Στους Ουκρανούς αμυνόμενους του ανατολικού μετώπου
Γράφει ο Ελισσαίος Βγενόπουλος
Θα βγάλουμε το συμπέρασμα ότι η ανθρωπότητα έγινε κάπως σοφότερη όταν πάψουν να γίνονται πόλεμοι, όταν οι άνθρωποι πάψουν να φέρονται σαν θηρία, όταν οι κοινωνίες συνειδητοποιήσουν, ότι ο πόλεμος είναι ο πιο οδυνηρός, πιο ακριβός και ο πιο απάνθρωπος τρόπος επίλυσης των διαφορών του. Μέχρι τότε θα γνωρίζουμε ότι θα κερδίζει αυτός που ξέρει, πότε και πού να πολεμήσει και το Μακιαβελικό ότι ο πόλεμος αρχίζει όταν θέλει κάποιος «πυροβολημένος», «τρελαμένος», αφιονισμένος ηγέτης αλλά δεν τελειώνει όταν αυτός αποφασίσει να κατεβάσει το όπλο, αλλά όταν η καταστροφή είναι πλήρης και ολοκληρωτική.
Στην ταινία «Ουδέν Νεώτερον από το Δυτικόν Μέτωπον» (η οποία στην τελετή των προσφάτως απονεμηθέντων Οσκαρ, χωρίς να αδικηθεί, δεν έλαβε κι αυτά που της αναλογούσαν), βρισκόμαστε στις αρχές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Σε όλες τις γερμανικές πόλεις επικρατεί ενθουσιασμός για τον πόλεμο που είναι σε εξέλιξη και την επιστράτευση που κορυφώνεται. Όλοι στους δρόμους πανηγυρίζουν ο καθηγητής του Γυμνασίου απευθύνεται στους μαθητές του με στόμφο και υπερηφάνεια τους προτρέπει να καταταχτούν εθελοντικά για να είναι μέρος της μεγάλης νίκης που επίκειται. Εμβατήρια, παρελάσεις, πλήθη από άνδρες, γυναίκες και παιδιά που παραληρούν και ραίνουν με άνθη τους εθελοντές, μαζί και τον Πάουλ Μπόιμερ τον 18χρονο ήρωά μας και όλη την τάξη του, που έτρεξαν κάτω από την εθνικιστική σαγήνη του καθηγητή του να καταταγεί σύσσωμη.
Οι ανυποψίαστοι νεαροί μαθητές στον στρατώνα αισθάνονται ότι έχουν πάει σε κατασκήνωση, απολαμβάνουν την αναμονή της μάχης και είναι βέβαιοι πως ακολουθείται από τη μέθη της νίκης και το στεφάνι της δόξας. Η διαταγή φτάνει για το πολυπόθητο μέτωπο και τη συνάντηση με την νίκη. Εκεί, στο Δυτικό Μέτωπο όμως τους περιμένει μια άλλη πραγματικότητα, φρικτή και απάνθρωπη.
Μέσα στα λασπόνερα, την ακινησία στο βυθό των ορυγμάτων, τους αλλεπάλληλους τραυματισμούς και θανάτους, οι νεαροί εθελοντές μας, αντιλαμβάνονται γρήγορα και με βάναυσο τρόπο, ότι ο πόλεμος δεν είναι ένα ταξίδι στο λαμπρό δρόμο της δόξας και της τιμής όπως «Δεν είναι ούτε κατηγορία ούτε ομολογία», όπως έγραφε για το έργο του ο ίδιος ο συγγραφέας Ε. Μ. Ρεμάρκ «και κυρίως δεν είναι περιπέτεια, γιατί ο θάνατος δεν είναι περιπέτεια, για όσους τον αντιμετωπίζουν πρόσωπο με πρόσωπο».
Ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ γεννήθηκε το 1898 στο Όσναμπρυκ της Γερμανίας και μεγάλωσε μέσα στη νοσηρή ατμόσφαιρα που προηγήθηκε του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1916 πήγε στρατιώτης όπου βρέθηκε μπροστά στο «μεγαλύτερο ομαδικό έγκλημα στην ιστορία». Το 1929 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Ουδέν νεότερον από το δυτικό μέτωπο», που θεωρήθηκε η πιο ειλικρινής και σπαρακτική μαρτυρία για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και γνώρισε διεθνή επιτυχία. Το 1933 τα βιβλία του κάηκαν από το ναζιστικό καθεστώς και ο ίδιος αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία. Το 1940 μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες και λίγα χρόνια αργότερα πήρε την αμερικανική υπηκοότητα. Πέθανε στο Λοκάρνο το 1970. Ανάμεσα στα μυθιστορήματά του περιλαμβάνονται “Ο μαύρος οβελίσκος”, “Τρεις σύντροφοι”, “Η αψίδα του θριάμβου” και “Ο παράδεισος δεν έχει ευνοουμένους”, που εκδόθηκε το 1958 και μεταφράστηκε αμέσως στα αγγλικά. Ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ έγραψε επίσης σενάρια για το Χόλλυγουντ όπου πέρασε τα χρόνια της ωριμότητάς του.
