Στη διάρκεια της τουρκοκρατίας γίνονταν κατά καιρούς προσπάθειες από ελληνορθόδοξες προσωπικότητες για προσέλκυση βοήθειας από τη Ρωσία ώστε να ελευθερώσει τους Χριστιανούς.
Μια από τις πρώτες σχετικές επαφές έγινε τον Φεβρουάριο του 1649 από τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Παΐσιο ο οποίος επισκέφθηκε τον τσάρο Αλέξιο. Ο πατριάρχης κάλεσε τον τσάρο να γίνει ο “νέος Μωυσής”.
Ο Λαόνικος Ζαμίτρης το 1652 έκανε παρόμοια επίκληση στον Κοζάκο οπλαρχηγό Μποντάν Κμελνίτσκι. Άλλοι ιερωμένοι που απευθύνθηκαν για τον ίδιο σκοπό προς τον τσάρο Αλέξιο της Ρωσίας ήταν ο πρώην πατριάρχης Κων/πολεως Αθανάσιος Πατελάρος το 1653, ο αρχιμανδρίτης της Μονής της Θεοτόκου της Ακροτηριανής της Κρήτης Νεόφυτος (1653), και ο μητροπολίτης Γάζας Παΐσιος Λιγαρίδης (1656).
Το 1657 μια Ενετική αποστολή στη Ρωσία επέδωσε στον τσάρο Αλέξιο επιστολή που είχε γράψει ο Κρητικός ιερομόναχος Γεράσιμος Βλάχος, με την οποία καλούσε τον τσάρο να επιτεθεί κατά των Τούρκων και να ελευθερώσει τους “Ελληνο-ρωμαίους”.
O Μέγας Πέτρος και η Συνθήκη του Κάρλοβιτς
Επί βασιλείας του αναμορφωτή της Ρωσίας σε Μεγάλη Δύναμη, Τσάρου Μεγάλου Πέτρου Α΄, άρχισε να καθίσταται η ανάγκη δημιουργίας στόλου και η έξοδος της χώρας στη Μαύρη θάλασσα και στη συνέχεια στη Μεσόγειο όπως αυτό διαφάνηκε στη περίφημη Συνθήκη του Κάρλοβιτς, που αποτέλεσε σταθμό στα δρώμενα της Μεσογείου και ιδιαίτερα στο Αιγαίο. Δημιουργός του ανύπαρκτου μέχρι τότε τσαρικού στόλου ήταν ο ελληνικής καταγωγής Ιβάν Μπότσης.
Με τη συνθήκη εκείνη όπου πολλά ελλαδικά μέρη πέρασαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ενώ για την Πελοπόννησο άρχιζε η δεύτερη τουρκοκρατία φυσικό επόμενο ήταν οι ορθόδοξοι χριστιανοί της νότιας ευρύτερης περιοχής της Βαλκανικής και κυρίως οι Έλληνες ν΄ αρχίσουν να προσβλέπουν στην ομόθρησκη αυτή Δύναμη αναπτύσσοντας έτσι ένα φιλορωσισμό. Το φιλορωσισμό εκείνο ενίσχυσαν ακόμα προφητείες και θρύλοι για την λυτρωτική επέμβαση από ένα ομόθρησκο κράτος, που έβρισκαν πρόσφορο έδαφος και συγκινούσαν όλες τις κοινωνικές τάξεις.
Ο Μέγας Πέτρος ανταποκρινόμενος θετικά στη προσδοκία αυτή έκανε ό,τι μπορούσε προκειμένου να την ενισχύει υπέρ των βλέψεών του ξεκινώντας αρχικά από τους Έλληνες της Μαύρης Θάλασσας και στη συνέχεια της Βαλκανικής. Η βαλκανική πολιτική του Μεγάλου Πέτρου αν και ανεστάλη προσωρινά ύστερα από την ήττα του στον Προύθο (1711) κληρονομήθηκε ως φυσική συνέχεια στους διαδόχους του.
