/Ποιητικές φωνές του Μεσοπολέμου. Η περίπτωση της Ανθούλας Σταθοπούλου – Βαφοπούλου

Ποιητικές φωνές του Μεσοπολέμου. Η περίπτωση της Ανθούλας Σταθοπούλου – Βαφοπούλου

Γράφει ο Πάνος Χατζηγεωργιάδης,

Προσωπικώς έχω εντρυφήσει αρκετά στην λογοτεχνική γενιά του μεσοπολέμου με βασικότερο κίνητρο μου τόσο την προσωπική υφολογική συνταύτιση αλλά πιότερο, με αφορμή το γεγονός πως η εποχή τους ομοιάζει σε πολλά με τις δικές μας ημέρες.

Η συγκεκριμένη γενιά των λογοτεχνών μας, υπήρξε μία ομήγυρις λογοτεχνική η οποία έζησε και έγραψε συντριμμένη απο το βάρος των έξωθεν κοινωνικών συνθηκών. Οι λογοτέχνες ανάμεσα σε δύο πολέμους, αυτόν που βίωσαν και αυτόν που ψυχανεμίζονταν πως θα έλθει σύντομα, έγραψαν πολλές φορές αντισυμβατικά. Θέλησαν να πολεμήσουν με την πένα τους την ίδια τους την σκληρή μοίρα, η οποία τους ετοποθέτησε πραγματικώς ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά.

Πόλεμοι, κοινωνικές αναταράξεις, φτώχεια, απελπισία, θάνατος. Μέσα σε αυτό το εφιαλτικό σκηνικό κλήθηκε μία ολάκερη ανθρωπότητα να ζήσει, να ευτυχήσει, να ονειρευτεί, να σταθεί ενάντια σε οτι παράγοντες έξωθεν της και άνωθεν προσπαθούσαν κάθε μέρα που περνούσε να της επιβάλλουν να ζήσει με τους δικούς τους όρους και οχι φυσιολογικά.

Η γενιά του μεσοπολέμου είναι μία συντριμμένη εκ των συνθηκών γενιά.

Είναι μία απο την μοίρα δακτυλοδεικτούμενη γενιά ανθρώπων, οι οποίοι ζώντας το γενικότερο μα και το προσωπικό τους δράμα, έστω και υπό αυτές τις δυσμενέστατες συνθήκες, πρόλαβαν να αποτυπώσουν επάνω στο λιγοστό χαρτί που πολλές φορές δεν μπορούσαν καν να αγοράσουν, τις σκέψεις, τα όνειρα τους για το μέλλον, την απελπισία, το θανατικό, την αγωνία τους για οτι έρχεται και αναγκαστικά τους ξεπερνά. Θέλησαν ως αποστολή θα έλεγε κανείς που τους ανατέθηκε σιωπηρά, να αποτυπώσουν στην αιωνιότητα την εσώψυχη κραυγή που τους κατέτρωγε ώρα με την ώρα, μέρα με την ημέρα, χρόνο με το χρόνο.

Η Ανθούλα Σταθοπούλου – Βαφοπούλου δεν αποτελεί σε καμιά περίπτωση εξαίρεση, όταν αναφέρεται κάποιος στην γενιά αυτή του μεσοπολέμου της λογοτεχνίας μας. Τουναντίον θα τολμούσε να είπει κανείς πως αποτελεί ένα απο τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα της αυτής γενιάς. Θα γεννηθεί, θα ζήσει και θα πεθάνει μία εξαιρετικά σύντομη ζωή. Την ώρα που πολλοί απο την δική μας γενιά δεν έχουν καν αποφασίσει το μέλλον τους, η Ανθούλα θα έχει ήδη χαθεί μέσα στην άβυσσο του θανάτου ολοκληρώνοντας το δικό της εξαιρετικά ολιγόχρονο πέρασμα ως διάττων αστήρ απο αυτην την γη. Ήταν μόλις είκοσι επτά ετών.

