσσεται και μετασχηματίζεται συνεχώς.

Από το 2009 περίπου και ύστερα αρχίζει να παρατηρείται μια απότομη στροφή των νέων ανθρώπων προς την παράδοση σε όλες τις εκδοχές της.

Σ’ αυτό το σημείο θα πρέπει να τονιστεί η λέξη «εκδοχές», κι αυτό γιατί σήμερα δεν ξέρω αν πολλοί μιλώντας για παράδοση ξέρουν είτε να την ορίσουν, να την κατανοήσουν και εν τέλει να ξεχωρίσουν τι είναι παραδοσιακό και τι όχι. Και εξηγούμαι.

Η χρονική στιγμή που αρχίζει αυτό το φαινόμενο μόνο τυχαία δεν είναι. Στα χρόνια της ανατέλλουσας οικονομικής κρίσης καθώς οι νέοι δεν έχουν πλέον την οικονομική άνεση να ακολουθήσουν την διασκέδαση που ήξεραν μέχρι τότε (πίστες,club), νομοτελειακά κατευθύνθηκαν σε λύσεις πιο οικονομικές και συνάμα το ίδιο για αυτούς διασκεδαστικές. Έτσι άρχισαν να αποκτούν επαφή με τα καλοκαιρινά πανηγύρια των χωριών των γονέων τους (που μέχρι πρότινος σνόμπαραν), και σχεδόν ταυτόχρονα στον αστικό χώρο ξεκινούν να εγγράφονται στους κατά τόπους χορευτικούς και λαογραφικούς συλλόγους προκειμένου να εξερευνήσουν ακόμα περισσότερο τον μαγικό κόσμο της παράδοσης. Από ιδία πείρα μπορώ να πώ, ότι ξεκινώντας να πηγαίνω από μικρό παιδί σαν θαμώνας στα πανηγύρια του τόπου καταγωγής του πατέρα μου στην Θήβα πριν γίνουν μόδα και μαζικοποιηθούν, όταν έριχνα μια ματιά γύρω μου έβλεπα ανθρώπους άνω των 60 χρόνων ενώ τώρα δύσκολα βρίσκεις άνω των 50.Αδιάψευστο σημείο των καιρών.

Ωστόσο η απότομη και μαζική στροφή των νέων προς το πανηγύρι είχε και ένα τίμημα.

Για άλλους ευχάριστο και για άλλους δυσάρεστο. Και αυτό δεν είναι άλλο από την προσαρμογή του μουσικού ρεπερτορίου από τους μουσικούς και τους τραγουδιστές του είδους, στα ακούσματα των νέων προκειμένου να το κάνουν ακουστικά πιο εύπεπτο και χορευτικά πιο προσεγγίσιμο αλλοιώνοντας έτσι σε μεγάλο βαθμό την γνήσια ταυτότητα του . Και εδώ βέβαια ακουμπάμε την χρόνια διαμάχη ανάμεσα στο ποιοτικό και στο εμπορικό ύφος όπως άλλωστε συμβαίνει και σε όλα τα υπόλοιπα μουσικά είδη.

Βέβαια για να είμαστε δίκαιοι το εμπορικό ύφος εισέρχεται στο δημοτικό τραγούδι με αξιώσεις ήδη περίπου από τις αρχές της δεκαετίας του ΄60, με την άνοδο της Ελληνικής δισκογραφίας και την ηχογράφηση των πρώτων δίσκων από τους δημοτικούς τραγουδιστές της εποχής με τραγούδια που μέχρι σήμερα αντέχουν στον χρόνο και ας ανήκουν στην σφαίρα επιρροής του λεγόμενου εμπορικού που ελάχιστη σχέση είχε με την μορφή που το ξέρουμε σήμερα. Έτσι δειλά δειλά ξεκινάει μια νέα «εκδοχή» του δημοτικού τραγουδιού αλλά και του πανηγυριού (συγκοινωνούντα δοχεία), το νέο-δημοτικό.

Το νέο-δημοτικό ύφος στην ουσία δεν είναι τίποτε άλλο από μια προσπάθεια ταύτισης μεταξύ παλιών και νέων ακουσμάτων, με περισσότερη έμφαση στα νέα, προκειμένου να ικανοποιήσει τους καινούργιους οπαδούς του και ταυτόχρονα να μην δυσαρεστήσει και τους διαχρονικούς. Το αν καταφέρνει να συγκεράσει αυτές τις δύο τάσεις με επιτυχία ή όχι είναι μία άλλη συζήτηση πιο περίπλοκη και χρονοβόρα.

Οι συνέπειες ωστόσο είναι εμφανείς τόσο χορευτικά όσο και μουσικά.

Σήμερα αλήθεια δεν ξέρω κατά πόσο τα νέα παιδιά σε ένα πανηγύρι γνωρίζουν τι είναι αυτό που χορεύουν ή ακούνε, και αν είναι σε θέση να καταλάβουν αν είναι παραδοσιακό ή όχι. Με την καθιέρωση του ελεύθερου χορού μοιραία εξέλειψαν και οι πρωτοχορευτές που ζούσαν τόσο το άκουσμα όσο και τον χορό τους εκείνη την στιγμή και πραγματικά πολλές φόρες ήταν σαν να ζωγραφίζουν επάνω στην γη. Εξαιτίας αυτού του φαινομένου ακούγονται ολοένα και λιγότερο παραδοσιακά τραγούδια ή ακόμη και διαχρονικά νεότερα δημοτικά –εφόσον δεν ζητούνται από κανένα- και αντί αυτών επιλέγονται αυτά που ακούμε σήμερα, που μάλλον περισσότερο για δημοτικοφανή μοιάζουν παρά για παραδοσιακά.

Έτσι φτάνουμε σήμερα στο εξής παράδοξο: το ατόφιο παραδοσιακό ύφος να υπηρετείται στον λεγόμενο αστικό χώρο με απόλυτο σεβασμό και ευλάβεια από τους κατά τόπους μουσικοχορευτικούς συλλόγους, ενώ στην επαρχία το δημοτικό τραγούδι να αντικαθίσταται από την μάλλον θλιβερή νέα «εκδοχή» του. Φωτεινές εξαιρέσεις σαφώς υπάρχουν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν σε διάφορες περιοχές ανά την Ελλάδα οπού οι άνθρωποι, όχι μόνο έχουν καταφέρει να διατηρήσουν την παράδοση τους αλλά ταυτόχρονα, λείπει από μέσα τους ο δογματισμός και η περιχαράκωση σε μουσειακές αγκυλώσεις και στερεότυπα. Και πιστέψτε με οι νέοι σε αυτές τις περιοχές δεν λείπουν από αυτή την διαδικασία της μύησης.

Πιστεύω ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο δύσκολο από το να κρατήσεις κάτι αναλλοίωτο στην πάροδο του χρόνου.

Ότι κι αν είναι αυτό. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για την πλούσια λαϊκή παράδοση αυτού του τόπου. Ωστόσο αξίζει τον κόπο τουλάχιστον να προσπαθήσουμε να κρατήσουμε την ποιότητα της παράδοσης στο υψηλότερο επίπεδο με σεβασμό στο παρελθόν της, επίβλεψη και αυστηρότητα στην εξέλιξη της και ελπίδα στο μέλλον της.