Το σχέδιο Μύνιχ
Επί βασιλείας της Τσαρίνας Άννας, στη δεκαετία 1730-1740, ο διάσημος Ρώσος (εκ Γερμανίας) και σπουδαίος φιλέλληνας στρατάρχης Μιούνιχ ή Μύνιχ υπέβαλε ένα μεγαλόπνοο και ευφυέστατο σχέδιο στραγγαλισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από δυτικά, προτρέποντας και ενισχύοντας τους ομόδοξους λαούς της Βαλκανικής σε εξέγερση,δρώντας έτσι επικουρικά για τους Ρώσους ως αντιπερισπασμός για τους Τούρκους. Μάλιστα, φρόντισε ο ίδιος να διασπείρει σχετικές προκηρύξεις, απο τη Μολδαβία.
Το αποκαλούμενο αυτό σχέδιο Μύνιχ αποτέλεσε στη συνέχεια δόγμα για τους μετέπειτα ηγεμόνες της Ρωσίας, ιδίως από την Αικατερίνη Β’, που βρισκόταν σε πόλεμο με την Υψηλή Πύλη από τον Ιανουάριο του 1769 προβάλλοντας ως επιχείρημα την προστασία των ομόδοξών της χριστιανών, πολιτική που ακολούθησε έντονα αργότερα και ο Τσάρος Αλέξανδρος Α’ της Ρωσίας.
Το σχέδιο επανάστασης
Το σχέδιο για την επέμβαση των ρωσικών ναυτικών δυνάμεων στην Ελλάδα υπέβαλαν στη φιλόδοξη αυτοκράτειρα της Ρωσίας Αικατερίνη Β΄ οι ευνοούμενοι και συνεργάτες της, αδελφοί Γκριγκόρι, Αλεξέι και Φιοντόρ Ορλώφ από τους οποίους ονομάσθηκε και το κίνημα. Σύνδεσμοι των Ορλώφ στην Ελλάδα ήταν ο Γεώργιος Παπαζώλης, ο Εμμανουήλ Σάρρος, ο αρχιμανδρίτης Αδαμόπουλος κ.α.
Πριν αρχίσουν ωστόσο οι επιχειρήσεις, οι δύο αδελφοί Ορλώφ εγκαταστάθηκαν κρυφά στη Βενετία και άρχισαν συνεννοήσεις με τους Έλληνες που ζούσαν στην ιταλική πόλη και τους πράκτορές τους, οι οποίοι πηγαινοέρχονταν στην Ήπειρο, στη Μακεδονία και στην Πελοπόννησο.
Στην Πελοπόννησο ο Παπαζώλης βρήκε αρκετή ανταπόκριση, με εξαίρεση τη Μάνη όπου αρχικά αντιμετώπισε δυσπιστία. Στην Καλαμάτα συνεργάστηκε με τον Παναγιώτη Μπενάκη, πλούσιο γαιοκτήμονα και έμπορο, στον πύργο του οποίου συγκεντρώθηκαν και άλλοι προύχοντες και κληρικοί. Μέσα σε ενθουσιασμό και χωρίς ψύχραιμη εξέταση της κατάστασης, οι παριστάμενοι υπέγραψαν έγγραφο με το οποίο υπόσχονταν να εξεγείρουν πάνω από 100.000 Έλληνες μόλις θα εμφανίζονταν τα ρωσικά πλοία στις ακτές του Μοριά.
Οι Μανιάτες, παρ’ ό,τι είχαν πληροφορηθεί από ανθρώπους τους στην Ιταλία ότι οι υποσχέσεις του Παπαζώλη ήταν χωρίς αντίκρυσμα, υποσχέθηκαν ότι θα βοηθούσαν τους Ρώσους όταν θα έρχονταν στην Πελοπόννησο με τον όρο ότι οι ρωσικές δυνάμεις δεν θα ήταν λιγότερες από 10.000 άνδρες.
Οι Αλέξιος και Θεόδωρος Ορλώφ αναχώρησαν το 1768 από τη Ρωσία και έφτασαν στη Βενετία όπου συνεργάστηκαν με τον Πάνο Μαρουτσή, γόνο γνωστής ηπειρωτικής οικογένειας εμπόρων και ευεργέτη, καθώς και με τον Ζακυνθινό κόμη Μοτζενίγο. Ο τελευταίος τους εφοδίασε με χάρτες και στρατιωτικές πληροφορίες για τις δυνάμεις των Τούρκων στην Πελοπόννησο και αλλού.