Τα γεγονότα διαδραματίζονται στα χαρακώματα και στα πεδία μάχης του Δυτικού Μετώπου καθ’ όλη τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου.
Μερικές άλλες σκηνές αναπτύσσονται στα νοσοκομεία, όπου βλέπουμε στοιβαγμένους εκατοντάδες σοβαρά τραυματισμένους ανθρώπους, οι οποίοι πολεμούν στην αρχή για την πατρίδα τους και προσπαθεί ο ένας να δώσει θάρρος στον άλλον και στη συνέχεια για την επιβίωση τη δική τους και των φίλων τους. Σε όλες τις σκηνές μετά τους πρώτους ενθουσιασμούς και τις τυμπανοκρουσίες, τα συναισθήματα που κυριαρχούν είναι η αγωνία, ο φόβος και η απόγνωση, αλλά αυτό που σκεπάζει τα πάντα είναι ο τρόμος του θανάτου. Κάθε σκηνή με ακρίβεια μας περιγράφει πώς ζούσαν οι στρατιώτες στα χαρακώματα, ανάμεσα σε τρωκτικά, λασπόνερα, βρώμα και δυσωδία, εγκατάλειψη και απελπισία.
Οι επιθέσεις είναι συνεχείς και επαναλαμβανόμενες, άφηναν πίσω τους χιλιάδες νεκρούς, ακρωτηριασμένους και τραυματίες. Σε μία από αυτές, ενώ η επίθεση είναι σε πλήρη ανάπτυξη ο Πάουλ Μπόιμερ παλεύει σώμα με σώμα με ένα Γάλλο κι αφού τον μαχαιρώνει απανωτά τον εγκαταλείπει μισοπεθαμένο στην άκρη του κρατήρα μιας βόμβας, όπου είχαν εγκλωβιστεί. Στην προσπάθειά του να φύγει από το φρικτό μέρος αντιλαμβάνεται ότι τα πυρά είναι τόσο πυκνά που ήταν αδύνατο να ξεμυτίσει. Ο Γάλλος στρατιώτης βογκά από τους πόνους και ο Πάουλ Μπόιμερ αντιλαμβάνεται ότι δίπλα του δεν υπάρχει ένας απειλητικός εχθρός αλλά ένας συνάνθρωπος μισοπεθαμένος που υπέφερε από τους πόνους των πληγών και την απόγνωση του θανάτου. Συγκλονισμένος από την τόσο απλή και τρομερή αλήθεια που του αποκαλύπτεται, φροντίζει με όλες του τις περιορισμένες δυνάμεις τον άμοιρο στρατιώτη μέσα στη συντριβή, τις τύψεις, τον πόνο και την απελπισία. Η περιγραφή της σκηνής στο βιβλίο είναι ανυπέρβλητη αλλά και η προσαρμογή της στην ταινία είναι έντονη και με υποδόριο τρόπο διαβρώνει όλες τις πολεμικές πομφόλυγες και τις ψευτοηρωικές φλύκταινες των απανταχού πολεμοκαπήλων.
«Είμαι νέος, μόλις έκλεισα τα 20· από τη ζωή δεν ξέρω παρά μόνο την απελπισία, το θάνατο, το φόβο και μια αλυσίδα από ανόητες επιπολαιότητες, πάνω από μια άβυσσο πόνων και θλίψεων. Βλέπω λαούς να ορμούν σε άλλους λαούς, να σκοτώνουν και να σκοτώνονται, χωρίς ούτε κι εκείνοι να ξέρουν το γιατί, υπακούοντας σ΄ αυτούς που τους στέλνουν, χωρίς συναίσθηση του κινδύνου ή της ευθύνης τους» Ε.Μ.Ρεμάρκ
Μέσα σε απαστράπτοντα γραφεία μεταξύ τυρού και αχλαδιού, αυτοί που προκάλεσαν τον πόλεμο και όλον αυτόν τον αφανισμό, προσπαθούν να βρουν τρόπο να σταματήσουν τον φοβερό πόλεμο των χαρακωμάτων. Κάτω από την ασύλληπτη δύναμη πυρός της Αντάντ και την είσοδο των Αμερικανών στον πόλεμο, ο Κάιζερ παραιτείται και η νεοδημιουργηθείσα σοσιαλδημοκρατική γερμανική κυβέρνηση, ασμένως, υπογράφει ειρήνη άνευ όρων. Αλλά η παράνοια βρίσκει τρόπο να επιβιώσει. Ο ανώτατος στρατιωτικός υπεύθυνος της περιοχής, ο οποίος διοικεί την μονάδα του Πάουλ Μπρόιμερ, διατάσσει επίθεση την τελευταία μισή ώρα πριν μπει σε εφαρμογή το σύμφωνο κατάπαυσης του πυρός, την 11η ώρα, της 11ης ημέρας του 11ου μήνα, για την κατάληψη κάποιων, ελαχίστων μέτρων γης. Αποτέλεσμα αυτής της παράλογης απόφασης ήταν να ξολοθρευτούν, χωρίς κανένα σοβαρό λόγο, κάμποσοι νέοι άνθρωποι, ξεγελασμένοι στρατιώτες, οι οποίοι την προηγούμενη νύχτα πανηγύριζαν την επίτευξη της πολυπόθητης ειρήνης και γιόρταζαν την επιστροφή στα σπίτια τους. Τι ειρωνεία! ο στρατιώτης σβήνει τη στιγμή που από το βάθος ακούγεται το πολυπόθητο σάλπισμα της ειρήνευσης ακριβώς την 11η ώρα, της 11ης ημέρας του 11ου μήνα του 1918.
