Αφότου ήρθε – Νικόλας Κουτσοδόντης
Στη Ζήνα
Κάτι παράξενο στο πρόσωπό τους·
απ’ έξω κάπνιζε ο πατέρας
το χνώτο ένα με το δρόμο
-γρήγορο.
Οι πρώτες φράσεις ήταν κλάμα,
ήταν αγκαλιά.
Έψαχνα να βρω τι φταίει.
Ο αδερφός μου βρέθηκε
να συμπληρώσει των χειλιών μου
την βαθύτερη άκρη που έτρεχε
το χαμόγελό μου.
Σαν παιδί, απρόσεχτο, μου γλίστρησε
όλο το φαΐ που μου ‘χαν μαγειρέψει·
ήρθαν να τσιμπήσουν σμήνος χελιδόνια,
να πειράξουν τα μαλλιά μου, τα άχαρα!
Ούρλιαζα που τα τραβούσαν, καθώς ο αδερφός μου.
Έτσι πέταξαν τα χρόνια γύρω μου
με τους δρόμους ανοιχτούς
και τα ράμφη της ψυχής αχόρταγα.
Μ’ ένα χέρι γεμάτο απ’ το δικό μου,
του αδερφού μου.
Ιανουάριος 2015
Χαλκομανία, Εντύποις, 2017