Ο Θάνατος της ήταν αποτέλεσμα της πανδημίας της εποχής της. Φυματίωση. Ποτέ μία τόσο μικρή λέξη, δεν μπόρεσε το να κρύψει μέσα της τόσο πόνο, τόση αγωνία θανάτου, τόσο πάλαιμα για ζωή.

Η ζωή που έζησε, αυτή των είκοσι επτά μόλις χρόνων, είναι αποτέλεσμα τραγικό της εποχής όπου η μοίρα την διάλεξε για να ζήσει.

Για αυτό η μοναδική της ποιητική εργασία που είδε τουλάχιστον το φώς της δημοσιότητας για όσο ήταν εν ζωή με δαπάνη του Δήμου της Θεσσαλονίκης, οι “Νύχτες Αγρύπνιας” (1932), απηχεί οχι μόνον ένα απλό λογοτεχνικό έργο, αλλά την αδιόρατη αυτή κραυγή της αγωνίας της γενιάς του μεσοπολέμου ολάκερου και την φωνή των φθισικών της εποχής, διότι η Ανθούλα φέρθηκε ως πραγματική λογοτέχνιδα πέρα απο την ίδια της την λογοτεχνική αξία ως ποιήτριας ελάσσονος δέ ως την εχαρακτήρισαν μα πολύ σημαντικής εάν το νήμα της ζωής της δεν έσπαζε τόσο πρόωρα. Έγραψε και για όσες και όσους δεν μπορούν να μιλήσουν και να γράψουν αφήνωντας τα χνάρια τους επάνω στην άμμο της παραλίας της αιωνιότητας.

Να γνωρίζεις αγαπητέ αναγνώστη, είναι πολύ ωραίο το να πλάθεις κόσμους και να συγκινείς τα πλήθη που περιμένουν εναγωνίως να σε αναγνώσουν. Να παραλληρούν σε κάθε σου λέξη, σε κάθε σου στίχο, να σε υμνούν για το πόσο μεγάλος ποιητής είσαι, όταν αυτή σου ποίηση είναι αποτέλεσμα ενός «εργαστηρίου» τοποθετημένου επιμελώς επάνω στο προστευμένο απο το ψύχος το πραγματικό και αυτό της ζωής γραφείο.

Όμως μία τέτοια ποίηση του «σωλήνα», μία ποίηση με μοναδικό σκοπό και αποστολή το να τραφούν οπαδοί και να υμνηθεί απο ιερατεία και γλοιώδεις κριτικούς επ αμοιβή, καμιάν σημασία δεν έχει.

Σημασία έχει μόνον η ποίηση η οποία γράφεται μέσα στο αναγκαστικό κάτεργο της ζωής. Και η Ανθούλα όταν γράφει συνάμα αντικρίζει και τον τάφο της.

Γράφει για τον θάνατο της οχι ως ένα όνειρο του μέλλοντος θολό μα μία βεβαιότητα που σε λίγο μέλλει να συμβεί. Η ποίηση της βγαλμένη μέσα απο πραγματικό πόνο, μέσα απο πραγματική αγωνία που την μετατρέπει σε τραγούδι στα χείλη των πολλών, ναι όλων αυτών που δεν μπορούν να μιλήσουν κι ας έχουν στόμα κι ας έχουν πτυχία κι ας έχουν μόρφωση κι ας έχουν φωνή.

Μα κάτι πολύ σημαντικό τους λείπει. Δεν γεννήθηκαν ποιητές. Δεν μπορούν να αφουγκραστούν την συλλογική ψυχή κι αν ακόμη μπορούν κάτι να ακούσουν, να νιώσουν, σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να το συγκεντρώσουν σε μερικές λέξεις, σε μερικούς στίχους και να το μετατρέψουν σε σημαία, σε κραυγή ενός ολάκερου κόσμου.

Αναγνώστη. Δεν θα σου μιλήσω στο παρόν κείμενο για την ζωή της Ανθούλας Βαφοπούλου. Ήταν μία μικρή σε χρόνο και ασήμαντη ζωή σύμφωνα με τα μέτρα μας για το τι σημαίνει σημαντικό σε αυτή τι ζωή και τι οχι.

