Γράφει η Γαβριέλα Ραπασάνη, φοιτήτρια νομικής
Η πολυσυζητημένη κορεάτικη σειρά του Netflix, που έχει κάνει μόλις την εμφάνιση της εδώ και λίγες εβδομάδες, περιστρέφεται γύρω από ενήλικες που έχουν βρεθεί σε δύσκολη οικονομική θέση, και αποφασίζουν , σε μια έσχατη λύση ανάγκης να πάρουν μέρος σε έναν μυστικό αγώνα από παραδοσιακά παιδικά κορεατικά παιχνίδια, που διαδραματίζονται σε ένα ερημικό νησί, τα οποία χωρίς να το γνωρίζουν πρόκειται να τους ‘κοστίσουν’ ακριβά. Ο αγώνας αυτός, αποτελείται από 6 γύρους παιχνιδιών, και αυτός ο οποίος θα περάσει με επιτυχία το σύνολο των δοκιμασιών, ανταμείβεται με ένα τεράστιο χρηματικό έπαθλο, πετυχαίνοντας να ‘εξαλείψει’ τους αντιπάλους του, δίχως να διστάζει να χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε μέσο ή να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια, προκειμένου να πετύχει τον σκοπό του αυτό.
Η σειρά, αυτή, μολονότι έχει γνωρίσει τεράστια επιτυχία και έχει αποκτήσει αμέτρητες προβολές παγκοσμίως, έχει επικριθεί αρχικά για τις αρκετές σκηνές βίας που εμπεριέχει, για το στοιχείο της υπερβολής που την χαρακτηρίζει, όπως πολλοί έχουν αναφέρει, σχετικά με το πως παρουσιάζει τον κόσμο στον οποίο ζούμε, καθώς και για τα μηνύματα που περνάει σχετικά με την κοινωνική πραγματικότητα. Είναι, όμως, τόσο υπερβολικά όσα συμβαίνουν στην σειρά ή μήπως όχι;
Η δυστοπική πραγματικότητα που ενσαρκώνεται στο Squid Game, κάτι που θα έλεγε κανείς πως μας παραπέμπει και στο Black Mirror,
έχει στο επίκεντρο την αντίληψη ότι στην σημερινή εποχή, και όντας σε μια άκρως καπιταλιστική και ταξικά άνιση κοινωνία, ο καθένας από εμάς έχει θεοποιήσει το χρήμα, αποκτώντας την εσφαλμένη πεποίθηση ότι είναι το μέσο τόσο για την ατομική ευτυχία, όσο και για την επίλυση όλων των σύγχρονων προβλημάτων. Γι’ αυτό, και υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι φαίνεται να πετυχαίνουν στην ζωή τους , μιας και δεν διστάζουν στο βωμό του κέρδους να θυσιάσουν, φιλίες, ανθρώπινες σχέσεις, και πολλά άλλα, ώστε να ανελιχθούν επαγγελματικά, κοινωνικά, ακριβώς ότι συμβαίνει και μέσα στο παιχνίδι.
Συγχρόνως, θίγονται και θέματα, όπως, ο σεξισμός σε βάρος γυναικών, οι οποίες αντιμετωπίζονται υποτιμητικά και θεωρούνται αδύναμες ως συμπαίκτριες για να συμμετάσχουν στα παιχνίδια, καθώς και το χάσμα που επικρατεί ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις ,φαινόμενο το οποίο είναι αρκετά σύνηθες σε χώρες όπως η Νότια Κορέα. Θα έλεγε κανείς ότι μας θυμίζει στο σημείο αυτό την ταινία Parasite, επίσης κορεάτικης παραγωγής που είχε κυκλοφορήσει πριν από λίγα χρόνια, και θίγει ανάλογα ζητήματα πάλης των τάξεων. Ενόσω, παρακολουθούμε την σειρά αποκαλύπτεται πως οι πλούσιοι άνθρωποι, έχουν διοργανώσει αυτόν τον διαγωνισμό, προς ‘διασκέδασή’ τους, και όχι μόνο αδιαφορούν για τους ανθρώπους αυτούς, για το αν έχουν οικογένεια ή παιδιά, αλλά τους αντιμετωπίζουν απλά σαν πιόνια, προκειμένου να εκπληρώσουν τους δικούς τους σκοπούς.
Ενώ μπορώ να καταλάβω τα σχόλια και τις αντιδράσεις πολλών ανθρώπων, σχετικά με τις σκηνές που προβάλλονται, και μολονότι δεν είναι τόσο ρεαλιστικό να σκοτώνονται τόσοι άνθρωποι παίζοντας απλώς παιχνίδια, πρέπει να αναλογιστούμε την ζωή στην οποία ζούμε όλοι εμείς οι άνθρωποι “της διπλανής πόρτας”. Έχουμε επικεντρωθεί και έχουμε επενδύσει τόσο χρόνο και ενέργεια από την καθημερινότητά μας, στην απόκτηση όλο και περισσότερων, χρημάτων , υλικών αγαθών, την ίδια στιγμή, που μια μικρή μερίδα ανθρώπων διαθέτει ένα τεράστιο χρηματικό ποσό, το οποίο θα μπορούσε, αν χρησιμοποιούνταν, να οδηγήσει στην εξάλειψη της πείνας, της φτώχειας και της εξαθλίωσης που ταλανίζει τόσες χώρες.
Αντ’ αυτού έχουμε την τάση να θέλουμε να μοιάσουμε και να θαυμάζουμε τέτοιους ανθρώπους, κυνηγώντας αδιάκοπα την “ευτυχία”, που νομίζουμε ότι βρίσκεται στα αμέτρητα ρούχα, στα τεχνολογικά επιτεύγματα, ενώ δεν μπορούμε να αναλογιστούμε ότι σιγά-σιγά γινόμαστε ματαιόδοξοι και επιφανειακοί. Από το να είμαστε, λοιπόν είμαστε υπόδουλοι στο χρήμα και να βλέπουμε ανταγωνιστικά τον διπλανό-συμπαίκτη- μας, προσπαθώντας με οποιοδήποτε τρόπο να τον εξαπατήσουμε, ώστε να προχωρήσουμε εμείς μπροστά, μήπως, επαναπροσδιορίζοντας τις προτεραιότητες μας και τις αξίες μας, πρέπει να αναρωτηθούμε, ποιος κινεί τα νήματα στην ζωή μας, εμείς ή ο τρόπος ζωής που επιλέγουμε να ζούμε, θεμιτός ή αθέμιτος;