Γράφει ο Νίκος Ναούμης, πολιτικός επιστήμονας – συγγραφέας
Με το πέρασμα της πανδημίας και του αναγκαστικού μας εγκλεισμού, μια νέα τάση στη ψυχαγωγία ήρθε και όπως φαίνεται, θα μείνει.
Σαν τα μανιτάρια ξεφυτρώνουν πλέον δεξιά και αριστερά, σε πλατφόρμες προβολής τηλεοπτικού περιεχομένου αλλά και σε ελεύθερα κανάλια, οι σειρές εκείνες, οι οποίες έχουν βασίσε το σενάριο τους σε εμπορικά αλλά και όχι τόσο, βιβλία.
Ειλικρινά, δεν θεωρώ καθόλου λάθος και καθόλου κακό, ένα καλό βιβλίο να μεταφερθεί υπό τη μορφή τηλεοπτικής σειράς στις οθόνες μας αλλά και στον κινηματογράφο.
Με τον τρόπο αυτό, πολλά καλά βιβλία, γίνονται ευρύτερα γνωστά και αποκτούν μεγαλύτερο κοινό και άλλα, που δεν έκαναν εμπορική επιτυχία αν και είναι καλογραμμένα, κερδίζουν την προσοχή που τους αξίζει.
Επιπρόσθετα, μέσα από αυτή την «επανάσταση», άνθρωποι οι οποίοι δεν είχαν εντάξει το βιβλίο στη ρουτίνα της ψυχαγωγίας τους, το ανακαλύπτουν και αυτό είναι καλό για όλους όσοι αγαπάμε το διάβασμα και τους συγγραφείς.
Κάπου εδώ, σταματάνε τα θετικά γύρω από αυτή την ιστορία…
Μέσα σε όλη αυτή τη δραστηριότητα, κάπου, κάποιοι, δυστυχώς πολλοί, οι οποίοι κινούνται γύρω από τον χώρο του βιβλίου, έχουν μπερδευτεί πάρα μα πάρα πολύ.
Είναι άλλο πράγμα η τέχνη του λόγου και άλλο, εντελώς διαφορετικό, η τέχνη της εικόνας.
Όπως σε κάθε τέχνη, έτσι και αυτές, έχουν τους δικούς του κανόνες, τα δικά του χαρακτηριστικά και κυρίως, τα δικά του συναισθήματα. Δεν μπορείς, όσο κι αν προσπαθήσεις, να βαφτίσεις το κρέας ψάρι και το αντίστροφο. Το μόνο που θα καταφέρεις αν προσπαθήσεις, είναι να πετύχεις μια άνοστη σούπα, χωρίς γεύση, η οποία δεν έχει να σου προσφέρει το παραμικρό, καμία θρεπτική αξία.
Με λύπη λοιπόν διαπιστών ότι, τα βιβλία που γράφτηκαν στα χρόνια της πανδημίας και έπειτα, τα βιβλία δηλαδή που κυκλοφόρησαν πρόσφατα, δεν έχουν κατά τη γνώμη μου πάντα, καμία λογοτεχνική αξία. Είναι κείμενα γραμμένα στο πόδι, χωρίς επιμέλεια και με κεντρικό άξονα τους, την αποτύπωση εικόνων που θα ήταν αρκετά καλές σε ένα τηλεοπτικό σενάριο.
Επιπλέον, κάνουν χρήση, πολύ εκτεταμένη μάλιστα, λέξεων της καθομιλουμένης οι οποίες μπορούν στον προφορικό λόγο να είναι αποδεκτές αλλά στον γραπτό λόγο, δεν έχουν θέση, επειδή τον αλλοιώνουν και του αλλάζουν φυσιογνωμία σε εγκληματικό βαθμό.
Αντιλαμβάνομαι, ότι μια σειρά λόγων, έχουν παίξει τον δικό τους ρόλο σε ένα μικρό ή μεγάλο βαθμό για αυτή την κατάσταση. Οι περισσότεροι από αυτούς έχουν να κάνουν με το εμπορικό κομμάτι του βιβλίου, το οποίο και δεν αφορούν αυτές τις γραμμές. Όμως, καλό θα ήταν, να σεβόμαστε κάποια πράγματα όπως η γλώσσα μας και η προστασία του περιβάλλοντος.
Δεν υπάρχει λόγος, ένας συγγραφέας να βγάζει δύο και τρία βιβλία τον χρόνο επειδή είναι γνωστός.
Δεν υπάρχει λόγος, ένας εκδοτικός οίκος να πληρώσει παραπάνω χαρτί βγάζοντας στην αγορά μια σειρά βιβλία που θα καταλήξουν στο τέλος να γίνουν πολτός ή να γεμίζουν αποθήκες.
Με τα πεταμένα αυτά χρήματα, ας προσλάβουν κάποιον επιμελητή, κάποιον μεταφραστή και, ας πούνε και ένα όχι σε έναν συγγραφέα φίρμα που τους παρέδωσε αντί για ένα λογοτεχνικό κείμενο, ένα σενάριο φιλοδοξώντας να το διαβάσει κάποιος παραγωγός και να το κάνει τηλεοπτική σειρά.
Σε τελική ανάλυση, ας αναρρωτηθούν όλοι, γιατί στη χώρα μας οι αναγνώστες έχουν φτάσει στο σημείο να είναι λιγότεροι από τους συγγραφείς και γιατί εκδίδονται περισσότερα βιβλία από αυτά που μπορούν να διαβαστούν.
Εύχομαι, κάποια μέρα, ο χώρος του βιβλίου που τόσο αγαπώ, να πάψει να είναι αυτό το σκορποχώρι και η ποιότητα, να επικρατήσει της ποσότητας για το καλό όλων.