Γεννημένος σε μια ταπεινή οικογένεια στη Νότια Ισπανία στις 21 Δεκεμβρίου του 1947, ο Πάκο ντε Λουτσία έγινε ένας μουσικός γίγαντας που συνδύασε στη μουσική του τζαζ, ποπ και κλασικά στοιχεία με την παράδοση του φλαμένκο. Στον πατέρα του, έναν τραγουδιστή με τσιγγάνικη καταγωγή, ο οποίος τον ενθάρρυνε να παίζει για ώρες, όφειλε όπως έλεγε συχνά τη γνωριμία του με τη μουσική. «Οι τσιγγάνοι είναι καλύτεροι, αφού ακούνε μουσική από την ώρα που γεννιούνται. Εάν δεν είχα γεννηθεί στο σπίτι του πατέρα μου δεν θα ήμουν τίποτα. Δεν πιστεύω στα αυθόρμητα ταλέντα» είχε πει ο Πάκο ντε Λουτσία, ο οποίος από τα δώδεκά του χρόνια έπαιζε μουσική σε tablaos, τα μπαρ που φιλοξένησαν τις αυθεντικές παραστάσεις φλαμένκο.
Στα δεκαπέντε του είχε μετακομίσει στη Μαδρίτη και στα δεκαοκτώ κυκλοφόρησε το πρώτο του άλμπουμ. Στη Μαδρίτη ήταν που γνώρισε έναν άλλον ταλαντούχο έφηβο καλλιτέχνη, τον τραγουδιστή Camaron de la Isla με τον οποίο δημιούργησε μια ιστορική συνεργασία, παίζοντας και γράφοντας μουσική μαζί έως τον θάνατο του Camaron το 1992.
Το 2004 ο Πάκο ντε Λουτσία βραβεύτηκε με το Asturias Prize for Art, ένα από τα σημαντικότερα βραβεία της Ισπανίας, ως «ο πιο διεθνής από όλους τους καλλιτέχνες του φλαμένκο». Το στυλ του έχει υπάρξει παράδειγμα για τις νεότερες γενιές και η τέχνη του τον έκανε έναν από τους καλύτερους πρέσβεις της ισπανικής κουλτούρας στον κόσμο» είχε αναφέρει τότε η επιτροπή.
Ο Πάκο ντε Λουτσία έζησε και σε άλλες πόλεις της Ισπανίας καθώς και στο Μεξικό, ενώ περιόδευσε σε πολλές χώρες, ιδιαίτερα στην Αμερική. Τη δεκαετία του ’80 ο Ντε Λουτσία συνεργάστηκε με τους κιθαρίστες John McLaughlin και Al di Meola στο κλασικό άλμπουμ «Friday night in San Francisco». Ανοίχτηκε στην τζαζ και στην μπόσα νόβα, αποσπώντας κριτική από τους πιο παραδοσιακούς. Ο ίδιος δήλωνε πιστός στις μουσικές του καταβολές.
«Για μένα είναι ένα μυθικό πρόσωπο που η μορφή του ερχόταν στο μυαλό μου σχεδόν ταυτόχρονα όταν έπιανα στα χέρια μου την κιθάρα μου», αναφέρει ο Γιώργος Νταλάρας. «Ο Paco είναι αναντικατάστατος. Ηταν ένας πρωτοποριακός μουσικός. Ενας καλλιτέχνης που είχε απόλυτη συνείδηση της αξίας του, όμως ποτέ δεν κάθισε στις δάφνες του».