Κορίνθιος ποιητής και δημοσιογράφος, με τραγικό τέλος. Εντάσσεται στον κύκλο των νεορρομαντικών ποιητών του Μεσοπολέμου.
Ο γνωστός κυρίως ως ποιητής και δημοσιογράφος Ρώμος Φιλύρας (φιλολογικό ψευδώνυμο του Ιωάννη Οικονομόπουλου) γεννήθηκε το 1888 στο Κιάτο Κορινθίας και το 1902 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στον Πειραιά, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Η 1η εμφάνισή του στο λογοτεχνικό χώρο πραγματοποιήθηκε με πεζό που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό της Μυτιλήνης, Χαραυγή. Μαθητής Γυμνασίου ακόμη, άρχισε να συνεργάζεται με περιοδικά κι εφημερίδες της εποχής (Νουμάς, Διάπλαση των Παίδων, Ακρόπολις, Πρόοδος, Νέα Ελλάς, Πατρίς, Ελεύθερον Βήμα, Καθημερινή, Ηγησώ, Εστία, Νέα Εστία, Κύκλος, Ξεκίνημα κ.ά.), όπου δημοσίευσε ποιήματα, χρονογραφήματα και παρουσιάσεις βιβλίων. Οι δημοσιεύσεις ποιημάτων και πεζών στη Διάπλαση Των Παίδων, ήτανε πάντα με το πραγματικό του όνομα. Από το 1903 υιοθέτησε το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Ρώμος Φιλύρας για τα ποιήματα που δημοσίευε στο λογοτεχνικό περιοδικό Νουμάς. Το 1911 εξέδωσε τη 1η του ποιητική συλλογή με τίτλο «Ρόδα Στον Αφρό».
Το 1916 διορίστηκε αρχικά αρχειοφύλακας και στη συνέχεια γραφέας στο Δικαστικό Σώμα Στρατού. Την ίδια χρονιά εξέδωσε το πεζό «Ο Θεατρίνος Της Ζωής» (1916). Έφτασε ως το βαθμό του υπολοχαγού και κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων πολέμησε στη Μακεδονία και την Ήπειρο, που έπαθε κρυοπαγήματα. Κείνη τη περίοδο εξέδωσε άλλες 5 ποιητικές συλλογές: «Γυρισμοί» 1912-1918 (1919), «Οι Ερχόμενες» (1920), «Κλεψύδρα» (1921), «Πιερρότος» (1922), «Θυσία» (1923).
Ο Ρώμος Φιλύρας ανδρώθηκε μες στο κλίμα των αλλεπάλληλων πολέμων που συγκλόνισαν την ελληνική κοινωνία κι ολόκληρο το κόσμο στις 2 1ες 10ετίες του 20ού αιώνα. Έφηβος στρατιώτης στους βαλκανικούς πολέμους, ανθυπολοχαγός τη περίοδο του Α’ Παγκ. Πολ., ζει εκ των έσω την οδύνη του πολέμου και μ’ ευαισθησία κι οξυδέρκεια διαισθάνεται και διαβλέπει την αστάθεια και τ’ αδιέξοδα των μελλούμενων καιρών.
Το 1924 αποτάχθηκε από το στρατό λόγω ανίατης αφροδίσιας πάθησης (σύφιλης). Το 1927 κλείστηκε εθελοντικά στο Δρομοκαΐτειο με προχωρημένη σύφιλη, ενώ έπασχε από την ασθένεια ήδη 8 χρόνια προτού εισαχθεί στο ίδρυμα. Τα 1α χρόνια στο Δρομοκαΐτειο ο νους του δεν είχε διαταραχθεί, σιγά-σιγά όμως άρχισε να βυθίζεται στη παράνοια. 23 χρόνια έζησε με τη σύφιλη. Πέθανε στο Δρομοκαΐτειο, μεσούσης της γερμανικής κατοχής, στις 9 Σεπτέμβρη 1942.
Την εποχή που ο Φιλύρας εισάγεται στο Δρομοκαΐτειο, χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης στη φιλολογική Αθήνα της εποχής. Ο Βάρναλης χαρακτήριζε τον Φιλύρα, Ρεμπώ της Ελλάδος, κάτι που θα επισημάνει κι ο Μαλακάσης, συσχετίζοντας την ποίησή του με το «Μεθυσμένο Καράβι» του Ρεμπώ και τα «Ασματα του Μαλντορόρ» του Λωτρεαμόν. Τοποθετείται στον κύκλο των λεγόμενων νεορομαντικών Ελλήνων ποιητών του Μεσοπολέμου, ανάμεσα στους Λαπαθιώτη, Ουράνη, Καρυωτάκη, Άγρα, Κλέωνα Παράσχο, ενώ επιρροές δέχτηκε από τους παλιότερους Μαλακάση, Δροσίνη, Γρυπάρη, Πορφύρα και άλλους.
Είναι ένας από τους λογοτέχνες της εποχής που νοσηλεύτηκαν κατά καιρούς στο Δρομοκαΐτειο (μεταξύ αυτών οι Βιζυηνός, Άριστος Καμπάνης, Μιχαήλ Μητσάκης, Γεράσιμος Βώκος, Χαλεπάς) μερικά από τα έργα των οποίων δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού τους, σε περιόδους πνευματικής διαύγειας. Η κριτικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας Λ. Τσιριμώκου μνημονεύει τη μακρόχρονη αντοχή των περισσοτέρων στα Ελληνικά Γράμματα, παρά τη ψυχική τους νόσο και σχολιάζει πως επιπόλαιοι συσχετισμοί βίου κι έργου περιθωριοποίησαν επί μακρόν τον Μητσάκη στη περιοχή της «συμπαθούς γραφικότητας» ή της «ιδιάζουσας περίπτωσης», περιοχή στην οποία καθηλώθηκε επίσης επί μακρόν ο Βιζυηνός κι από την οποία επείγει να εξέλθει κι ο Φιλύρας.
