/Προδημοσίευση: Ο τυπογράφος (Τάκης Γεράρδης)

Προδημοσίευση: Ο τυπογράφος (Τάκης Γεράρδης)

Σε λίγες μέρες κυκλοφορεί το νέο μυθιστόρημα του Τάκη Γεράρδη με τίτλο “Ο τυπογράφος” από τις εκδόσεις Γραφή. Έχουμε τη χαρά να προδημοσιεύουμε ένα μικρό απόσπασμα.

μπλουζ στον «μωβ κρίνο»

Η Ντίνα άναψε τσιγάρο. Το Suzuki ρολάριζε ήρεμα ανηφορίζοντας τη φωτισμένη Πέτρου Ράλλη. Ο Αλέκος μουρμούραγε ένα τραγούδι των Πυξ Λαξ που έπαιζε στο αυτοκίνητο.

«Πού τρέχουμε ρε Ντινάκι Παρασκευή βράδυ στα Εξάρχεια; Δεν θα βρίσκω να παρκάρω στα στενά».

«Σταμάτα ρε ξάδερφε τη γκρίνια. Θα σου αρέσει. Παίζουν πολύ ψαγμένη μουσική. Αυτή η μπάντα είναι πολύ μπροστά από την εποχή της. Κι οι φωνές, όπως μου είπαν, είναι πολύ καλές».

Έλεγε ψέματα. Τίποτε δεν είχε ακούσει για το συγκρότημα. Απλά καιγόταν να πάει εκεί. Πριν από μια βδομάδα είχε αφήσει τη Χριστίνα, τη βοηθό της, να ανοίξει το κομμωτήριο στη Δραπετσώνα κι αυτή ανέβηκε πολύ πρωί με τον πατέρα της στην Μεταμόρφωση. Πήγαινε στα Άνω Πατήσια στην έδρα μιας εμπορικής επιχείρησης που έκανε χοντρική σε είδη κομμωτηρίου να ψωνίσει τα υλικά για το μήνα της. Ο συνεργάτης που της έφερνε τις βαφές και τις λοσιόν φούσκωνε υπερβολικά τις τιμές. Είχε συζητήσει με τη Γιώτα, μια συνάδελφό της που είχε το κομμωτήριό της στη Νίκαια, κι αυτή της άνοιξε τα μάτια.

Ο πατέρας της, της είχε πει πως πρώτα θα περάσουν από το τυπογραφείο, να φορτώσει τις παραγγελίες και μετά θα την άφηνε έξω από το κατάστημα. Μόλις τελείωνε, θα περπατούσε λίγο μέχρι το τρένο για να πάει στον Πειραιά. Από εκεί μετά γνώριζε τις συγκοινωνίες για τη Δραπετσώνα.

Στη δουλειά του πατέρα της πρώτη φορά πήγαινε. Χαιρετήθηκε και με τον κύριο Χριστόφορο, το αφεντικό του – από το γάμο της είχε να τον δει – και μέχρι να τελειώσει το φόρτωμα κι η χαρτούρα για το φορτηγό η Ντίνα τριγύριζε στο εργοστάσιο και χάζευε. Έφτασε και στο τμήμα που γινόταν οι συσκευασίες κι εκεί της ήρθε η γη ανάποδα. Ένας συνομήλικός της συσκεύαζε επιδέξια κάποια έντυπα. Είχε αλογοουρά πιασμένη με λάστιχο. Την κοίταξε κι αυτός έντονα και της χαμογέλασε. Και χωρίς πολλά – πολλά γνωρίστηκε με το Τζίμη. Κι αυτός, μόλις του είπε πως είναι κόρη του Νώντα, της είπε:

«Μαζί θα ταξιδέψουμε σήμερα».

«Τι εννοείς; Πού θα πάμε;»

«Στη Νέα Ορλεάνη κοπέλα μου. Να πιάσω το σαξόφωνο να σου παίξω μερικά μπλουζ».

Δεν χρειάστηκαν περισσότερα.

«Κάθε Παρασκευοσαββατοκύριακο» της είπε,

«παίζουμε με την μπάντα μου στον «μωβ κρίνο», στην Καλλιδρομίου. Πέρνα να μας ακούσεις, να σε κεράσω ένα ποτό».

