Μια αναφορά στον Σπυρίδωνα Βασιλειάδη
Γράφει ο Πάνος Χατζηγεωργιάδης, Μουσικοσυνθέτης, Λογοτέχνης και Δημοσιογράφος
Τι πλήθος σκέψεων σε κατακλύζουν ξεφυλλίζοντας το βιβλίο της ζωής του Σπυρίδωνος Βασιλειάδη. Ένα βιβλίο ελάχιστων σελίδων αν μπορεί κάποιος να παραστήσει την ζωή ενός με ένα βιβλίο μιάς και απέθανε, μόλις είκοσι εννέα ετών, μα με παραγράφους και προτάσεις όπου έριξαν άπλετο φώς στον δρόμο του νεοελληνικού δραματολογίου και των νεοελληνικών γραμμάτων γενικώς, ενός υπό διαμόρφωση δραματολογίου, ενός υπό διαμόρφωση κράτους, όπου προσπαθούσε να αναπτύξει μιαν εντοπιότητα και ένα κάποιο στέρεο έδαφος αναφορικά με την θεματολογία του, βασιζόμενο αφενός ως έναν υποστηρικτικό πυλώνα του τα έξωθεν λόγια κινήματα κυρίως τον ρομαντισμό της εποχής του Βασιλειάδη, αλλά και ως έτερον πυλώνα, την Ελληνική μυθολογία και δημοτική παράδοση.
Πλείστες λοιπόν οι σκέψεις όπου ανερχονται απο το ασυνείδητο στο συνειδητό πεδίο, περί του έργου ενός ρομαντικού λόγιου των νεοελληνικών γραμμάτων ως ο Βασιλειάδης υπήρξε. Καταρχάς ένα τεράστιο “γιατι” να εντρυφήσει κανείς, στις “μέρες του 2020” (για να παραφράσω τον Καβάφη και το “Μέρες του 1896”), σε ένα έργο το οποίον συντάχθηκε στην μεγάλη του πλειοψηφία στην καθαρεύουσα. Παράγων αποτρεπτικός, τούτο το όριο της γλώσσης, το σύνορο το εσωτερικόν, αναμεταξύ του κόσμου του Βασιλειάδη και ημών, έναν κόσμο αφενός της καθαρευούσης και του άκρατου εώς και μετά βδελυγμίας δημοτικισμού, ο οποίος οδήγησε και εις τον εκχυδαισμόν ως τελικό στάδιο, της Ελληνικής γλώσσης.
Ποιά θα ήτο η γέφυρα η νοητική, η γλωσσική, η νοηματική γέφυρα, εκείνος ο κώδικας της επικοινωνίας τέλος πάντων, ο οποίος θα μας επέτρεπε εκατόν πενήντα χρόνια μετά, να επικοινωνήσουμε με ετούτη την λησμονημένη φωνή, (την πρωτοπόρα όμως το δίχως άλλο) του Βασιλειάδη και διατί να ασχολούμεθα με αυτόν σήμερα, πέρα απο την γνωστή μουσειακή αντιμετώπιση όπου και εκείνος αλλά και οι συγκαιρινοί του, αντιμετώπιστηκαν και αντιμετωπίζονται, μέσα σε μια Ελλάδα που απέχει εντελώς απο την Ελλάδα του τότε, του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα ;
Η απάντηση σε τούτη την καιρια ερώτηση την οποίαν θέτω πάντοτε όποτε και αν ασχολούμαι με προσωπικότητες του παρελθόντος κόσμου των γραμμάτων αλλά και με τα ζητήματα ιστορίας, είναι ο παραδειγματικός ρόλος όσων επέρασαν και βρίσκονται στον κόσμο των σκιών σήμερα και το τι έχουν να μας πούν υπό τις συγκεκριμένες ιστορικές, κοινωνικές, πολιτισμικές συνθήκες του παρόντος κόσμου.