Ο Καρυωτάκης έγραψε για το Φιλύρα το ποίημα με τον τίτλο «Υποθήκαι». Ο σκηνοθέτης Γιάννης Αναστασάκης, που δραματοποιήσε το 2009 τον βίο του ποιητή στο ιστορικό ίδρυμα στη παράσταση «Να Μου Στείλετε Μια Ρεπούμπλικα!», σχολιάζει: «Ο Καρυωτάκης τον επισκέφθηκε στο Δρομοκαΐτειο και μετά έγραψε το ποίημα. Λέγεται ότι κι ο Καρυωτάκης έπασχε από σύφιλη και δεν ήθελε να έχει την ίδια κατάληξη με τον Φιλύρα, πιθανώς αυτός να ήταν κι ο βασικός λόγος της αυτοκτονίας του». Το 1927 εισήχθη ο Φιλύρας στο Δρομοκαΐτειο, το 1928 αυτοκτόνησεν ο Καρυωτάκης.
Πολύ περισσότερα, 350 και πλέον, είναι τα ποιήματα που έγραψε μετά τον εγκλεισμό του στο Δρομοκαΐτειο. Οσοι τον επισκέπτονταν έφευγαν με χειρόγραφά του, λυρικά και παραληρηματικά ποιήματα σκαλισμένα σε σημειωματάρια, σε κουρελόχαρτα, σε κουτιά τσιγάρων. Με τον ίδιο τρόπο δραπέτευσε το ημερολόγιό του, το οποίο δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στη Καθημερινή το 1929 με τον τίτλο «Η Ζωή Μου Στο Δρομοκαΐτειον».
Με πρωτοβουλία του Αιμίλιου Χουρμούζιου, που είχε επισκεφθεί τον ποιητή στο ψυχιατρείο, η Καθημερινή δημοσίευσε το αυτοβιογραφικό αυτό κείμενο από τις 23 έως τις 29 Ιουνίου του 1929, συνοδεύοντας τις 1ες 2 δημοσιεύσεις με φωτογραφίες του ποιητή μέσα από το Δρομοκαΐτειο.
Ο σκηνοθέτης Γ. Αναστασάκης σημειώνει ότι ο Φιλύρας ναι μεν είναι κλεισμένος σε ψυχιατρείο ανάμεσα σε ψυχασθενείς, η αγωνία του όμως είναι ότι «δεν είναι τόσο τρελός όσο θα ‘πρεπε, επειδή διαθέτει μνήμη. Οι άλλοι εκεί μέσα δε θυμούνται την έξω ζωή. Αυτός δεν ταυτίστηκε με τους άλλους, ήταν μια περιπλανώμενη σκιά ποιητή ανάμεσα σε ανθρώπους που έχουν χαθεί στο δικό τους κόσμο. Δεν ανήκει λοιπόν ούτε στους έξω ούτε στους μέσα. Πολλές φορές πέφτει σε αντιφάσεις, αν θέλει να ζήσει έξω με τους γνωστικούς, τους λογικούς ή να μείνει εκεί μέσα. Του αρέσει να λέει ότι ήταν επιλογή του το Δρομοκαΐτειο. Ενας αυτεγκλεισμός. Ισως, τελικά, έχουμε μια κλασική περίπτωση ιδρυματοποίησης».
«Οταν συνήλθα -με μάζεψαν κάτι περαστικοί- τρικλίζοντας, τράβηξα για το ξενοδοχείον μου. Από τότε κατάλαβα ότι είχα παραισθήσεις. Κι ήλθα εδώ στο Δρομοκαΐτειον με όλη τη θέλησίν μου για να γίνω καλά».
«Πουθενά αλλού το αίσθημα της ερημιάς, της απομονώσεως, δεν είνε τόσο οδυνηρά καταθλιπτικόν όσο εις το άσυλο των παραφρόνων. Ό,τι χαρακτηρίζει την τρέλλαν είνε ένας απόλυτος κι αθώος εγωισμός που αιχμαλωτίζει αδιέξοδα την ψυχήν μέσα εις τον ίλιγγον των υποκειμενικών παραισθήσεών της. Καμμιά επικοινωνία με την πραγματικότητα, καμμιά επαφή με τους “άλλους”, κανένας τρόπος συνεννοήσεως μεταξύ του ενός και του άλλου τρελλού».
«Πάντως, πριν καν μπει μέσα», επισημαίνει ο Γ. Αναστασάκης, «έκανε πράγματα που έδειχναν ότι δεν πάει καλά. Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων υπηρέτησε στη 1η γραμμή ως έφεδρος ανθυπολοχαγός, έχασε και 2 δάχτυλα. Οταν τραυματίστηκε, απέστειλε ο ίδιος τηλεγράφημα στην Αθήνα ότι πέθανε. Μόλις που πρόλαβε τη δημοσίευση νεκρολογιών, δικαιολογούμενος ότι… αστειευόταν».
[…]Αύριο οι εφημερίδες θα είχαν τη νεκρολογία του. Και ω του θαύματος! Την άλλη μέρα οι εφημερίδες αφιέρωναν στήλες ολόκληρες στην Τραγικήν αυτοκτονίαν. Οι συγγενείς κι οι φίλοι του Γαλαζή πλημμύριζαν το σπίτι του σε ομάδες. Πάει ο Γαλάζής! Δάκρυα, λύγμοί, λιποθυμίες εμπροστά στη θύρα.
Επάνω στο πάτωμα του αντρέ ο αθεόφοβος Γαλαζής είχε χαράξει από καιρό την Πεντάλφα της Αρλούμπας, που τώρα τη διασκέλιζαν χωρίς υποψία τόσοι άνθρωποι, τη στιγμή που αυτός στο νοσοκομείο γελούσε -στο χάδι των αγαθών γονιών, το πλατύ γέλιο του Χαχαμίου.
(από το πεζό αυτοβιογραφικού χαρακτήρα, «Ο Θεατρίνος Της Ζωής» 1916).