Σε μισή ώρα ο Νώντας ανέβηκε στη θέση του οδηγού κι ο Τζίμης δίπλα του μαζεύτηκε για να της κάνει χώρο να καθίσει. Η μίνι φούστα της Ντίνας τραβήχτηκε και φάνηκαν τα μπούτια της λαχταριστά. Ο Τζίμης γύρισε το κορμί του προς το Νώντα να μην βλέπει.

«Η κόρη μου, ρε. Την πάω σε μια εταιρεία να μην πληρώνει στα ταξιά τα μαλλιοκέφαλά της» έκανε τις συστάσεις ο Νώντας.

Αυτή την Παρασκευή διερευνητικά πήγαινε στον «μωβ κρίνο». Να δει τι είδους μαγαζί ήταν αυτό. Και ν’ ακούσει πώς παίζει το σαξόφωνο ο Τζίμης. Τον ξάδερφό της, τον Αλέκο, τον είχε για κάλυψη. Παντρεμένη ήταν. Ποιος ξέρει αν θα υπήρχε καμιά απρόοπτη συνάντηση. Δεν του είπε για το στόρι που είχε αρχίσει να παίζει με το Τζίμη. Τριαντάρης της φάνηκε. Κι η ίδια κόντευε να τριανταρίσει. Με μουσικό ακόμη δεν έχω πάει, σκέφτηκε. Ο Τζίμης με τα μακριά μαλλιά που τα έδενε με λάστιχο την είχε καθηλώσει όταν τον πρωτοείδε. Από άλλη άποψη η περιζήτητη στα πέριξ της Δραπετσώνας Ντίνα ούτε που θα του έριχνε μια ματιά παραπάνω από διερευνητική. Όμως μαζί του κάτι συνέβη και καθηλώθηκε. Της φάνηκε αλλιώς, με αέρα και στιλ και πανέμορφα μάτια. Την κοιτούσε ερωτικά, αλλά με αυτοπεποίθηση και όχι λαίμαργα. Ήταν κι η παράξενη διέγερση που ένιωσε όταν της είπε για το σαξόφωνο και το συγκρότημα που είχε. Στα μπουζούκια, όποτε είχε πάει, έβλεπε τους καλλιτέχνες από μακριά. Τους έβλεπε και φτιαχνόταν, αλλά από απόσταση.

Έφτασαν στις δέκα και μισή. Το μαγαζί ήταν σχεδόν γεμάτο. Κάθισαν σ’ ένα τραπέζι στην άκρη, παράγγειλαν από μια βότκα πορτοκάλι κι η Ντίνα τον έψαχνε με τα μάτια. Η μουσική στο μπαρ πριν αρχίσει να παίζει το συγκρότημα ήταν σιγανή. Έπαιζαν ορχηστρικά έθνικ. Ο φωτισμός χαμηλωμένος. Οι θαμώνες λες και βγήκαν από ταινία τρόμου. Άλλος με χαίτη, άλλος κοντοκουρεμένος. Οι κοπέλες με πολύχρωμα βαμμένα μαλλιά και κρίκους να κρέμονται από τα αυτιά, ρούχα απλά, σε αντίθεση με τα δικά της τα πανάκριβα που φόρεσε, μιλούσαν και κοιτούσαν σαν μαστουρωμένοι. Η τσιγαρίλα κι η μπόχα που πλανιόνταν στον αέρα εκεί παρέπεμπε.

Στις έντεκα ο Αλέκος είχε αρχίσει να βαριέται, το μαγαζί γέμισε, ανέβηκαν και στα σκαμπό του μπαρ. Οι φωνές έγιναν περισσότερο βουερές κι ο Τζίμης, με το δερμάτινο μπουφάν και τα μακριά μαλλιά πιασμένα με λάστιχο, φάνηκε από μια πόρτα δίπλα από την μπάρα. Σηκώθηκε και του έκανε νόημα. Δεν την είδε. Ο Αλέκος την κοίταξε παραξενεμένος.

«Τον ξέρω, ρε. Παίζει σαξόφωνο απόψε».

Ο ξάδερφός της την ξανακοίταξε με απορία.