Τα λίγα που ξέρουμε για εκείνη, τα σκόρπια και ατάκτως ερριμμένα για αυτό το πλάσμα που προσωπικά εγώ το πόνεσα ως τα μύχια της ψυχής μου, μοιάζουν τόσο ασήμαντα στο να αναφερθούν. Επίσης δεν θα σου μιλήσω για την ζωή της για έναν ακόμη λόγο. Διότι επιθυμώ να την ψάξεις εσύ, να διαβάσεις τα λίγα σκορπισμένα ως τα φύλλα του φθινοπώρου ποιήματα της εδώ και κεί που για να σου είμαι ειλικρινής, απηχούν τον ατέλειωτο χειμώνα της ζωής της και που κάτι θα έχουν σίγουρα να σου πούν και στην δική σου ζωή που δεν ξέρω αν την θεωρείς σημαντική ή ασήμαντη, αλλά είναι ένα γεγονός πως οτι και γνώμη να έχεις για αυτήν, συμβαίνει μόνάχα μία φορά για όλους μας.

Το μικρό της βιβλίο που θαρρείς απεικονίζει την ίδια της την ζωή και που πρόλαβε να εκδώσει δημοσία δαπάνη, το οποίο ακροβατεί προσεκτικά ανάμεσα στην διαχωριστική γραμμή του έρωτα και του θανάτου, (αγαπημένο δίπολο για εμάς τους ποιητές αυτό).

Τα λίγα της χρόνια, το μπαστουνάκι που κρατούσε για να την βοηθά να περπατά, αυτό το μικροκαμωμένο πλάσμα με το όμορφο κεφάλι και με την μεγάλη ψυχή όπως μας το περιγράφει ο ωραίος ποιητής Τέλλος Άγρας σε κείμενο του αναφορά στην «ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ» και που έσβησε πολύ πριν κλείσει τα τριάντα του χρόνια, κατάφερε να ξεφύγει απο την λησμονιά που ως δαμόκλειος σπάθη κραδαίνει η μοίρα για όλους μας.

Κατάφερε να την διαβάζουμε ως και σήμερα και να μας συγκινεί. Κατάφερε να ξεφύγει και απο το φύλο της ακόμα ακόμα αν και ποτέ δεν ξέχασε πως ήταν γυναίκα.

Κατάφερε να πετάξει στην αιωνιότητα σαν ένα πουλί πληγωμένο όπως γράφει σε κάποιο στίχο της, συνταχθέν ίσως και μέσα στο λερό σκοτεινό δωμάτιο ενός φθισιατρείου κάπου στην Θεσσαλονικη όπου έζησε, ερωτεύτηκε, παντρεύτηκε τον επίσης ποιητή Γιώργο Βαφόπουλο, προς το άπειρον.

Μα που ο ίσκιος του δεν εχάθει θαρρείς και δεν υπήρξε ποτέ ως θα συμβεί για τους περισσότερους απο εμάς στο μέλλον εγγύς ή απώτερο τι αλήθεια σημασία έχει, μα που μπορούμε να το διακρίνουμε κάπου μακριά στον ορίζοντα του θανάτου που υπομονετικά μας προσμένει….

Αυτό το in memoriam, αυτο το ελάχιστο «κάτι», στο χρωστούσα Ανθούλα. Διότι και εγώ έταξα αποστολή στην ζωή μου για όσο διαρκέσει να μιλώ για όσους δεν μπορούν να μιλήσουν πιά. Πρέπει να σε γνωρίσουν, να ακούσουν την κραυγή σου αυτή την πανανθρώπινη, όσο το δυνατόν περισσότεροι.

Ο Νικηφόρος Βυζαντινός για την Ανθούλα Βαφοπούλου – Σταθοπούλου

«ΚΙ ΑΝ…»

Κι αν τα ρόδα σου εκείνα που χες μές στην ψυχή σου

που ο Χάρος με βία τα επήρε απο εμπρός μου

κι αν σταμάτησε η αρρώστια την λαλιά της φωνής σου

και εγίνηκε ο χρόνος ο μεγάλος εχθρός μου.