Τα άπαντά του επιχείρησε να συγκεντρώσει και κυκλοφόρησε το 1939 ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, που είχε απευθύνει έκκληση σε όσους είχαν χειρόγραφα του ποιητή να του τα αποστείλουν. Μεσολάβησε όμως ο πόλεμος κι η προσπάθεια έμεινε ημιτελής. Το 1974 ο ποιητής Τάσος Κόρφης εξέδωσε 70 από τα ποιήματα που είχε γράψει ο Φιλύρας κατά τη διάρκεια του 15άχρονου εγκλεισμού του στο Δρομοκαίτειο (Ρώμος Φιλύρας: Συμβολή στη ζωή και το έργο του). Ανέκδοτα ποιήματά του εξέδωσε πολύ αργότερα ο Ναπολέων Παπαγεωργίου (Πορτραίτα & Κειμήλια, 1981).
Το 2007 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη το βιβλίο «Η Ζωή Μου Εις Το Δρομοκαΐτειον» κι άλλα αυτοβιογραφικά που περιλαμβάνει 3 αφηγηματικά κείμενα. «O Θεατρίνος Της Ζωής», που κυκλοφόρησε αυτοτελώς το 1916. «Η Παράδοξη Αυτοβιογραφία Του Ποιητού Ρώμου Φιλύρα», που δημοσιεύτηκε 1η φορά στην εβδομαδιαία εφημερίδα Οικογένεια, το 1927. Και το «Η Ζωή Μου Εις Το Δρομοκαΐτειον», που δημοσιεύθηκε 1η φορά σε συνέχειες στη Καθημερινή το 1929, 2 χρόνια μετά την εισαγωγή του ποιητή στο ίδρυμα.
Το 2013, με αφορμή τα 70 χρόνια από τον θάνατό του το 2012, κυκλοφόρησαν σε 2τομη συγκεντρωτική έκδοση, με την επιμέλεια του Χ. Λ. Καράογλου και της Αμαλίας Ξυνογαλά, τα ποιήματα των 6 εκδομένων ποιητικών συλλογών του κι όλα τα ποιήματα τα εγκατεσπαρμένα σε περιοδικά κι εφημερίδες της εποχής του. Η έκδοση ολοκληρώνεται με ευρετήρια τίτλων και 1ων στίχων, σημειώσεις και γλωσσάρι. Ο βιβλιογραφικός μόχθος των επιμελητών είναι τιτάνιος, δεδομένων των δυσκολιών ανεύρεσης πολλών αυτογράφων του Φιλύρα. Δεν κατάφεραν να τα εντοπίσουν όλα και το ομολογούν. Τα ευρεθέντα που δημοσιεύουν όμως υλοποιούν το αρχικό σχέδιο του Χουρμούζιου και αρκούν για την επανεκτίμηση μιας πολύ ενδιαφέρουσας αλλά ξεχασμένης λυρικής φωνής.
Ο Ρώμος Φιλύρας τοποθετείται στον κύκλο των λεγόμενων νεορομαντικών Ελλήνων ποιητών του Μεσοπολέμου, ανάμεσα στους Λαπαθιώτη, Ουράνη, Καρυωτάκη, Άγρα, Κλέωνα Παράσχο, ενώ επιρροές δέχτηκε από τους παλιότερους Μαλακάση, Δροσίνη, Γρυπάρη, Πορφύρα κι άλλους. Επηρεάστηκε, επίσης, έντονα από το ρεύμα του συμβολισμού κι υπέταξε τη τεχνική της γραφής του και τη γλωσσική του έκφραση στην ανάγκη να μεταδώσει τα συναισθήματά του με άμεσα αντιληπτό τρόπο. Στο έργο του υμνεί την ομορφιά της φύσης και της γυναίκας και προσπάθησε να συλλάβει και να μεταδώσει μια ιδανική εικόνα τους, που να υπερβαίνει τα συμβατικά πλαίσια.
Το 1939, ο ποιητής Ρώμος Φιλύρας (κατά κόσμον Ιωάννης Οικονομόπουλος) είναι 50 ετών και βρίσκεται ήδη, λόγω σύφιλης, 12 χρόνια στο Δρομοκαΐτειο (την εμπειρία του την έχει ο ίδιος αφηγηθεί και το κείμενο το έχει εκδώσει μαζί με κάποια άλλα ο Γιάννης Παπακώστας: Η ζωή μου εις το Δρομοκαΐτειον κι άλλα αυτοβιογραφικά, Καστανιώτης, 2007). Σε 3 χρόνια, μεσούσης της Κατοχής, θα πεθάνει. Το 1939, ωστόσο, προλαβαίνει να δει δημοσιευμένο τον Α’ τόμο των ποιημάτων και των πεζών του, αυτών που είχε δημοσιεύσει πριν από το φρενοκομείο, σε επιμέλεια και με εισαγωγή του φίλου του Αιμίλιου Χουρμούζιου, στις εκδόσεις Γκοβόστη. Στόχος του Χουρμούζιου είναι να δημοσιεύσει τα Άπαντα του Φιλύρα, αλλά τον προλαβαίνει ο πόλεμος. Το σχέδιό του έρχεται ωστόσο σε αντίθεση με εκείνο του Μαλακάση, επίσης φίλου του Φιλύρα, που θεωρεί ότι πρέπει να γίνει επιλογή κι ανθολόγηση του έργου του, ισχυριζόμενος μάλιστα ότι αυτή ήταν κι η εκπεφρασμένη βούληση του ίδιου του ποιητή. Όπως και να έχει, ως πριν από λίγους μήνες, οπότε και κυκλοφόρησε η δίτομη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Φιλύρα από τους Χ. Καράογλου και Α. Ξυνογαλά, με τη διευκρίνιση ότι πρόκειται πάντα για τα ευρεθέντα ως τη στιγμή που μπήκε μια τελεία στο έργο τους, κανένα ολοκληρωμένο σχέδιο έκδοσης του έργου του Φιλύρα δεν είχε ευοδωθεί. Τις πρώιμες προσπάθειες, τις καλές προθέσεις αλλά και τις εκδόσεις που προηγήθηκαν της συγκεντρωτικής αυτής έκδοσης τις καταγράφουν οι επιμελητές στην εισαγωγή τους: το ενδιαφέρον του Γ. Σαββίδη, τις εκδόσεις των Τ. Κόρφη, Ν. Παπαγεωργίου και Σ. Κόλλια, τις συνεισφορές αρχείων κι ιδιωτών στη δική τους έκδοση -ο Χουρμούζιος είχε επίσης κάνει έκκληση προς όλους όσους είχανε στα χέρια τους ποιήματα του Φιλύρα, ο οποίος στο Δρομοκαΐτειο τα δώριζε, γραμμένα σε κάθε είδους χαρτιά και χαρτάκια, στους επισκέπτες του.