«Ρε μαλάκα γι αυτόν ήρθαμε απόψε. Εσύ κάτσε όσο θες κι όταν βαρεθείς γύρνα πίσω. Θα πάρω ταξί μετά εγώ» του είπε ξαναμμένη. Σιγά μην δεν του το έλεγε. Τι να πει ο Αλέκος; Πόσες φορές δεν του κράτησε φανάρι όταν είχε καψουρευτεί μια παντρεμένη πελάτισσά της. Άσε που η Ντίνα μεσολάβησε για να την προετοιμάσει. Στα κομμωτήρια γίνεται χαμός. Οι περισσότερες δείχνουν έτοιμες. Ο μεγάλος καθρέφτης και η ανακαίνιση της κώμης βοηθά τα ερωτικά ταξίδια.

Η Ντίνα είχε δική της, έντονη στάμπα. Δεν ήταν ναζιάρα σαν την Άνοιξη, ούτε και δεδομένη, όπως το Καλοκαίρι. Δεν έμοιαζε στον βαρύ, και σκοτεινό Χειμώνα. Πιο πολύ στο Φθινόπωρο έφερνε, αν και για την ακρίβεια αποτελούσε μείγμα Φθινοπώρου και Άνοιξης. Μετρίου αναστήματος, με λεπτή μέση, μάτια φεγγάρια, χείλη αινιγματικά και πόδια χαοτικά, έφεγγε έναν ερωτισμό σε κάθε της κίνηση. Ερωτισμό ενεργητικό, όχι παθητικό. Ήθελε κι άπλωνε το χέρι. Ήθελε και δεν περίμενε. Ήθελε και δεν σκεφτόταν τις συνέπειες. Το Φθινόπωρο είναι γρήγορο και άμεσο. Βιάζεται να πάρει στην κοιλιά του τους σπόρους και με τη ζέστη του κόλπου του να τους δώσει την πρώτη τους υπόσταση. Το Φθινόπωρο είναι πρόστυχο και σαγηνευτικό, ερωμένη και μάνα, κουβαλά κάτι από μυστικιστική έκσταση.

Τελικά σηκώθηκε και περνώντας με δυσκολία ανάμεσα από τα στριμωγμένα τραπέζια τον πέτυχε στο μπαρ. Την κοίταξε έκπληκτος. Χαμογέλασε και της είπε πως μοιάζει με φωταγωγημένο ποταμόπλοιο. Δεν κατάλαβε, αλλά εντυπωσιάστηκε από την παρομοίωση. Τη ρώτησε πού κάθεται με την παρέα της να κεράσει. Του έδειξε.

«Αργότερα το κέρασμα» του είπε.

«Τώρα παραγγείλαμε. Ένας γνωστός με έφερε. Μετά θα φύγει γιατί έχει να πάει αλλού».

«Very cool» της λέει αυτός.

«Έντεκα και μισή αρχίζουμε να παίζουμε. Μιάμιση ώρα κρατάει το πρόγραμμα. Μετά μπορούμε να πάμε εδώ πιο πέρα στο σπίτι μου. Είμαι εξπέρ στις μακαρονάδες και όχι μόνο».

«Θα δούμε» απάντησε η Ντίνα αόριστα και πήγε στη θέση της. Να κρατήσει λίγο συντροφιά στον Αλέκο, μη τρελαθεί αμάθητος κι αυτός σε τέτοιους χώρους. Αργότερα θα τον έδιωχνε, να μην της είναι βάρος. Στη διάρκεια της βραδιάς ο Τζίμης εξήγησε στην τραγουδίστρια με τα μπλε μαλλιά πως απόψε χρειαζόταν το σπίτι ελεύθερο. Αυτή κατάλαβε και κανόνισε διανυκτέρευση αλλού.

Η Ντίνα στις οκτώ και μισή το πρωί ταλαιπωρημένη, αλλά γεμάτη, έψαχνε για ταξί. Να πάει στη Δραπετσώνα να δουλέψει στο κομμωτήριό της. Ήταν χαρούμενη γιατί επιτέλους κατάφερε να μπει στον καλλιτεχνικό κόσμο. Το κεφάλι της βούιζε. Μέσα εκεί ακουγόταν ένα σαξόφωνο να παίζει μπλουζ, αλλά κι όσα της είχε πει το βράδυ ο Τζίμης όταν μετά το πήδημα ετοίμασε μια σπέσιαλ μακαρονάδα κι ύστερα της έφτιαξε τον αστρολογικό χάρτη. Τον άκουγε μαγεμένη και χρειάστηκε να της τα πει ξανά με απλά λόγια, γιατί την πρώτη φορά δεν κατάλαβε τίποτε.