Κι αν τα νειάτα σου έσβησαν μές στον κρύο τον τάφο

Που μας παίρνει μια μέρα στο σκοτάδι και πάμε

Τι μας μέλλει σου λέγω, πάντα εγώ θα σου γράφω

Είν η μοίρα τραχιά για όλα όσα αγαπάμε !

Ποιήματα της ιδίας

Ανία

«Κουράστηκα να βλέπω τη βροχή

μέρα-νύχτα σα μοιρολόι να στάζη.

Απ’ της καρδιάς μου την πληγή αίμα στάζει

κ ’έχω μιαν άρρωστη ψυχή.

Στη διπλανή μου κάμαρα πεθαίνει

μια νέα μόλις είκοσι χρονώ.

Ανέβηκε να γειάνη στο βουνό

κι όμως ο θάνατος παντού πηγαίνει.

Ως τα δέκα μετρώ στα δάχτυλά μου

και πάλι ξαναρχίζω απ’ την αρχή.

Ως πότε θα βαστάξη αυτή η βροχή;

Οξω θαρρώ πως είμαι απ’ την τροχιά μου.

Πώς να γιατρέψω τη ψυχή μου, πώς;

Τάχα κι αυτό δε θάτανε μια πλάνη;

Από του αίματός μου τη μελάνη

του τραγουδιού μου γράφεται ο σκοπός.

Αχ! Να μπορούσα μόνο ν’ αγναντέψω

στον ουρανό ένα σύννεφο χρυσό.

Την έκφραση της θλίψης τη μισώ.

Στην Αίγυπτο ποθώ να ταξιδέψω».

 

Στο Τέρμα

Στο τέρμα της ζωής μου έχω φτάσει,

κατάκοπη απ’ την πορεία τη δεινή.

Μια νύχτα με κυκλώνει σκοτεινή,

που το φτωχό κορμί θα ξαποστάσει.

Την πόρτα του θανάτου ηύρα κλειστή

και μάταια χτυπώ το μάνταλό της.

Θέλω η ψυχή μου εκεί να δροσιστεί

απ’ το πικρότατο μαρτύριό της.

Άλικο αίμα πια δε μου έχει μείνει

για να ξαναγυρίσω πίσω στη ζωή.

Στους ζωντανούς γυρίζω μια νεκρή,

δίχως του τάφου να’ χω τη γαλήνη.

Μες στα χέρια σου

Μες στα χέρια σου πάρε με,

σαν πουλί λαβωμένο,

σαν πουλί που το χτύπησε

ένα βόλι κακό,

και στο δρόμο το πέταξε

με φτερό τσακισμένο,

με φτερό που του κόπηκε

σε τραγούδι γλυκό.

Μες στα χέρια σου πάρε με,

σα μητέρα που παίρνει,

με λαχτάρα και πόνο

τ’ άρρωστό της παιδί.

Χειμωνιάτικη μπόρα

την καρδιά μου τη δέρνει

και τον ήλιο ανώφελα

περιμένει να ιδεί.

«…Πέτα λοιπόν τα σάρκινα δεσμά,

ψυχή, της χωματένιας ομορφιάς σου.

Άβυσσος χάσκει πίσω σου η ζωή

και λυτρωτής ο θάνατος μπροστά σου…»

 

– Απολύτρωση –

Μπαλάντα των φθισικών

(Που ζούνε στα σανατόρια)

«Της ζωής απόκληροι κι’ απελπισμένοι,

με μια αγωνία προσμένουν θλιβερή

το θάνατο, στον πόνο τους δοσμένοι.

Το βλέμμα τους νοσταλγικό ιστορεί

πως κάποτες υπήρξανε καιροί

που γι αυτούς η χαρά δεν ήταν ξένη.

Όμως μια μοίρα πρόσταξε σκληρή

στους ζωντανούς να ζούνε πεθαμένοι.