Οι επιμελητές μόχθησαν πραγματικά για να συγκεντρώσουν από ποικίλα έντυπα και πηγές τα ποιήματα του, της Β’ περιόδου ειδικά, πολλά από τα οποία είναι ή παραδίδονται αποσπασματικά. Επιλέγουν να παρουσιάσουν το σύνολο των ευρεθέντων ποιημάτων, συμφωνώντας με τον Χουρμούζιο εντέλει κι όχι με τον Μαλακάση, αλλά και με τον Συκουτρή, όπως σημειώνουν, που θεωρεί ότι η έκδοση του έργου ενός συγγραφέα πρέπει να περιλαμβάνει το σύνολο των κειμένων του, ακόμη κι αυτών που τον εκθέτουν. Η εκδοτική τους δουλειά παρουσιάζεται αναλυτικά, οι παρεμβάσεις τους και, κυρίως, οι μη παρεμβάσεις τους, στη στίξη λόγου χάρη, που γίνεται πολύ ιδιαίτερη προϊόντος του χρόνου με τα πολλά κόμματα. Υποστηρίζοντας τον αναγνώστη με ευρετήρια και σημειώσεις, αλλά και γλωσσάρι στο τέλος, ανοίγουν με την έκδοσή τους τον δρόμο για μελλοντικές δουλειές πάνω στο Φιλύρα αλλά και στον παραγνωρισμένο μεσοπόλεμο.
Με τον Φιλύρα, μορφή εκκεντρική που προκαλούσε συχνά τον χλευασμό των συγχρόνων του, ασχολήθηκαν πολλοί κριτικοί και πολύ νωρίς, ο Τέλλος Άγρας, ο Κλέωνας Παράσχος. Τονε κράτησαν, όπως και τόσους άλλους, στη συζήτηση περί τον μεσοπολεμικό λυρισμό, οι ανθολογίες: η Χαμηλή Φωνή του Μανόλη Αναγνωστάκη, Οι ποιητές του μεσοπολέμου κι οι Κυριακές μες στο χειμώνα του Σωτήρη Τριβιζά, η παρουσίασή του από τον Γιάννη Δάλλα στη σειρά «Εκ νέου» των εκδόσεων Γαβριηλίδη. Σήμερα έχουμε την ευκαιρία να προσεγγίσουμε ολοκληρωμένο το έργο του και να σχηματίσουμε ο καθένας τη δική του εικόνα για τον ποιητή -που ο Κ.Θ. Δημαράς θεωρούσε ρηχό κι έξω από τον καιρό του, ο Λίνος Πολίτης επεσήμαινε την ειρωνεία και τον σαρκασμό του ως στοιχεία νεωτερικά κι ο Κώστας Στεργιόπουλος τον ενέταξε στην ανανεωμένη παράδοση του νεορομαντισμού και του νεοσυμβολισμού-μετασυμβολισμού.
Ο Μιλτιάδης Μαλακάσης κι ο Κώστας Βάρναλης τον έλεγαν «Ρεμπώ» της Ελλάδας και Ρεμπώ σίγουρα ο Φιλύρας δεν είναι, σε κανένα επίπεδο, ενόρασης και ποιητικής. Μάλλον πλησιάζει τους φανταιζίστες των αρχών του αιώνα, με το αίτημά τους για την απελευθέρωση του νου και της καρδιάς που μπορεί να προσδώσει νέες όψεις στον κόσμο -τους γνώριζε δε από νωρίς, το μαρτυρά η μετάφραση του Βερερέν που συγκαταλέγει ήδη στα «Ρόδα Στον Αφρό» του 1911. Ο Βάρναλης πάλι τον συγκρίνει με τον Καρυωτάκη -κάνοντας μια πολύ ωραία επισήμανση: «Η ποίησή του κινιέται κατακόρυφα προς τα ύψη, και του Καρυωτάκη κάθετα προς τον τάφο». Δε γνωρίζουμε αν ισχύει η αρχική παρατήρηση του Βάρναλη: ότι ο Καρυωτάκης μισούσε τη ζωή και ο Φιλύρας πράγματι πολύ την αγαπούσε. Μπορεί και το αντίθετο, με δεδομένο το ρομαντικό αίτημα του απόλυτου στον Καρυωτάκη και τη «γεύση πίκρας κι απογοήτευσης, μια θλίψη για τα χαμένα ιδανικά», που επισημαίνει ο Λίνος Πολίτης στον Φιλύρα, γνωρίσματα που συνάδουν προς την εικόνα του ως φασουλή, πιερότου αλλά και Μώμου -στον οποίο συναντά φυσικά τον Βάρναλη. Όπως και να ‘χει, ο Φιλύρας γράφει μια ποίηση των σαλονιών, στα οποία άλλωστε σύχναζε και μια ποίηση του ανοιχτού χώρου που είναι τόσο πιο αυθεντική όσο καταγράφει βιωμένες αστικές εικόνες, μια ποίηση ερωτική και φαντασιωτική και μια άλλη έντονα αυτοαναφορική, που ο ίδιος αυτοπροσδιορίζεται συχνά ως τρελός και μάλιστα πολύ πριν κλειστεί στο άσυλο, αλλά κι ως παλιάτσος -δηλώνοντας έτσι με τρόπο απόλυτα νεωτερικό και τη περιθωριοποίησή του αλλά και την αναίρεση της τέχνης καθαυτής σε επίπεδο αισθητικό, όπως λέει ο Σταρομπίνσκι στο εμβληματικό βιβλίο του «Το Πορτραίτο Του Καλλιτέχνη Ως Σαλτιμπάγκου».