Στη Βενετία, όπου έφτασε και ο Παπαζώλης, καταστρώνονταν στρατηγικά σχέδια και στρατολογούνταν εθελοντές. Όμως οι κινήσεις τους έγιναν αντιληπτές από τις ενετικές αρχές και αναγκάστηκαν να φύγουν και να εγκατασταθούν στη Γένοβα όπου αγόρασαν ένα πλοίο με 20 πυροβόλα. Αναγκάστηκαν να φύγουν και από εκεί και να μεταφέρουν το στρατηγείο τους στο δουκάτο της Τοσκάνης.
Η έναρξη του ρωσο-τουρκικού πολέμου το 1768
Όταν εξερράγη ο ρωσο-τουρκικός πόλεμος στις 30 Σεπτεμβρίου 1768, η Αικατερίνη Β’ επεχείρησε να εξεγείρει τους χριστιανούς των Βαλκανίων δίνοντας στον πόλεμο το χαρακτήρα σταυροφορίας κατά του ισλαμισμού. Οι Έλληνες νόμισαν ότι πλησίαζε το τέλος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και η ανασύσταση της Βυζαντινής. Περισσότερο ενθουσιώδεις ήταν οι Έλληνες κληρικοί, ανώτεροι και κατώτεροι, οι οποίοι βοήθησαν το έργο των Ρώσων πρακτόρων διαδίδοντας τις προφητείες και κάνοντας προμήθειες από όπλα και πολεμοφόδια.
Έντονες επαναστατικές προετοιμασίες γίνονταν στην Πελοπόννησο με αποθήκευση τροφίμων και προμηθειών, με τους πρόκριτους να κατέχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Στην Ηλεία ο Ζαΐμης με δικές του δαπάνες συγκέντρωσε μεγάλες ποσότητες τροφίμων. Ο Μπενάκης συγκέντρωσε σώμα από 400 μισθοφόρους και ανάλογες ενέργειες έκανε ο Μαυρομιχάλης στη Μάνη. Παράλληλα, κληρικοί και πρόκριτοι ανέλαβαν έντονη εκστρατεία για την τόνωση του φρονήματος του πληθυσμού.
Φαίνεται όμως ότι αυτές οι ενέργειες είχαν έλθει εις γνώση των τουρκικών αρχών, όπως επίσης ότι κάποιες οικογένειες που συμμετείχαν στην εξέγερση είχαν επαφές και με τους Τούρκους. Ταυτόχρονα, σε ρωσικά ναυπηγεία ετοιμάζονταν πλοία.
Κατά τα μέσα του 1769 ήταν έτοιμος ο στόλος που θα κατερχόταν στη Μεσόγειο και στα τέλη Ιουνίου ανεχώρησε η πρώτη μοίρα από την Κροστάνδη υπό την ηγεσία του ναυάρχου Σπυριντώφ, αλλά με ουσιαστικό διοικητή των Άγγλο ναύαρχο Greyg.
Οι παράγοντες που έκαναν περισσότερο δεκτικούς τους Κοτσαμπάσηδες της Πελοποννήσου ήταν, κατά ορισμένη άποψη:
α) Η ένταξη του ρωσικού σχεδίου εξέγερσης στους κοινωνικοπολιτικούς προσανατολισμούς των κοτσαμπάσηδων που ενισχύετο από την ανασφάλεια και τον φόβο των Κοτσαμπάσηδων που κορυφώθηκαν σε δυσαρέσκεια, λόγω των ανταγωνισμών των τοπικών προυχόντων αλλά και των παρεμβάσεων της Υψηλής Πύλης.
β) Η έντονα διάχυτη προσδοκία που υπήρχε σχετικά με την έλευση των Ρώσων, η οποία εκαλλιεργείτο από προφητείες και χρησμούς της μεσσιανικής θεολογίας.
γ) Η καλλιέργεια εκ μέρους της Ρωσίας της υποδοχής της ως προστάτη και λυτρωτή των Ορθοδόξων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
Κατά τον Ν. Σαρρή σημαντικό ρόλο στην επανάσταση έπαιξε η συναισθηματική φόρτιση των χριστιανών «ραγιάδων» λόγω της βαθιάς καταφρόνησης και των εξευτελισμών που υφίσταντο από τους Τούρκους και της μεγάλης αντίθεσης μεταξύ αυτών των δύο πλευρών. Αυτή η ψυχική φόρτιση εξηγεί και τη στροφή του ελληνισμού προς τη Ρωσία.