Η ιστορία και οι πρωταγωνιστές της, οφείλεται να μελετώνται μόνον εάν και εφόσον έχουν κάτι να μας πούν και σήμερα. Ως εκ τούτου η διανοητική γέφυρα αναμεταξύ Βασιλειάδου και λοιπών σαφώς, ρομαντικών με το σήμερα, είναι ακριβώς η θεματολογία των έργων όπου επί χάρτου ανέπτυξαν. Θεματολογία εντελώς ίσως διαφορετικά εκφρασμένη. μα που στην βαθιά της ουσία πέραν απο το στενό τούτο προαναφερθέν όριο της γλώσσης, δεν διαφέρει και πολύ με οτι σήμερα θα μπορούσε άνετα να απασχολεί τον άνθρωπο.
Παραδείγματος χάριν, εις το μνημειώδες και γνωστότερο έργο του Βασιλειάδου το οποίον δεν είναι άλλον απο την “Γαλάτειαν” του, αναπτύσσεται το ζήτημα της ανθρωπίνου απογοητεύσεως εκ της γυναικός απιστίας. Βέβαια την σήμερον κάτι τέτοιο θα εθεωρείτο εώς και σεξιστικόν έργον, όμως αν κάποιος παραβλέψει ακόμη ακόμη και τα πρόσωπα του έργου και παραμείνει εις το βαθύτατο νοηματικό ειρμό της υποθέσεως, θα μπορούσε κάλλιστα να προσέξει πως η “Γαλάτεια” του αναφέρεται εις την προδοσίαν την αχαριστίαν, την κακήν πίστην, την λατρείαν των “ζώντων φαντασμάτων” που και σήμερα συμβαίνει πολλάκις εις τας απαρχάς του 21ου αιώνος.
Είναι λοιπόν το υπό ανάπτυξη θέμα στο συγκεκριμένο έργο του Βασιλειάδου, κάτι το απεχθές και ξεπερασμένο ; είναι η αναφορά του, ασχέτως εάν συντάσσεται στην καθαρεύουσα (που απλώς μειώνει την αμεσότητα της δραματουργικής επικοινωνίας με ένα κοινό το οποίον δεν κατανοεί άμεσα την γλώσσαν), στο ζήτημα της απιστίας, κάτι το οποίον δεν απηχεί τον άνθρωπο των αρχών του 21ου αιώνος ; Σαφώς και οχι φυσικά.
Πέρα απο την θεατρική του παρουσία, της λιγόχρονης ζωής του, ο “Πυγμαλίων” των νεοελληνικών γραμμάτων Σπυρίδων Βασιλειάδης, αναφέρθηκε σε τόσα μα τόσα θέματα υπό το πρίσμα του ρομαντισμού πάντοτε της εποχής του, όπου θεωρώ πως αξίζει πραγματικά τον κόπον να μελετήσει κάποιος το έργο του πέρα απο μια απλή μουσειακή αντιμετώπιση καθώς και μια επιστημονική αντιμετώπιση “αρχειοθέτησης” κάποιου ο οποίος έχει απο πολύ καιρό να επικοινωνήσει με την συλλογική νεοελληνική ψυχή, τόσο δια “τεχνικούς” λόγους ως ο επίγειος θάνατος του, όσο και δια λόγους ως προαναφέρθηκε, γλωσσικών ορίων και περιορισμών.
Λόγου χάρη στα γνωστότατο εις του κύκλους τουλάχιστον της λογοτεχνίας ποίημα του, το οποίον φέρει τον τίτλον Η ΧΑΡΑ, οι πρώτοι δύο στίχοι αναφέρουν
Είναι ώραι, στιγμή Παραδείσου,
ότε φάσματα* παύουν θολά
και τα πάντα θεάται καλά
η ψυχή σου.
Φεύγει τότε ο νους και η κρίσις·
η καρδία γλυκύθυμος ζει
και μ‘ αυτήν εορτάζει μαζί
όλ‘ η Φύσις.