Με φόρμες και ρυθμούς ποικίλους, με στίχους που κουτσαίνουν επίτηδες ή από αδυναμία αλλά και συχνά φέρνουνε στο τραγούδι, δημοτικιστής και γλωσσοπλάστης, ο Φιλύρας δε φοβάται να παίξει με τις μορφές όσο και να αναμείξει τα γλωσσικά επίπεδα -να γράψει στη καθαρεύουσα ή να σωρεύσει δάνειες λέξεις, που μαρτυρούν, μαζί και με τις μεταφράσεις του, τη γνώση του κυρίως της γαλλικής (βλ. π.χ. το ενδιαφέρον ποίημα «Οι μ’ εν’ όνομα, αστέρες» αλλά και το «κι η Βρισηίδα, Ουγγαρέζα, Πρώσα», με την επιφύλαξη πάντα ότι ορισμένες επιλογές δεν προκύπτουν απλώς από την ασθένειά του).
Προσκολλάται επίσης σε σημαντικές για τη κοσμοαντίληψή του λεξιλογικές επιλογές, διαχρονικά ή εποχιακά: στο επίθετο «μάγος» και όχι μαγικός, που το κλίνει και στο θηλυκό και στο ουδέτερο σε όλο το έργο του, στο επίθετο «ολάπαλος» τη περίοδο πριν το φρενοκομείο, που σηματοδοτεί τη πολυσημία της απαλότητας στην αντίληψή του για το ωραίο στη συγκεκριμένη περίοδο (βλ. και το ποίημα «Στην απαλοσύνη σου»). Αν το επίθετο μάγος δηλώνει την υπερβατικότητα στην οποία τείνει η ποίησή του, ως πρόθεση ενίοτε, μια άλλη λέξη μοιάζει να βρίσκεται στο κέντρο της ποιητικής του αντίληψης, άμεσα συνδεόμενη με τα ύψη που επισημαίνει ο Βάρναλης: είναι η λέξη «αιθέρας» και δηλώνει από άλλη σκοπιά την υπέρβαση, την αναζήτηση του ύψους και της ανάτασης που χαρακτηρίζει τη ποίησή του, από τη 1η αρχή της, μαζί με κείνη του φωτός και του ρυθμού (βλ. τα ποιήματα «Φωτολάτρης» και «Ρυθμός» στα Ρόδα στον αφρό, αλλά και πολλά άλλα στη β΄ περίοδο, όπως το ποίημα «Στα ύψη»). Στους Γυρισμούς, πάντως, η ανάγκη αυτή για ουρανό, όπως θα την ονομάσει μετέπειτα ο Σαχτούρης, δίνει ένα σονέττο-αυτοπροσωπογραφία, το «Υπεράνω», που «επάνω απ’ της Αβύσσου τ’ άγρια σκότη / και πέρα από του πλήθους τη βοή» (αυτό το τρομερό πλήθος που τον στοιχειώνει αλλά και συστηματικά το προκαλεί) καταλήγει:
Κι αν η πίστη στη χίμαιρα άλλης πλάσης,
δε γλυκάνει την πίκρα στη ψυχή,
Ανυπαρξία, κι αν δεν μας ξεγελάσεις
οι κοσμικοί κι οι απόκοσμοι μαζί
να πούμε πως εζήσαμε σε αμάχη,
μέσα, μα και σαν έξω απ’ τη Ζωή!
Αν ο Φιλύρας ήτανε ζωγράφος, πολύς λόγος θα γινότανε σε κάθε περίπτωση για τις προσωπογραφίες και τις αυτοπροσωπογραφίες του.
Προσωπογραφίες γυναικών πολύ υπαρκτών κι άλλων φανταστικών, με όρους που παρά τις βουκολικές, ενίοτε και πετραρχικές -και όχι μόνο λόγω σονέτου- αντηχήσεις τους, παραπέμπουν με τον ιδανισμό τους στη ποίηση των τροβαδούρων. Προσωπογραφίες φίλων κι αγαπημένων προσώπων, ελάχιστων ιστορικών μορφών, όπως ο Κεμάλ ή ο Στάλιν, ομοτέχνων, αγαπημένων ποιητών και δικές του φυσικά, του «Γόη» στο ομώνυμο ποίημα στα Ρόδα στον αφρό του 1911, του Πιερότου του 1922 κι όλων όσων ακολουθούν σε ποιήματα της Αποκριάς {όπως το «Αποκριάτικο» (1927), που κλείνει με τον στίχο: «Άνθρωπε, χάσκε ωσπού ν’ ανέβεις στον αιθέρα»} ή μόνοι τους, μαζί με φασουλήδες και τον Μώμο. Αυτή ακριβώς η διάσταση ανάμεσα στα πρόσωπα παρουσιάζει ενδιαφέρον κι αξίζει να εξεταστεί σε σχέση με τη κάθετη διάσταση που ενώνει τα ποθητά ύψη και τον αιθέρα με το βάθος των ωκεανών αλλά και της γης: αναδεικνύει τη περιθωριακή θέση του καλλιτέχνη, τον διχασμό του που έχει επισημάνει και σχολιάσει ο Γιάννης Δάλλας και την απελπισία του μπρος όχι μόνο στη κοινωνία αλλά και στον ίδιο το λόγο. Αυτή την απελπισία εκφράζει ωραία το πικρό ποίημα «Δεν έφτασα ψηλά» (1940):
Με τα λειψά μου τα φτερά, αχ δεν ανέβηκα ψηλά
δεν έζησα πλατιά, γοερά, δεν έκραξα στ’ αστέρια,
δεν πέταξα σ’ άλληνε γη, δεν άκουσα να μου μιλά
κάποιο πουλί που φώναζε σ’ ουρανικά λημέρια.