Παράδειγμα αυτής της τάσης ήταν απήχηση των «χρησμών» του Αγαθάγγελου που αναφερόταν στο «ξανθό γένος» που έμελλε να ελευθερώσει τους υπόδουλους Έλληνες από τον οθωμανικό ζυγό. Εξ άλλου, από το 1753 ο ευεργέτης Ι. Πρίγκος που ζούσε τότε στο Άμστερνταμ αποκαλούσε τη Ρωσία «κοινή των ορθοδόξων μητέρα και μόνη ελπίδα και καταφυγή του δυστυχούς μας γένους».
Το ξέσπασμα της Επανάστασης
Στα τέλη του Ιουλίου 1769 άρχισε η αποστολή της πρώτης ρωσικής ναυτικής μοίρας στο Αιγαίο, με διοικητή τον ναύαρχο Γκριγκόρι Σπυριντώφ και τον Άγγλο αξιωματικό Γκρέιγ, ο οποίος υπηρετούσε το ρωσικό ναυτικό. Χρέη τοποτηρητή του στόλου είχε ο Μυκονιάτης πλοίαρχος Αντώνιος Ψαρρός. Λίγο αργότερα ξεκίνησε από τη Βαλτική δεύτερη ρωσική μοίρα, με διοικητή τον Σκοτσέζο Έλφινστον και στις αρχές Ιουνίου αναχώρησε για το Αιγαίο και τρίτη ρωσική δύναμη, με διοικητή τον Δανό υποναύαρχο Αρφ.
Ο Φιοντόρ Ορλώφ έσπευσε να συναντήσει το μεγαλύτερο τμήμα του ρωσικού στόλου στην Μαόν της Μινόρκας, απέσπασε ένα πολεμικό και με τρία ακόμη πλοία, τα οποία είχε εξοπλίσει στο Λιβόρνο, έφτασε στις 17 Φεβρουαρίου 1770 στο Οίτυλο της Μάνης και κήρυξε την επανάσταση.
Οι επαναστάτες συγκρότησαν αμέσως δύο λεγεώνες (συνολικά περίπου 1.450 άνδρες) και την 1 Μαρτίου άρχισε η πολιορκία της Κορώνης. Άλλη επαναστατική δύναμη Μανιατών και Ρώσων κυρίευσε τον Μιστρά, όπου και σχηματίσθηκε ο πρώτος πυρήνας ελληνικής προσωρινής κυβέρνησης με επικεφαλής τον Αντώνιο Ψαρρό.
Ύστερα από την επιτυχία αυτή, η εξέγερση γενικεύτηκε σε πολλές επαρχίες της Πελοποννήσου (Κορινθία, Αργολίδα, Κυπαρισσία, Αχαΐα), αλλά και σε άλλες ελληνικές περιοχές, όπως στην Κρήτη με τον Δασκαλογιάννη, στην Ήπειρο με τους Χειμαρριώτες και στο Μεσολόγγι με τον Αναστάσιο Παλαμά.
Τον Μάρτio του 1770, κι αφού ελευθερώθηκε η Λακωνία, ο Ρώσος λοχαγός Μπάρκοφ πήρε διαταγή από τον Θεόδωρο Ορλόφ να καταλάβει την Τριπολιτσά, με μια λεγεώνα από 8.000 Έλληνες επαναστάτες και 50 Ρώσους. Κατά τη στιγμή της προσέγγισης στην Τριπολιτσά, περίπου χίλιοι εμπειροπόλεμοι Τουρκαλβανοί έσπασαν τον αποκλεισμό στον Ισθμό, έφτασαν στην Τριπολιτσά κι ενίσχυσαν τη φρουρά της πόλης.
Η σύγκρουση, που αποτέλεσε και το τέλος της επανάστασης, έγινε -σύμφωνα με τους ιστορικούς- στα Τρίκορφα, στις 29 Μαρτίου. Έπειτα από ημίωρο αγώνα κι έναν επιτυχή ελιγμό των αντιπάλων τους, οι Έλληνες εκάμφθησαν. Η ήττα υπήρξε εξοντωτική.
