/Ρόμι Σνάιντερ – Η τελευταία εξομολόγηση μιας δυστυχισμένης Παναγίας

Ρόμι Σνάιντερ – Η τελευταία εξομολόγηση μιας δυστυχισμένης Παναγίας

Μια παραλία στη Βρετάνη, ο ήχος των κυμάτων και των γλάρων, το βίαιο γαλάζιο του ουρανού που σαρώνει ο βόρειος άνεμος, ένα παιδί που πετάει έναν χαρταετό. Όχι πολύ μακριά από εκεί, σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο, η μεγάλη ντίβα του σινεμά της εποχής, παρέα με την παλιά της φίλη Χιλντ Φριτς, αποτραβιέται για λίγο από τη μελαγχολία, από τα οικονομικά προβλήματα επειδή είχε εμπιστευτεί τους λάθος ανθρώπους και από τον πόνο της απώλειας του Νταβίντ, του 14χρονου γιου της που γλίστρησε και καρφώθηκε στα κάγκελα του αρχοντικού των παππούδων του, τον οποίο είχε από το γάμο της με τον ηθοποιό και αυτόχειρα στη συνέχεια Χάρι Μέγιεν.

«Είμαι μια δυστυχισμένη γυναίκα 42 χρονών», είπε η Ρόμι Σνάιντερ στον δημοσιογράφο Μίκαελ Γιεργκς. Πέθανε περίπου δύο χρόνια αργότερα, το 1982. Εκείνος την έπεισε να καταθέσει μια μακρά εξομολόγηση για το γερμανικό περιοδικό Stern. Ήταν μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις της. «Τρεις μέρες στο Κιμπερόν» είναι ο τίτλος της ασπρόμαυρης ταινίας της Εμιλι Ατέφ, μιας από τις πιο αναμενόμενες στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου που βασίζεται σε εκείνη τη συνέντευξη. Την Ρόμι Σνάιντερ, γράφει η Corriere della Sera, υποδύεται η γερμανίδα ηθοποιός Μαρί Μπάουμερ.

Ειπώθηκαν γι’ αυτήν πολλά ψέματα. Μα ποια ήταν; Μια Αυστριακή πολιτογραφημένη Γαλλίδα. Όμορφη σαν την Παναγία, ένας άνθρωπος χωρίς άμυνες που έγινε πριγκίπισσα στην οθόνη. Καταδικάστηκε στη δυστυχία, στην αδυναμία μιας κανονικής ζωής, απέφευγε τους δημοσιογράφους σαν την πανούκλα. Σε αυτό το χωριό της Βρετάνης, ένας ψαράς πλησίασε και την ρώτησε, «είσαι η πριγκίπισσα Σίσσι, έτσι δεν είναι;». Η ηθοποιός, με μάτια σαν σχισμές πάγου, απάντησε: «Όχι, έχω άλλο όνομα».

Τρεις μέρες στη ζωή της Ρόμι Σνάιντερ. Η σκηνοθέτης Εμιλι Ατέφ είπε ότι η ηθοποιός είχε υποσχεθεί στον Γιεργκς «λεπτομερείς απαντήσεις, χωρίς φίλτρα». Ηθελε να αποτινάξει την εικόνα της Σίσσυς. Μίλησε για τον πατριό που σπατάλησε την περιουσία του, για τον γιό της τον Νταβίντ τη φωνή του οποίου άκουγε τις νύχτες ή νόμιζε ότι τον έβλεπε, για τον Αλέν Ντελόν που είχε εξαφανιστεί από τη ζωή της – ήταν ο άνθρωπος με τον οποίο θα ήθελε να ζήσει «ακόμα και σε μια αυλή, δειλός αλλά πολύ όμορφος, αστός που ήθελε να κάνει καριέρα και να έχει ένα σπίτι γεμάτο πίνακες του Ρενουάρ». Μίλησε και για το πόσο αγάπησε τον Λουκίνο Βισκόντι παρότι ήξερε ότι ήταν ομοφυλόφιλος.

Είπε για τις εκατοντάδες της ταινίες και τις υπερβολές της. Για την εφηβεία στην οποία «μου άρεσε να κάθομαι στο δωμάτιο του πατέρα μου, που είχε εγκαταλείψει τη μητέρα μου, αναζητώντας πάντα γυναίκες, δεν ήθελε να έχει παιδιά, περιοριζόταν στο να μου αγοράζει μόνο ένα ζευγάρι παπούτσια». Μίλησε και για το σπίτι της «στην πιο κομψή συνοικία του Παρισιού, τόσο σκηνογραφημένη που δεν μπορώ να την υποφέρω, ψάχνω για κάτι πραγματικό, πιο προσωπικό» και για την ανάγκη της να κάνει ταινίες γιατί «χρειάζομαι χρήματα».

Υπήρχε ευτυχία για μια δυστυχισμένη προσωπικότητα; «Ήμουν πάντα χαρούμενη όταν ήμουν μόνη. Είναι κάπως σχιζοφρενικό αυτό ε;». Εκείνος ο ψαράς αναζητούσε τη Σίσσι. Και βρήκε τη Ρόμι.

protagon