Το «Ουδέν Νεώτερον από το Δυτικόν Μέτωπον» είναι κατ’ αρχάς ένα αντιπολεμικό μυθιστόρημα και κατ’ επέκταση η ταινία αφού έχει ως βάση της το βιβλίο κι αυτή έχει έντονο τον αντιπολεμικό χαρακτήρα.
Παρουσιάζουν τον πόλεμο με μια νέα οπτική σκοπιά. «Χάσαμε πια κάθε αίσθημα αλληλεγγύης. Μόλις μπορούμε να διατηρήσουμε την αυτοκυριαρχία μας, όταν η ματιά μας —ματιά κυνηγημένου ζώου— φωτίζει τη μορφή κάποιου συνανθρώπου μας. Είμαστε αναίσθητοι, νεκροί, που κάποια τρομερή μαγεία δίνει τη δύναμη να τρέχουμε και να σκοτώνουμε». Ε.Μ.Ρεμάρκ
Η αντιμετώπιση μιας σύρραξης ήταν διαφορετική από την λεγόμενη επική ή ηρωική σκοπιά, με την οποία παρουσιαζόταν ο πόλεμος από την εποχή του Ομήρου ως τις αρχές του 20ού αιώνα. Όταν εκδόθηκε το βιβλίο το 1929 «τάραξε τα νερά» της λογοτεχνίας από το αντιπολεμικό του πνεύμα, με αποτέλεσμα να απαγορευτεί η κυκλοφορία του και να καεί από τους Ναζί. Αυτό έγινε διότι η αντιηρωική ματιά του απλού στρατιώτη, η ειρηνιστική του διάθεση και η καταγγελία του πολέμου ερχόταν σε αντιπαράθεση με τα σχέδια των Ναζί. Επίσης, όπως και το βιβλίο, έτσι και η ταινία που βασίστηκε σε αυτό απαγορεύτηκε, ενώ ο ίδιος ο Ε.Μ.Ρεμάρκ αντιμετωπίστηκε ως εχθρός της πατρίδας του, η δε αδελφή του συγγραφέα εκτελέστηκε από τους Ναζί, με την κατηγορία υπονόμευσης του γερμανικού λαού.
Ειρήσθω εν παρόδω και λαμβάνοντας υπ’ όψη όλα τα παραπάνω, πάντα αναρωτιόμουν κατά πόσο μια αντιπολεμική ταινία, που φιλοδοξεί να είναι τέτοια, πώς μπορεί να το πετύχει όταν η αναπαράσταση του πολέμου είναι από μόνο του ένα εντυπωσιακό υπερθέαμα. Πώς μπορεί να διατηρεί τον αντιπολεμικό της χαρακτήρα μια ταινία, όταν δείχνει συνεχείς μάχες, φτιαγμένες με ρεαλιστικό τρόπο, απανωτούς νατουραλιστικούς σκοτωμούς, εντυπωσιακά πλάνα εκρήξεων, πλήθη κινούμενα το ένα εναντίον του άλλου, ογκώδεις πολεμικές μηχανές, τανκς, οχήματα μεταφοράς ή χιλιάδες άλογα και κομπάρσους και όλα αυτά χορογραφημένα με θαυμαστή ακρίβεια και με εντυπωσιακά οπτικά και ηχητικά αποτελέσματα σε μια συμφωνία θανάτου; Η φιλμογραφία είναι πια πλούσια σε ταινίες με «αντιπολεμικά» μηνύματα όπως, «Η Γέφυρα του Ποταμού Κβάι, Γράμματα από την Ιβο Τζίμα, Η Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν, Δουνκέρκη, Καλλίπολη 1915, Σταυροί στο Μέτωπο, Τα Κανόνια του Ναβαρόνε, Η Λεπτή Κόκκινη Γραμμή, Αποκάλυψη Τώρα, ΠΛΑΤΟΥΝ, 1917, Σταυροί στο Μέτωπο, Full Metal Jacket κ.ά», το ερώτημα παραμένει πώς ένα γοητευτικό υπερθέαμα, που σαγηνεύει τις αισθήσεις και προκαλεί τον θαυμασμό, μπορεί να έχει και χαρακτήρα φιλειρηνικό; Αρκούν οι νύξεις του περιεχομένου για να κάνουν μια ταινία αντιπολεμική την στιγμή που η μορφή και το πλαίσιο είναι εντυπωσιακά φιλοπολεμικό μέχρι τελευταίου πλάνου;
