/Μια ιστορία για τον Σταντάλ

Μια ιστορία για τον Σταντάλ

Στα 1818, ο 36χρονος τότε Σταντάλ (κατά κόσμον Ανρί Μπελ), ο οποίος βρίσκεται ήδη τέσσερα χρόνια στο Μιλάνο, βγαίνει μόλις από μια βαθιά προσωπική κρίση, την οποία προκάλεσε το άδοξο τέλος της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας μετά την πτώση του Ναπολέοντα. Μέσω ενός κοινού γνωστού γνωρίζει τη Ματίλντε Ντεμπόβσκι (ή Μετίλντ, όπως προτιμούσε εκείνος να την αποκαλεί), η οποία βρίσκεται ήδη στα είκοσι οκτώ της, δηλαδή όχι πια πολύ νέα, για τα κριτήρια της εποχής. Η Μετίλντ είχε ατυχήσει στον γάμο της με τον πολωνό αξιωματικό Γιαν Ντεμπόβσκι, με τον οποίο είχε αποκτήσει και δύο παιδιά.Ταλαιπωρημένη από το ναυάγιο του γάμου της και πληγωμένη από τα εις βάρος της σχόλια, η Μετίλντ, που είναι όχι μόνον ωραία, αλλά και εξαιρετικά υπερήφανη, με υψηλό φρόνημα, γενναίο χαρακτήρα και μεγάλη ευαισθησία, ζει αποτραβηγμένη στο Μιλάνο, ενώ δεν περνάει μέρα που να μην την ενοχλήσει κάποιος ανόητος επίδοξος εραστής. Εκείνη τους απορρίπτει όλους ασυζητητί, καθώς τέτοια διαβήματα δεν την αφορούν.

Ο έρωτας όμως που αισθάνεται γι΄ αυτήν ο Σταντάλ κάθε άλλο παρά ασυγκίνητη την αφήνει. Πιστεύει ότι εκείνος ο πληθωρικός και διόλου όμορφος γάλλος συγγραφέας διαφέρει από τους επηρμένους Μιλανέζους και τα ανούσια και κακόγουστα κομπλιμέντα τους. Του εκδηλώνει, λοιπόν, ως είθισται σε αυτές τις περιπτώσεις, μια συγκρατημένη εύνοια. Ομως ο Σταντάλ, ψυχή φλογερή και άδολη, παρορμητικός όπως είναι και παρασυρμένος από το πάθος του, προχωρά πολύ γρήγορα στην περιβόητη «κρυστάλλωση», το φαινόμενο αυτό που αποτελεί βασικό άξονα του βιβλίου. Η αδέξια, ασυνάρτητη και ακατανόητη συμπεριφορά του κάνει την καχύποπτη πια και θορυβημένη Μετίλντ να αποσύρει ξαφνικά την εύνοιά της και να γίνει παγερή και απόμακρη.

Στάδια της ασθένειας

Είναι η στιγμή που ο Σταντάλ χάνει οριστικά μια αγάπη και η λογοτεχνία κερδίζει ένα από τα πιο συγκλονιστικά κείμενα πάνω στο ερωτικό πάθος.

Το έργο του θεωρείται αληθινά σπουδαίο και αμέτρητοι… ερωτοχτυπημένοι αναγνώστες έχουν φυλλομετρήσει τις σελίδες του με έξαψη, γυρεύοντας μιαν εξήγηση για τα καμώματα της καλής τους. Ωστόσο, το Περί έρωτος δεν μπορεί (ούτε και του αξίζει βέβαια) να διαβαστεί σαν τυφλοσούρτης ή εγχειρίδιο συμβουλευτικό, σαν ένας τσελεμεντές του έρωτα. Είναι μια μεγαλειώδης, συγκλονιστική και εκ βαθέων εξομολόγηση ενός ανθρώπου που βίωσε το ερωτικό δράμα σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια, είναι η πίκρα του και η οδύνη του για ένα πάθος που δεν βρήκε ανταπόκριση, μια οδύνη που για μια στιγμή φουσκώνει, ξεχειλίζει και τον πνίγει. Ενδεικτικό του ύφους μα και του ήθους του μεγάλου εκείνου ανθρώπου και συγγραφέα, που πέρασε στο πάνθεον της λογοτεχνίας με τα αριστουργήματά του Το μοναστήρι της Πάρμας,Το κόκκινο και το μαύρο ή Η ζωή του Ανρί Μπρυλάρ είναι και η εκμυστήρευση που συναντούμε στο Περί έρωτος: «Καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια για να είμαι στεγνός. Θέλω να επιβάλω σιωπή στην καρδιά μου, που νομίζει ότι έχει πολλά να πει. Τρέμω διαρκώς μη τυχόν έχω γράψει έναν αναστεναγμό, εκεί που πιστεύω ότι έχω σημειώσει μιαν αλήθεια».