Σε καλώ αγαπητέ αναγνώστη να αναμοχλέυσεις στην μνήμη σου, αν τούτο το συναίσθημα το αρχετυπικόν, το μεγαλειώδες, δεν σε έχει κατακλύσει και εσένα κάποιες φορές στο διάβα της ζωής. Δεν έχει λοιπόν την μέγιστη σημασία η γλωσσική έκφραση ενός νοήματος, αλλά εφόσον τούτο το εμπόδιο της γλώσσης ξεπεραστεί και οι δισταγμοί καμφθούν, εύκολα θα διακρίνεις πως ακόμη και σήμερα αυτό το ποίημα και το βαθύτερο πανανθρώπινο και διαχρνονικό – διατοπικό νόημα του, είναι ακόμη επίκαιρον, είναι ακόμη εδώ και θα είναι για όσο υπάρχει ο άνθρωπος ως τον γνωρίσαμε και τον γνωρίζουμε ακόμα και μέσα απο όλη αυτή την τεχνολογική υπερανάπτυξη, ακόμη και αν εγώ που συντάσσω το παρόν δεν το συντάσσω επί χάρτου, αλλά ηλεκτρονικώς ώστε να το αποστείλω σε κάποιο e-mail προς δημοσίευση.
Η αξία λοιπόν ενός οιουδήποτε έργου λογοτεχνικού, μιάς αποτύπωσης συναισθηματικής ανθρώπων που πέρασαν εδώ και πολύ καιρό στον κόσμο τον αόρατων σκιών, δεν θα πρέπει να έγκειται τόσο στην μορφολογική τους διάσταση, αλλά το περισσότερο στην νοηματική τους δύναμη, που είναι αυτή ακριβώς η οποία τους χαρίζει και την αιωνιότητα διαμέσου της διαχρονικότητος.
Αυτό είναι και το βασικότερο νόημα του συγκεκριμένου κειμένου του οποίου αφορμή και μόνον ήτο ο Σπυρίδων Βασιλειάδης, ένας νέος της εποχής του ο οποίος στην λιγόχρονη ζωή του κατόρθωσε σε περίπου μια δεκαετία ή και λιγότερο, να αποτυπώσει με τον δικό του εύστοχο τρόπο, προβληματισμούς και συναισθήματα πανανθρώπινα και διαχρονικά καθώς και διατοπικά. Αυτό κατά την κρίση του υποφαινόμενου οφείλει να είναι και το βασικό κριτήριο μάς άξιας λόγου λογοτεχνίας ή μη.
Ο Σπυρίδων Βασιλειάδης, διαμέσου των έργων του, ένας άνθρωπος ο οποίος υπήρξε αναμεταξύ άλλων και ιδρυτικόν μέλος του αρχαιότερου πνευματικού ιδρύματος της χώρας του Φιλολογικού Συλλόγου ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ, παρά το νεαρόν της ηλικίας του το οποίον προσπαθεί ανεπιτυχώς να αποκρύψει η επιμελημένη γενειάδα του ως συνήθεια της εποχής του, υπήρξε επιστήμων της νομικής μάχιμος και επιτυχημένος, λογοτέχνης ουσίας μα και άνθρωπος ο οποίος συνέδραμε παντοιοτρόπως τις κοινωνικές ανάγκες του καιρού του, μιάς και εκείνος εισηγήθηκε και προετοίμασε την λειτουργία εκ του ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ, των σχολών απόρων παίδων όπου τόσα προσέφεραν στην Ελληνική κοινωνία.
Υπήρξε το λοιπόν ένας λογοτέχνης οχι μόνον των θερμαινόμενων γραφείων, αλλά και ένας λογοτέχνης μαχόμενος για την πραγματική άνοδο του λαού του. Άνοδο υλική, μορφωτική, πολιτισμική. Άνοδο ουσιαστική τηνοποίαν αυτή του ουσιαστική προσφορά διέκοψε προώρως και μάλλον αδοκήτως, ο μόνος σίγουρος όλων, επισκέπτης Θάνατος.
Κι αν ακόμη δεν είχε συγγράψει την “Γαλάτειαν” η οτιδήποτε άλλο εκ των όσων πολλών σε όγκο συνέταξε και πάντοτε σε αναλογίαν με το μικρό επίγειο του πέρασμα, αξίζει να μνημονεύεται τόσο εις τους κύκλους των λογοτεχνών, όσο και προς την μεγάλη νεοελληνική, την σε τεράστια έλλειψη ουσιαστικών προτύπων και “ηρωών” κοινωνία.
RES NON VERBA
In Memoriam Σπυρίδωνος Βασιλειάδου
1845 – 1874