Το μυθιστόρημα του Ρεμάρκ πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη, το 1930, σε σκηνοθεσία του Λιούις Μάιλστοουν, η ταινία αποσπά τα Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας και Καλύτερης Σκηνοθεσίας. Το 1979 μεταφέρθηκε και στη μικρή οθόνη από τον Ντέλμπερτ Μαν. Το «All Quiet on the Western Front» είναι η πρώτη γερμανόφωνη μεταφορά του βιβλίου και η επίσημη επιλογή της Γερμανίας για το Όσκαρ Καλύτερης Διεθνούς. Η ταινία έλαβε συνολικά εννέα υποψηφιότητες για το πολυθρύλητο αγαλματίδιο του θείου Όσκαρ. Τελικά έλαβε τα βραβεία Διεθνούς ταινίας, Φωτογραφίας, Μουσικής και σκηνογραφίας.
Τα γυρίσματα έγιναν στην Τσεχία, τη Γερμανία και το Βέλγιο και είναι η πιο ακριβή γερμανική ταινία του Netflix. Η σκηνοθεσία είναι του Γερμανού Έντουαρντ Μπέργκερ ο οποίος σπούδασε και στην Αμερική και ζει στο Βερολίνο. Ο Φέλιξ Κάμερερ υποδύεται τον 17χρονο Πάουλ Μπάουμερ ο οποίος κάνει τα πάντα, ώστε να μπορέσει να καταταγεί στον στρατό και να φτάσει στην πρώτη γραμμή, αλλά γρήγορα αντιλαμβάνεται, από τις πρώτες συγκρούσεις, τη φρίκη του πολέμου και με πειστικό τρόπο μας αποκαλύπτει τη διάψευση των προσδοκιών του και ότι κάθε άλλο παρά εύκολα, ηρωικά και δοξαστικά είναι τα πράγματα, όπως νόμιζε στην αρχή αυτός και οι συμμαθητές του.
Κάποιοι συγκρίνοντας την ταινία του Έντουαρντ Μπέργκερ με το οσκαρικό «1917» του Σαμ Μέντες, βρίσκουν ότι υπάρχουν πολλά κοινά στοιχεία. Όμως μεταξύ των δύο ταινιών υπάρχουν και αρκετές διαφορές. Κατ’ αρχάς, το «All Quiet» ισχυρίζονται, «δεν είναι τόσο συναρπαστικά, συνταρακτικά κινηματογραφικό. Είναι όμορφα γυρισμένο, αλλά υπάρχουν μακροσκελείς σεκάνς στις οποίες δεν συμβαίνουν πολλά. Αυτό ενδεχομένως να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά είναι αργό», σύμφωνα, με τον Μάικλ Ο’Σάλιβαν της Washington Post. Όμως εδώ ακριβώς είναι το ενδιαφέρον του «Ουδέν Νεώτερον από το Δυτικόν Μέτωπον» τα «ειρηνικά» κομμάτια της ταινίας θεωρούμε τα πιο σημαντικά του εγχειρήματος, εκεί αναδύεται ο όποιος αντιπολεμικός χαρακτήρας του, εκεί αναδεικνύεται η ανθρώπινη πλευρά των πραγμάτων. Όλες οι πολεμικές ταινίες πια, τις σκηνές των μαχών τις αποτυπώνουν με εντυπωσιακό ρεαλισμό. Οι εκρήξεις, οι πολεμικές συγκρούσεις και ο θάνατος δεν μπορούν να κάνουν τη διαφορά, τη διαφορά θα την βρούμε στα ελεγειακά κομμάτια της πολεμικής ταινίας, στις ήσυχες στιγμές της, εκεί που η κλοπή μιας πάπιας, κάτι μεταξύ σοβαρού και αστείου και η αναπάντεχη εν ψυχρώ εκτέλεση του στρατιώτη από ένα 10χρονο αγροτόπαιδο λύνει τους αρμούς και αφήνει εμβρόντητο και συντετριμμένο τον θεατή.