«Ό,τι σκέφτεσαι κάνει και μια πραγματικότητα» της είχε πει.

«Γαμώ το! Συνήθως σκέφτομαι τις αναποδιές που μπορεί να μου τύχουν, ρε Τζίμη».

«Να κοντρολάρεις τις σκέψεις σου. Ο νους μας έχει τεράστια δύναμη. Κι ας μην το καταλαβαίνουμε. Να κάνεις αισιόδοξες σκέψεις.

Ωραία ακούστηκαν αλλά τι να σκαμπάσει η Ντίνα; Ο νους της ήταν στη μαγική γλώσσα του Τζίμη που με τα κόλπα της την είχε μετατρέψει σε φωταγωγημένο ποταμόπλοιο και την ταξίδεψε στο Μισσισσιππή και στη Νέα Ορλεάνη κι ακόμη παραπέρα. Και ενδόμυχα σκεφτόταν και το Βασίλη κι ας ένοιωθε ασφάλεια που ήταν μπαρκαρισμένος και ταξίδευε κάπου στην Ασία. Το μυαλό του Βασίλη ήταν κολλημένο. Και το χέρι του βαρύ.

«Πόσο μπορούν τα άστρα να μας καθορίσουν τη ζωή;»

«Τα άστρα Ντίνα είναι ψηλά και μακριά από εμάς. Κάνουν σταθερά τις ίδιες κινήσεις. Αλλά όσο μακριά κι αν είναι στο σύνολό τους κλείνουν κι εμάς εδώ στη γη. Ο κάθε άνθρωπος όταν γεννιέται κουβαλά μια στάμπα, ένα πεπρωμένο από τα άστρα. Μεγαλώνοντας συνειδητά ή ασυνείδητα δομεί και μια προσωπικότητα. Ο χαρακτήρας μας δεν αλλάζει θεαματικά. Η προσωπικότητά μας όμως αλλάζει, πλάθεται μέσα από τις σωστές ή λανθασμένες επιλογές μας. Τα άστρα τα μελετάμε όπως οι ναυτικοί μελετούν τη ρότα τους. Στη διαδρομή, αν μάθουν πως στη ρότα αυτή θα έχει επικίνδυνες φουρτούνες, την αλλάζουν ή πιάνουν λιμάνι και περιμένουν να κοπάσουν οι αγριάδες».

«Γιατί σου αρέσουν τα μπλουζ τόσο πολύ Τζίμη».

Τον είχε ρωτήσει.

«Τα μπλουζ μιλάνε μέσα μου μια ξεχωριστή γλώσσα. Δεν μπορώ να στο εξηγήσω, αλλά ακούγοντάς τα, νομίζω πως με μπλουζ με νανούριζε η μάνα μου κι ας μην είχε καμία σχέση με αυτά. Αλλά αγαπώ τη μουσική, την κάθε μουσική. Αγαπώ την κλασική, τα μπλουζ, το Μίκη, το Μάνο, τον Τσιτσάνη και τον Βαμβακάρη, τα Ιταλικά, τα Ισπανικά, τους Μπίτλς και τους Ρόλινγκ Στόουνς. Λατρεύω τη μουσική με θρησκευτικό φανατισμό. Η μουσική είναι μια τέχνη που δεν μπορείς να την περιγράψεις. Είναι μια παγκόσμια γλώσσα που δεν χρειάζεται μετάφραση. Μόνο αυτιά χρειάζονται για να ακούνε. Αν βρεθούμε κάπου παρέα εγώ με το σαξόφωνο, ένας Αμερικάνος κιθαρίστας κι ένας Ιταλός με το μαντολίνο του, χωρίς να πούμε κουβέντα, μπορούμε να μιλήσουμε για ώρες τη μουσική γλώσσα».