Η πίκα του εγωισμού

Εκτός από την αρκετά εμπεριστατωμένη κατηγοριοποίηση των ερωτικών ιδιοσυγκρασιών (η αιματώδης ή ο Γάλλος, η χολερική ή ο Ισπανός, η μελαγχολική ή ο Γερμανός, η φλεγματική ή ο Ολλανδός, η νευρική ή ο Βολταίρος, η αθλητική ή ο Μίλων ο Κροτωνιάτης) και των μορφών που παίρνει ο έρωτας από τη Γαλλία, την Ιταλία και την Αγγλία, μέχρι την Ισπανία, τις ΗΠΑ και την Αραβία, ο φιλέρευνος αναγνώστης θα ανακαλύψει στις σελίδες του βιβλίου πλήθος γαργαλιστικά κεφάλαια για τη φυσιολογία και την παθολογία του, όπως λόγου χάριν: «Η πρώτη ματιά», «Οι κεραυνοβόλοι έρωτες», «Τα βλέμματα», «Η αιδώς», «Το θάρρος των γυναικών», «Η ζήλια», «Η πίκα του εγωισμού», «Ο εριστικός έρωτας», «Γιατρικά για τον έρωτα», «Ο γάμος», «Αυτό που ονομάζουν αρετή», «Ερωτικά δικαστήρια». Αλλά και το παράρτημα του βιβλίου κρύβει αληθινούς θησαυρούς. Οπως για παράδειγμα τα «Διάφορα θραύσματα», δηλαδή στοχασμοί του Σταντάλ επί του ακανθώδους αυτού θέματος: «Τίποτα πιο ενδιαφέρον από το πάθος, επειδή σε αυτό όλα είναι απρόβλεπτα και ο δρων γίνεται θύμα», «Οι περισσότεροι άνδρες του κόσμου από ματαιοδοξία, από δυσπιστία, από φόβο για τη δυστυχία, δεν αφήνονται να αγαπήσουν μια γυναίκα παρά μόνο μετά την επαφή», «Μια γυναίκα βλέπει τη φωνή της κοινής γνώμης στον πρώτο ανόητο ή στην πρώτη ψεύτικη φίλη που της δηλώνει πιστή διερμηνέας της κοινής γνώμης».

Στο τελευταίο αυτό μέρος του βιβλίου θα βρούμε και τις επιστολές που ο Σταντάλ έστειλε στο αντικείμενο του πόθου του, τη χαριτωμένη πλην άκαρδη Μετίλντ. Της γράφει σε μία από αυτές: «Είμαι πολύ δυστυχισμένος, φαίνεται πως κάθε μέρα σάς αγαπώ και πιο πολύ, κι εσείς δεν τρέφετε για μένα την απλή φιλία που μου δείχνατε άλλοτε. Υπάρχει μία κατάφωρη απόδειξη του έρωτά μου: η αδεξιότητα που παθαίνω κοντά σας, που με κάνει να θυμώνω με τον εαυτό μου και την οποία δεν μπορώ να ξεπεράσω. Είμαι θαρραλέος μέχρι το σαλόνι σας, και μόλις σας αντικρίζω, αρχίζω να τρέμω. Ειλικρινά, καμία άλλη γυναίκα δεν μου έχει, εδώ και πολύ καιρό, εμπνεύσει αυτό το αίσθημα». Και σε μιαν άλλη: «Ω! Πόσο δυσβάσταχτος μου φαίνεται ο χρόνος από τότε που φύγατε! Και είναι μόνο πεντέμισι ώρες! Τι θα κάνω στις σαράντα αυτές θανάσιμες μέρες;». Να ακόμη μία, η τελευταία: «Κυρία, από χθες το βράδυ που σας άφησα, αισθάνομαι την ανάγκη να εκλιπαρήσω τη συγγνώμη σας για την έλλειψη λεπτότητας και σεβασμού στην οποία με παρέσυρε τις τελευταίες οκτώ ημέρες ένα ολέθριο πάθος. Η μεταμέλειά μου είναι ειλικρινής. Θα σας είχα εκφράσει αυτό το αίσθημα μεταμέλειας χθες κιόλας. Φοβήθηκα όμως ότι, αν σας ζητούσα συγγνώμη για τους παραλογισμούς μου, εσάς θα σας φαινόταν σαν να σας μιλούσα για τον έρωτά μου και να αθετούσα τον όρκο που σας έχω δώσει». Σίγουρα, στέλνοντας αυτά τα γράμματα ο Σταντάλ θα ευχόταν να γίνει ένα θαύμα και να μεταστραφεί η αρνητική στάση της αγαπημένης του. Αν και στα μύχια της ψυχής του ένιωθε πως οι πιθανότητες να συμβεί κάτι τέτοιο ήταν μηδαμινές. Αλίμονο, έτσι γίνεται με τον έρωτα τις περισσότερες φορές: μια ειλικρινής συγγνώμη σπάνια εισακούεται από την άλλη πλευρά, εξαιτίας του πληγωμένου εγωισμού, αφήνοντας εκείνους που μπλέχτηκαν στα δίχτυα του φτερωτού και σκανταλιάρη θεού δυστυχισμένους για πάντα.

Του Δημήτρη Χουλιαράκη από την εφημερίδα το «Βήμα»