/Περί Φυσικής της μελαγχολίας (Georgi Gospodinov)

Περί Φυσικής της μελαγχολίας (Georgi Gospodinov)

Γράφει ο Πέτρος Χατζησωτηρίου

Όταν έρχεται κανείς αντιμέτωπος με τέτοιους πομπώδεις κι ευφάνταστους τίτλους η αλήθεια είναι ότι «κουμπώνεται» κι εύλογα αναρωτιέται αν είναι εφικτό να διεξέλθει κανείς ένα τέτοιο θέμα μέσα στο κέλυφος ενός μυθιστορήματος κι όχι δοκιμίου. Ο Gospodinov φαίνεται να κερδίζει το στοίχημα. Σ’ αυτό συνηγορούν και τα ευάριθμα λογοτεχνικά βραβεία που έχει αποσπάσει με αυτό του το βιβλίο. 

Σαν κεντρικός ήρωας επιλέγεται ο Μινώταυρος που ο αναγνώστης σύντομα αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για alter ego του ίδιου του συγγραφέα.

Ο λόγος είναι ότι αποτελεί πολύ καλό Μοντέλο προβολής της μελαγχολίας η εικόνα της μητέρας του της Πασιφάης όταν γεννάει το μωρό της και το κρατάει για πρώτη φορά στα χέρια της και διαπιστώνει ότι έχει κεφάλι ταύρου. Θα παρακολουθήσουμε όλες τις συναισθηματικές μεταπτώσεις της μέχρι να λάβει την απόφαση ο Μίνωας να κρύψει τη ντροπή του στον Λαβύρινθο καθώς επίσης και τη μελαγχολία που συνόδευε τον Θησέα αφότου σκότωσε πλήρως οπλισμένος έναν ανυπεράσπιστο, φοβισμένο κι άοπλο αντίπαλο κι όχι ένα τέρας που τον είχαν βάλει να πιστεύει ότι θα συναντούσε όταν έμπαινε στο Λαβύρινθο. Στο σημείο αυτό θα αναδειχθεί κι η μεγάλη αγάπη του συγγραφέα για την Ελληνική Μυθολογία κι η μεγάλη του έρευνα κι εμβρίθεια στο αντικείμενο που θα φτάσει στο σημείο να μας παραθέσει και λεπτομέρειες από τοιχογραφίες κι αγγεία που αποτυπώνουν τη μελαγχολία του Θησέα εικαστικά. 

Εκτός από το μύθο του Μινώταυρου ο συγγραφέας κάνει συνεχή flash backs στη ζωή του ως παιδί στη Βουλγαρία της δεκαετίας του ’70 και με τον τρόπο αυτό αναδεικνύει όλες τις παθογένειες της χώρας του επί της κομμουνιστικής διακυβέρνησης. Χλευάζει απερίφραστα την ένδεια του συνόλου των κατοίκων και ταυτόχρονα την προπαγάνδα και τους περιορισμούς των ελευθεριών που τους είχαν επιβληθεί από το καθεστώς. Η λίβελος αυτή όμως δεν παύει στιγμή να υπηρετεί το σκοπό της διαπίστωσης της απέραντης μελαγχολίας που διακατείχε τους κατοίκους της χώρας του αλλά ακόμα και του αμέτοχου τρίτου που θα κληθεί να μάθει την αλήθεια για την τότε εποχή. 

Για να δικαιολογήσει τις πολλές εισόδους-εξόδους από το προφίλ του Μινώταυρου και τα συνεχή μπρος-πίσω στο χρονολόγιο της αφήγησης ο συγγραφέας σκαρφίστηκε το τέχνασμα της δημιουργίας μια χρονοκάψουλας που ήθελε ν’ αφήσει για τις επόμενες γενιές και στην οποία έβαζε μέσα ότι είχε ζήσει και θυμόταν από τις σελίδες του προσωπικού του ημερολογίου.  

Ο καινοφανής αυτός τρόπος αφήγησης και τα ευφυή του τεχνάσματα είναι αλήθεια ότι δημιουργούν στον αναγνώστη την αίσθηση ότι επικρατεί μια γλυκιά αναρχία στο βιβλίο.

Ο προσεκτικός όμως αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι όλα περιστρέφονται γύρω από την απόδειξη της αρχικής υπόθεσης κι ότι τελικά το σύνολο δεν ξεφεύγει ποτέ από της ράγες της προσγειωμένης και ρεαλιστικής αφήγησης. 

Μη σταματώντας να μας εκπλήσσει ο Gospodinov βρίσκει το χώρο και τον τρόπο να παραθέσει σπαράγματα φιλοσοφίας με τον δικό του πάντα ιδιαίτερο τρόπο:

«Υπάρχει ένα είδος γραμματικής του γήρατος. Η παιδική και η νεανική ηλικία είναι γεμάτες ρήματα. Δεν μένεις σε ένα σημείο. Όλα μέσα σου μεγαλώνουν, ανθίζουν, αναπτύσσονται. Αργότερα τα ρήματα σιγά-σιγά αντικαθίστανται από τα ουσιαστικά της μέσης ηλικίας. Παιδιά, αυτοκίνητο, δουλειά, οικογένεια – ουσιαστικά τα πράγματα των ουσιαστικών. Το γήρας είναι επίθετο. Μπαίνουμε στα επίθετα των γηρατειών – αργοί , απένταροι, σκοτισμένοι, κρύοι ή διαφανείς σαν τζάμι.» 

Τελικά το «Περί της φυσικής της μελαγχολίας» αποδεικνύεται ένα απολαυστικό βιβλίο από κάθε άποψη.

Εξασφαλίζει την αναγνωστική τέρψη μέσω λεπτομερειών από την Ελληνική Μυθολογία που δεν γνωρίζαμε και παρακολουθούμε με ενδιαφέρον, τη γνώση μέσω της παράθεσης δεδομένων και ντοκουμέντων από τη ζωή ενός γειτονικού μας λαού σε δύσκολες συνθήκες, την συναρπαγή του αναγνώστη μέσω των πολλών αλληλοσυνδεόμενων όμως ιστοριών έτσι που ποτέ δεν ξέρει που πάει η αφήγηση  και τέλος μέσω των ψηγμάτων φιλοσοφίας που θα τον κάνουν να σταματήσει την ανάγνωση για να αναστοχαστεί. Ότι και να πούμε όμως δεν είναι αρκετό γι’ αυτό το βιβλίο που θεωρήθηκε το καλύτερο ως τώρα μεταμοντέρνο μυθιστόρημα, αν δεν το διαβάσει κανείς για να το δει στην πράξη. Θεωρώ ότι δεν πρέπει να λείπει από καμία βιβλιοθήκη. 

5/5