Από τον ίδιο πόνο αδελφωμένοι,

δυό-δυό τους βλέπεις να τραβούν ωχροί,

την ώρα που μια θλίψη μάς βαραίνει

την ώρα που το μούχρωμα βαρύ

πέφτει για να τυλίξη μια ανθηρή

νιότη ,που το σκουλήκι τη μαραίνει,

αφού μια μοίρα πρόσταξε σκληρή

στους ζωντανούς να ζούνε πεθαμένοι

.

Πεθαίνουνε μιαν άνοιξη ανθισμένη

ή φθινοπώρου μέρα βροχερή

όταν η γη ριγεί κιτρινιασμένη

όταν τα φύλλα πέφτουν απ’ τη δρύ

και το χαμόγελό τους μαρτυρεί

ότι μαζί κι ο πόνος τους πεθαίνη

αφού μια μοίρα πρόσταξε σκληρή

μες στη ζωή να ζούνε πεθαμένοι.

Μ’αν η ζωή τους είναι έτσι πικρή

απ’ τους θεούς αυτοί είναι διαλεγμένοι.

Γι’ αυτό κανείς δεν πρέπει ν’ απορή

στους ζωντανούς πως ζούνε πεθαμένοι».

 

Σ’ αγαπώ

Σ’ αγαπώ και με λόγια σκληρά ας μιλώ σα σε βλέπω.

Είναι η αγάπη μου απέραντη, σαν του ήλιου το φως.

Μυστικά θα λατρεύεσαι, συ που είσαι για μένα

των ονείρων μου στόλισμα κι ο κρυφός στοχασμός.

Σε πονώ κι ας γελώ με κακία της καρδιάς σου τον πόνο.

Της αγάπης σου σκλάβα είμαι κι όχι κυρά.

Κι αν αγέρωχα διώχνω τα γλυκά σου τα χάδια,

άλλα χάδια σού παίρνω πιο πολύ τρυφερά.

 

Εντάφιον

Τρεις μήνες μες στον τάφο μου θαμμένη

Τρεις μήνες παν που πέθανα κι εγώ

Ανώφελες προσπάθειες να βγω

Μ’ έχουνε τα σκουλήκια φαγωμένη

Το φιλντισένιο το κορμί μου θέμα.

Στου θανάτου τ’ αδέρφια αυτά έχει γίνει

Ω πανδαισία ερωτική χωρίς οδύνη

Βλέπω να τρων’ μια σάρκα δίχως αίμα

Τα πλούσια μαλλιά μου πια χωρίσαν

Απ’ την απαίσια νεκροκεφαλή.

Το τελευταίο μου δώσανε φιλί

Δυο φίδια που τα μάτια μου εξορίξαν

Ρόδινα μέλη τώρα σαπισμένα

Λυπαίνετε του τάφου σας το χώμα

Της αποσύνθεσης σκορπάτε βρώμα

Κόκκινα χείλη με πόθο φιλημένα

Βιογραφικά στοιχεία (Απο Wikipedia)

Γεννήθηκε το 1908 στη Θεσσαλονίκη, και φοίτησε στο Ανώτερο Παρθεναγωγείο και τη Γαλλική Σχολή Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε για μικρό διάστημα στον Δήμο Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια εγγράφηκε στην Δραματική Σχολή του Ωδείου της πόλης. Άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης και το 1932 εξέδωσε την πρώτη (και τελευταία) της ποιητική συλλογή, Νύχτες αγρυπνίας. Έγραψε επίσης έργα για το θέατρο με τίτλους Ντίνα Πέλλη και Την τελευταίαν στιγμήν, τα οποία παρουσιάστηκαν στην Δραματική Σχολή του Ωδείου Θεσσαλονίκης με σκηνοθέτη τον Τάκη Μουζενίδη. Ήταν μόλις 27 ετών όταν απεβίωσε, λόγω φυματίωσης, το 1935. Τα έργα της συγκεντρώθηκαν σε τόμο με τίτλο Έργα, που εξέδωσε ο σύζυγός της Γεώργιος Βαφόπουλος και προλόγισε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος.