Συνέντευξη της Πένυς Ραμαντάνη, για το νέο της βιβλίο «ΤΟ ΠΑΓΚΑΚΙ και μικρές ιστορίες του»
Κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Παρέμβαση το νέο βιβλίο της Πένυς Ραμαντάνη με τίτλο: «Το παγκάκι και μικρές ιστορίες του». Πρόκειται για μία συλλογή διηγημάτων που κοινός τους παρονομαστής είναι ένα παγκάκι. Το φθαρμένο από το χρόνο παγκάκι θέλει να «προλάβει» να πει τις ιστορίες που τόσα χρόνια είδε να εκτυλίσσονται μπροστά του κι έτσι τις εξομολογείται σε μας, στο κοινό, έχοντας πιθανόν ως απώτερο σκοπό του να μας υπενθυμίσει πως μπορεί να έχουμε συντροφιά στις όποιες καταστάσεις βιώνουμε.
Το νέο σας βιβλίο, κα Ραμαντάνη, αφορά ιστορίες με φόντο «ένα παγκάκι»· γιατί επιλέξατε το παγκάκι ως χώρο «εξομολογήσεων»; Αποτελεί κάποιο είδος συμβόλου;
Μου άρεσε από παιδί να παρατηρώ τους ανθρώπους. Ένα αντικείμενο όμως που «παρατηρεί», μπορεί και παίρνει μια απόσταση από την ανθρώπινη υπόσταση, μπορεί να μετασχηματίζεται σε έναν παρατηρητή από απόσταση. Ακούει τα μικρά και τα μεγάλα βάσανα, τις μικρές και τις μεγάλες χαρές των ανθρώπων, συμπάσχει, αφουγκράζεται το δράμα τους, μα δεν είναι άνθρωπος. Είναι ένας ακίνητος και σιωπηλός μάρτυρας. Και χρειαζόμαστε τους μάρτυρες για να έχουμε τη βεβαιότητα ότι υπήρξαμε. Τα παγκάκια είναι σημεία – σταθμοί πολλών ανθρώπων και καταστάσεων. Τα φωτογραφίζουμε, τα σκαλίζουμε, μιλάμε πάνω τους, φιλιόμαστε, ρεμβάζουμε. Αλλά αποτελούν και τη «στέγη» κάποιων συνανθρώπων μας, το καταφύγιο των σύγχρονων κοινωνιών που έχουν το χάρισμα να πετούν στο περιθώριο τόσο εύκολα εκείνους που δεν ανταπεξέρχονται στις απαιτήσεις τους. Ανατρίχιασα όταν άκουσα πως θα βάλουν στρογγυλά παγκάκια για να μην μπορούν να ξαποσταίνουν οι άστεγοι. Ένιωσα πραγματικά τόσο άχρηστη, όχι μόνο γιατί υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν σπίτι, όχι μόνο γιατί δεν υπάρχουν δομές να τους υποστηρίξουν, αλλά ψάχνουμε και τρόπο να μην ζουν στα παγκάκια μας. Μαθαίνουμε να εξαφανίζουμε ό,τι δε μας είναι βολικό. Ας υπάρχει, αλλά να μη το βλέπουμε. Πραγματικά θα είχαν τόσα να πουν τα παγκάκια αν είχαν φωνή.
Οι ιστορίες των πρωταγωνιστών έχουν έντονο το ψυχογραφικό στοιχείο, καθώς μπορεί να βιώνουν την απογοήτευση, να ψάχνουν τον ορισμό της ευτυχίας ή να αισθάνονται για κάποιο λόγο διαφορετικοί· είναι η συλλογή αυτή ένας τρόπος να πείτε στους ανθρώπους ότι δεν είναι μόνοι;
Το θέσατε πολύ σωστά. Ναι, να τους πω ότι δεν είναι μόνοι. Ο σιωπηλός φίλος τους, αυτό ήθελε να τους πει. Ότι κάτω απ’ το δέρμα μας ζουν οι ίδιες αγωνίες και οι ίδιες συγκινήσεις, μέσα στο αίμα μας κυλούν τα ίδια όνειρα, μια κοινή καταγωγή κι ένα κοινό τέλος. Είναι αστείο(ή τραγικό), το πόσα πράγματα μας ενώνουν κι όμως επιμένουμε να γαντζωνόμαστε σ’ αυτά που μας χωρίζουν.
Ξεκινήσατε τη συγγραφική σας πορεία με το μυθιστόρημα «Υπέροχα μόνοι», συνεχίσατε γράφοντας παραμύθια για παιδιά, ενώ το τελευταίο έργο σας είναι μια συλλογή διηγημάτων. Ποια φόρμα γραφής σας εκφράζει περισσότερο;
Μάλλον εκείνη που προκύπτει κάθε φορά! Δεν υπάρχει μια εκ των προτέρων επιλογή της φόρμας, υπάρχει μια ανάγκη, μια ορμή που δεν μπορώ να παραβλέψω, να ειπωθεί μια σκέψη, μια ιστορία. Συνειδητοποίησα πάντως, ότι ένα παιδικό κείμενο μπορεί να αφορά και να αγγίζει και τους ενήλικες, γιατί πολλές φορές στην πεζή μας καθημερινότητα έχουμε ανάγκη τις απλές αλήθειες που προκύπτουν απ’ τα παραμύθια. Οπότε ίσως τελικά η κάθε φόρμα είναι ένα μέσον για τον ίδιο σκοπό. Το μοίρασμα…
Έχουν όλα σας τα έργα ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα; Θα λέγατε πως υπάρχει σύμπνοια στο συγγραφικό σας έργο και στη σύνθεση των στίχων των τραγουδιών σας;
Είναι δύσκολο να δω εξωτερικά αν υπάρχει κάποια σύμπνοια, όμως σίγουρα τα θέματα και στη μουσική και στη συγγραφή πηγάζουν από τους ανθρώπους. Τα συναισθήματά τους, την αγωνία της ζωής, το φόβο του θανάτου, τον έρωτα, τον πόνο τους. Άλλωστε η τέχνη είναι πάντα εκεί για τον άνθρωπο, είναι ένα μέρος όπου μπορεί να είναι πραγματικά ελεύθερος, που μπορεί να καλύπτει το κενό της ατέλειάς του. Ακόμα κι όταν η τάση ήταν ‘τέχνη για την τέχνη’, το υπόβαθρο πάντα είναι ο άνθρωπος.
Ως τραγουδίστρια και τραγουδοποιός, πιστεύετε πως είναι πιο εύκολο μέσω ενός τραγουδιού ή ενός βιβλίου ο καλλιτέχνης να περάσει αυτό που έχει στην ψυχή του στο κοινό;
Η μουσική είναι πιο άμεση, όμως η λογοτεχνία είναι πιο διεξοδική. Οπότε αυτό που έχει ίσως μόνο σημασία, είναι η ειλικρίνεια. «Η τέχνη είναι ένα ψέμα που μας βοηθάει να δούμε την αλήθεια». (Π. Πικάσο)
Το τελευταίο σας διήγημα αποτίνει, κατά κάποιο τρόπο, φόρο τιμής στον Ζακ Κωστόπουλο. Θέλατε μ’ αυτό τον τρόπο να στηλιτεύσετε κάποια γεγονότα που συμβαίνουν στην κοινωνία μας ή επρόκειτο για κάποιον που γνωρίζατε προσωπικά;
Όχι, δεν γνώριζα προσωπικά τον Ζακ Κωστόπουλο, όμως η ανθρώπινη ψυχή αναγνωρίζει την αγάπη, την αλήθεια, τον αγώνα για κάτι καλύτερο κι ο άνθρωπος αυτός εξέφρασε αυτές τις αρετές, οπότε τον κάνει μια ύπαρξη οικεία κι αγαπημένη. Το να βλέπεις μια δολοφονία να διαπράττεται μπροστά στα μάτια σου με αυτόν τον τρόπο, είναι ένα συγκλονιστικό και τραγικό δείγμα του πού βρισκόμαστε και πού βαδίζουμε. Γίνεται δολοφονία κοινωνική, μας αφορά όλους. Μας αφορά όλους μέχρι εκεί που δεν παίρνει κι ακόμα πιο πέρα. Γιατί οι κοινωνίες αποτελούνται από ανθρώπους κι όταν η ζωή φτάνει να έχει αξία υπό προϋποθέσεις, τότε οι κοινωνίες αυτές θέλουν ξερίζωμα, δεν κάνουν για ανθρώπους. Είναι επιτακτική ανάγκη να κάνουμε όλοι μια βαθιά βουτιά μέσα μας και να επιλέξουμε σε τι κοινωνίες θέλουμε να ζούμε, να συνειδητοποιήσουμε ότι είμαστε όλοι σταγόνες στον ίδιο ωκεανό. Να κοιτάξουμε τον άλλο άνθρωπο στα μάτια. Αυτός ο κόσμος είναι λίγος για κάποια πλάσματα.
Συνέντευξη στη Φιλιώ Μπτούρη