Δεν έκρουσα την άρπα μου σ’ ουράνιους σκοπούς,
δε ρύθμισα το στίχο μου σε νότα μαγεμένη
και δεν απόσταξα χυμούς από καρπούς κι οπούς
που σύνθεση πρωτόφαντη να φτιάξω ονειρεμένη.
Η φωνή του Φιλύρα είναι μια γνήσια ποιητική φωνή που χαρακτηρίζεται από πηγαίο λυρισμό. Θεωρείται ότι ανήκει στον κύκλο των λεγόμενων νεορομαντικών και νεοσυμβολιστών Ελλήνων ποιητών του Μεσοπολέμου και συγκαταλέγεται ανάμεσα στους Λαπαθιώτη, Ουράνη, Καρυωτάκη, Άγρα, Κλέωνα Παράσχο ενώ επιρροές δέχτηκε από τους παλιότερους Μαλακάση, Δροσίνη, Γρυπάρη, Πορφύρα και άλλους. Η ποίησή του κινείται στην ατμόσφαιρα του ρεύματος του συμβολισμού, αν και πολύ συχνά δεν υπαινίσσεται τα αισθήματά του μέσω συμβόλων από τη φύση, αλλά μιλάει ξεκάθαρα για αυτά.
Διάχυτη θλίψη και μελαγχολία, ονειρική ατμόσφαιρα, καταφυγή στην ομορφιά και την αγνότητα της φύσης, εξιδανίκευση του έρωτα και της γυναίκας, μουσικότητα και μελωδικότητα στο στίχο, χρήση δικού του λεξιλογίου και κατασκευή λέξεων, εξομολογητικός, χαμηλόφωνος τόνος του ποιητικού υποκειμένου που ως “εγώ” και απευθύνεται στο “εσύ” είναι κάποια από τα χαρακτηριστικά της ποίησής του. Μια ζωή ονείρου κι εφιάλτη, ένας άνισος δημιουργός που όμως έχει πολλά ακόμη να μας πει κι η παρούσα εξαιρετική έκδοση επιτέλους του το επιτρέπει.
Το ιδιαίτερο με τον Φιλύρα είναι πως από τότε που τον έκλεισαν στο Άσυλο, χάριζε ποιήματά του, με τις φούχτες μάτσα τσαλακωμένα χαρτιά, σε όποιον τον επισκεπτόταν. Ποιήματα άλλοτε μεγαλοφυή κι άλλοτε παραληρηματικά συχνά και τα δυο μαζί, άλλα μισοτελειωμένα κι άλλα καθαρογραμμένα. Πολλά απ’ αυτά δημοσιεύτηκαν σ’ έντυπα της εποχής, άλλα λανθάνουν και κανείς δε ξέρει πόσα τέτοια χαρτιά βρίσκονται σε χέρια ιδιωτών και πόσα έχουν χαθεί και πεταχτεί. Οπότε, κανείς δε μπορεί να βεβαιώσει ότι δε θα βρεθούν αύριο κι άλλα.
Ο Βάρναλης θεωρούσε Καρυωτάκη και Φιλύρα, σαν τους δυο σημαντικότερους ποιητές του μεσοπολέμου: Ο ένας [Καρυωτάκης] μισούσε τη ζωή, ο άλλος [Φιλύρας] την αγαπούσε. Αλλ’ όλη του η ζωή ήταν ο εαυτός του. Έξω απ’ τη φύση αγνοούσε τους ανθρώπους. Κι από τους ανθρώπους μονάχα τις γυναίκες αγαπούσε -κι αυτές της φαντασίας του. Ενώ ο Καρυωτάκης δεν έβλεπε πουθενά το ιδανικό. Τουναντίον τα μίκραινε και τα ξεγύμνωνε όλα από κάθε λάμψη -ακόμα και τις γυναίκες. Ο Φιλύρας ήταν ευχαριστημένος με τον εαυτό του. Μεγαλομανής, «γόης» και καταχτητής οραμάτων. Η ποίησή του κινιέται κατακόρυφα προς τα ύψη· και του Καρυωτάκη κάθετα προς τον τάφο.
Έτσι και μες στα στήθια μου σα Γίγαντες παλεύουν
η φλόγα με τη σκέψη μου σε θλιβερό σκοπό
κι ωιμέ δεν ξέρω τι έχουνε, δεν ξέρω τι γυρεύουν.
Να με συντρίψουν θέλουνε, δεν ξέρω και πονώ.
(το έγραψε 15 ετών, το 1903).
Πάρα πολλά ποιήματα ήτανε γραμμένα για γυναίκες, συνήθως ιδανικές και πολλά έχουνε γυναικείο όνομα για τίτλο, όπως:
Μαφάλντα
Στη σκάλα εφάνης του μαρμάρινου μεγάρου
με το χρυσόυφο φόρεμα σαν πριγκηπέσσα
παραμυθιών, με το πουρπούλισμα ενός γλάρου
που στου πελάου την απλωσιά πετάει μέσα.
Σαν πλασμένη από μάρμαρο της Πάρου
φίνα κορμοστασιά, τρέμει η ανέσα
στο κοραλένιο χείλι, του λαβάρου
κύματα η φορεσιά σου -έγια λέσα.
Και στο χορό πετάς το σώμα ως τόπι·
τρεμουλάει το στήθος και σπαράζει
στης ορχήστρας το ρυθμικό μαράζι.
Από τα τζάμια φαίνονται άλλοι τόποι
και ταξιδεύει ο νους εκεί που μόνο
η ρέμβη βαλσαμώνει κάθε πόνο.
Ο Φιλύρας ήταν εύκολος στόχος για την πρόγκα των Αθηναίων της δεκαετίας του 1920. Έλεγε πως είναι απόγονος βυζαντινών αυτοκρατόρων κι αρραβωνιαστικός της πριγκίπισσας Ιολάνδης, είχε ιδρύσει το Φεμινιστικό Κόμμα Ελλάδος κι έστελνε ανακοινώσεις στις εφημερίδες ως Αρχηγός της Έκτης Καταστάσεως. Αν αυτά τα πίστευε όντως ή αν το έκανε μόνο και μόνο για τη πλάκα δε θα το μάθουμε ποτέ, αλλά τα σύνορα της φαντασίας με τη πραγματικότητα δεν ήτανε πολύ καθαρά. Ένα περιστατικό από τη ζωή του μου φαίνεται χαρακτηριστικό. Κάποτε ήταν στο στρατό, ανθυπολοχαγός-αρχειοφύλαξ. Παραπονιόταν ότι το φαγητό στη λέσχη των κατώτερων αξιωματικών δεν ήτανε τόσο καλό όσο στη χωριστή αίθουσα των ανώτερων. Μια και δυο, πάει σ’ ένα στρατιωτικό ραφτάδικο, αγοράζει επωμίδες συνταγματάρχη, ξηλώνει τις δικές του και τις ράβει στη στολή. Οπότε, πηγαίνει στη Λέσχη (στο σημερινό Άττικα) και στρώνεται στη καλή αίθουσα. Για κακή τύχη, σε λίγο ήρθε ένας αληθινός συνταγματάρχης, ο φρούραρχος Αθηνών και του κίνησε τη περιέργεια αυτός ο άγνωστος ομοιόβαθμός του που ούτε καν τον χαιρέτησε. Ο φρούραρχος φώναξε τον φαντάρο της υπηρεσίας να τον ρωτήσει ποιος είναι ο άγνωστος. Κάπου εκεί κατάλαβε ο Φιλύρας ότι κάτι δεν πάει καλά, πλήρωσε βιαστικά και σηκώθηκε να φύγει, αλλά ο φρούραρχος άφησε το φαΐ του στη μέση και τον ακολούθησε. Κατεβαίνοντας στο δρόμο, ο Φιλύρας το έβαλε στα πόδια -στο κατόπι ο φρούραρχος κι οι διαβάτες είδαν το σπάνιο θέαμα να κυνηγιούνται ξεσκούφωτοι δυο συνταγματαρχαίοι στην οδόν Πανεπιστημίου!
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, χαμός γινόταν κάθε φορά που εμφανιζόταν ο Φιλύρας στα Δαρδανέλλια, όπως λεγόταν η περιοχή στην αρχή της Πανεπιστημίου (στο ύψος της Βουκουρεστίου και της Κριεζώτου) όπου τα δυο μεγάλα αντικρινά καφενεία, Γιαννάκη και Ντορέ. Ο καθένας, για να κάνει το κομμάτι του στη παρέα του, θεωρούσε απαραίτητο να πειράξει τον Φιλύρα λέγοντάς του κάτι για το Βυζάντιο -και να τον βρίσει αν δεν έπαιρνε απάντηση. Έχω μάλιστα την αίσθηση ότι λίγο-πολύ με τη θέλησή του κλείστηκε στο ίδρυμα, όπου είχε προνομιακό καθεστώς μια και του επέτρεπαν να δημοσιεύει σε περιοδικά κι εφημερίδες τις εντυπώσεις του. Σε ένα μάλιστα τέτοιο άρθρο τοποθετεί την αρχή της τρέλας του σε μια πέτρα που έφαγε κατακούτελα σε ηλικία εφτά χρονών. Θέλω να πω, άλλοι τρόφιμοι διαμαρτύρονται ότι κακώς τους έχουνε κλείσει μέσα, κείνος αντίθετα επέμενε ότι είναι τρελός από πολλά χρόνια -είχε βρει την ησυχία του, τους φίλους του, μακριά από τον μαστροπό λαό. Και για να τελειώσω μ’ ένα αξιοπερίεργο, ο Φιλύρας έχει γράψει και σονέτο αφιερωμένο στον Ιωσήφ Στάλιν, αν και διαφορετικό από τα ποιήματα του είδους αυτού:
Στον Στάλιν
Μαύρη Άρκτος, στο βράχο του Καυκάσου,
στην Οδησσό και στη Νοβοροσίσκη,
άλλον, σήμερα, η ζήτηση, δε βρίσκει
Μέγαν, σ’ έντονη δύναμη, του Άσου,
Διαβαίνει, η Ανθρωπότης κι απεικάσου
ξανά, στα πόδια σου, ο λαμπρός, και μνήσκει,
άναυδη, μπρος, στο θρίαμβο, της χαράς Σου,
Μπόλσεβε, στο τρακάρισμα, και θνήσκει.
Τα Σύμπαντα, οι Αρκτούροι κι οι Στοιβάδες,
οι Αντάρηδες με τις Αμαδρυάδες,
οι Φαύνοι, οι Σεληνοί στα λευκά νέφη
κρούουν, των Πρίμων, το κρουστό το ντέφι
και μαζεύουν, από τα Κυβερνεία,
των περεολουκών, στρατούς, πηνία.
Με τη ποιητική του συλλογή «Ρόδα Στον Αφρό». εγκαινιάζεται κι η παρουσία του μετασυμβολισμού και του νεορομαντισμού στην Ελλάδα. Σύμφωνα με δική του μαρτυρία, ο Φιλύρας, έφαγε την «πετριά» του ποιητή όταν σε ηλικία 7 χρονών έφαγε πραγματικά μια πέτρα στο κεφάλι από κάποιον φίλο του. Κι έτσι ξεκίνησε η ποίηση…
Η εξωτερική του εμφάνιση, τα υπερμεγέθη γυαλιά με τους χοντρούς φακούς, η μπέρτα κι η έξαλλη ματιά τονε καθιστούσανε συχνά αντικείμενο ποιητικών κι όχι μόνο χλευασμών. Ο Φιλύρας όμως θαύμαζε. Θαύμαζε τη ποίηση και τους ποιητές. Θαύμαζε τις γυναίκες και τις ανήγαγε σε μυθικά επίπεδα. Γι’ αυτό στα ποιήματά του συναντάμε τόσες Δουλτσινέες, Μελαχρινές, Ξανθές, Τσιγγάνες, νεραϊδες σε οργασμό. Θαύμαζε τους συναδέλφους του ποιητές και γι’ αυτό δε φειδόταν χαρακτηρισμών, «μ’ ανακήρυξε, θυμάμαι, απερίφραστα, Σέλλεϋ της Ελλάδος!», αναφέρει ο Λαπαθιώτης για τη 1η συνάντησή του με τον Φιλύρα.
Υποχρεώθηκε, μολονότι φριχτά μύωψ, να υπηρετήσει στους Βαλκανικούς και μάλιστα τοποθετήθηκε στη 1η γραμμή και στα χιόνια της Μανωλιάσσας εξαιτίας κρυοπαγημάτων, του έκοψαν δυο δάχτυλα του ποδιού. Τότε αποφάσισε ν’ αυτοκτονήσει τον επινοημένο εαυτό του, τον Ρώμο Φιλύρα, που ήτανε ψευδώνυμο. Ο στρατιώτης λοιπόν Ιωάννης Οικονομόπουλος ανακοίνωσε με τηλεφώνημα στις εφημερίδες ότι ο ποιητής Ρώμος Φιλύρας αυτοκτόνησε. Πανικοβλήθηκαν οι γνωστοί και φίλοι ψάχνοντας τα αγγελτήρια θανάτου. Ο πόλεμος σκοτώνει τους ποιητές!
Στο ζενίθ της σύφιλης και λίγο πριν τονε κλείσουνε στο Δρομοκαΐτειο γράφει τον «Πιερρότο». Δηλώνει το προσωπείο του ποιητή απέναντι στην επαπειλούμενη τρέλα. Αεικίνητος και περιέργος έχει μια αίσθηση του χιούμορ που του προκαλεί προβλήματα στο τότε κοινωνικό περιβάλλον της Αθήνας αφού ενίοτε φτάνουνε στη μεγαλομανία, χαρακτηριστικό σύμπτωμα του εκφυλισμού του νευρικού συστήματος λόγω της σύφιλης. Παρουσιάζεται στη Λέσχη Αξιωματικών με ψεύτικες επωμίδες, τον αντιλαμβάνεται ένας συνταγματάρχης κι αρχίζει να τονε κυνηγά στην οδό Ερμού.
Λίγο αργότερα, το 1922, υποβάλλει υποψηφιότητα για ανεξάρτητος βουλευτής Κορινθίας έπειτα Αθήνας. Νομίζει, όσο τα συμπτώματά του οξύνονται, ότι είναι διάδοχος του θρόνου του Βυζαντίου, ότι διάφορες βασίλισσες και πριγκίπισσες τον ερωτεύονται, στέλνει γράμματα και τηλεγραφήματα στους βυζαντινούς προγόνους του. Γίνεται τρελός. Άλλο ένα προσωπείο.
Η ποιητική του έχει έναν αισθηματικό υποκειμενισμό που εκφράζει το αίσθημα απομόνωσης του ποιητή από το περιβάλλον του. Τόλμησε να διαφοροποιηθεί από τη ποιητική φεουδαρχία του Παλαμά και να μη πολυασχοληθεί με νόμους, κανόνες μετρικής και τεχνικής στίχου. Ωστόσο, η ποίησή του έχει συνέπεια και ρυθμό εσωτερικό. Γράφει σονέτα σε πλήρη αρμονία κι έχει στοιχεία από τον αισθητισμό του Wilde κι από τον λυρισμό των Γάλλων συμβολιστών. Ισορροπεί ποιητικά ανάμεσα στο φαίνεσθαι και στο γίγνεσθαι, των προσωπείων. Πάντα οι ποιητές είχανε προσωπεία.
Στο Φιλύρα όμως υπάρχει παρέλαση. Από τις μορφές τις commedia de l’ arte φτάνει και μέχρι τον αρχαιοελληνικό Μώμο. Κι όμως ο Μώμος του Φιλύρα παραμένει γνωστός μόνο σε μερικούς μανιακούς της μεσοπολεμικής ποίησης ενώ ο Μώμος του Βάρναλη έγινε ποιητικό κατεστημένο. Κι όμως οι μεταγενέστεροι πιερρότοι του Σκαρίμπα έγιναν τραγούδι. Του Φιλύρα;
Το “Σάβανο Γελοίου” θα μπορούσε να ‘ναι γραμμένο στην επιτύμβια στήλη του ποιητή. Θα μπορούσε να απευθύνεται στον εαυτό του. Στο ποιητικό Εγώ του που μοιάζει με ανδρείκελο με δέρμα ξύλινο σα σταρένια ώχρα. Το ποίημα, σονέτο με πλεχτές ημιτελείς ομοιοκαταληξίες δηλώνει το θάνατο της ποιητικής υπόστασης. Ετεροκατευθυνόμενος ο ποιητής σε μιαν εποχή ανακατατάξεων και δύσκολων κοινωνικών διαμορφώσεων μένει με έναν λόγο κατευθυνόμενον ααπ’ άλλους, λόγος λαξευτός με σμίλη. Αυτές οι τεχνητές αρμονίες όμως, τα στεγανά που βάζουνε τους ποιητές, εγκυμονούν την ένταση, τη σφαγή.
Τη σφαγή της ποίησης, που ηττάται μεν αλλά η τελευταία λέξη της, η ανάκρουση η τελευταία, δεν είναι η παράδοση αλλά η αυτοκτονία μες στην απόλυτη αρμονία. Μπορεί να ηττάται ο ποιητής κι η ποίησή του αλλά παίρνει μαζί του τη βασίλισσα λέξη του, τη μετουσία της ποίησης και γι’ αυτό χαρά τρελή μέσα του κλείνει. Άραγε ποιός είναι αρκετά τολμηρός ώστε να ξεθάψει το σάβανο.
Το σάβανο ενός γελοίου;