Τη νίκη των Τούρκων ακολούθησε μεγάλη σφαγή εντός της πόλεως, με θύματα περίπου 3.000 Έλληνες, μεταξύ αυτών ο αρχιεπίσκοπος Άνθιμος και αρκετοί άλλοι κληρικοί. Τρεις ημέρες αργότερα, οι εναπομείναντες Ρώσοι επιβιβάσθηκαν στα πλοία και εγκατέλειψαν την Πελοπόννησο.
Την αποτυχία της Τριπολιτσάς αντιστάθμισε για λίγο η κατάληψη του Ναυαρίνου από τους Ρώσους (10 Απριλίου) και η άφιξη του Αλεξέι Ορλώφ, αλλά η αποτυχία των επαναστατών στο στενό του Ριζόμυλου, στον Μελίπυργο και κυρίως στην Μεθώνη οδήγησε σε άδοξο τέλος την επιχείρηση των Ορλώφ και των Ελλήνων της Πελοποννήσου και το Ναυαρίνο εγκαταλείφθηκε στις 26 Μαρτίου 1770.
Η κατάληξη της Ρωσοτουρκικής διαμάχης
Ο Αλεξέι Ορλώφ και οι συνεργάτες τους δεν μπορούσαν όμως να επιστρέψουν στη Ρωσία χωρίς κάποια εντυπωσιακή νίκη.
Άρχισαν λοιπόν τη συστηματική καταδίωξη του τουρκικού στόλου στο Αιγαίο, η οποία κατέληξε στη μεγάλη, νικηφόρο για τους Ρώσους, ναυμαχία του Τσεσμέ (4 Ιουλίου 1770), μεταξύ Χίου και μικρασιατικών παραλίων, η οποία αποτέλεσε μία από τις σοβαρότερες ναυτικές καταστροφές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Ωστόσο, οι Ορλώφ δεν κατόρθωσαν να περάσουν τα Δαρδανέλια, όπου στο μεταξύ ο βαρόνος Ντε Τοτ και οι Γάλλοι σύμμαχοι των Τούρκων είχαν οργανώσει την άμυνα και είχαν κατασκευάσει ισχυρά οχυρωματικά έργα. Κατόπιν τούτου εγκαταστάθηκαν στο λιμάνι της Νάουσας στην Πάρο, όπου έμειναν άπρακτοι έως την υπογραφή της συνθήκης Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774), η οποία αποκαθιστούσε την ειρήνη στο Αιγαίο.
Τα αντίποινα στην Πελοπόννησο
Αμέσως μετά την αποχώρηση των Ρώσων, μέλη της οθωμανικής κυβέρνησης (Διβάνι) πρότειναν τη γενική σφαγή των Ελλήνων, αδιακρίτως φύλου κι ηλικίας. Όλοι συμφώνησαν εκτός από τον αρχιναύαρχο Χασάν Τζεζαϊρλή, ο οποίος κατόρθωσε τελικά να επιβάλει την άποψή του με το ακαταμάχητο επιχείρημα «Εάν φονευθώσιν όλοι οι Έλληνες, ποίος θα πληρώνη το χαράτσι;»
Ύστερα, προφανώς μετά το 1774, δηλαδή μετά την αποχώρηση του Ρωσικού στόλου από τις Κυκλάδες και τη συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, ο Χασάν έπλευσε στα νησιά του Αιγαίου. Πολλών τα πλοία είχαν υψώσει την ρωσική σημαία κατά τη διάρκεια της επανάστασης και πραγματοποιούσαν καταδρομές στα παράλια, συλλήψεις πλοίων και λεηλασίες. Αλλά ενώ οι κάτοικοι περίμεναν έντρομοι την εκδικητική μανία των Τούρκων, ο Χασάν φέρθηκε ηπιότατα επηρεασμένος από τον διερμηνέα του στόλου Νικόλαο Μαυρογένη.
Στην Πελοπόννησο όμως οι συνθήκες που επικράτησαν μετά την καταστολή της επανάστασης ήταν φοβερές για τους Έλληνες. Οι Αλβανοί, τους οποίους οι Τούρκοι είχαν εξαπολύσει κατά των Ελλήνων, επί εννέα χρόνια λεηλατούσαν τη χερσόνησο, έκαιγαν, έσφαζαν, εξανδραπόδιζαν και πουλούσαν τους κατοίκους.
Οι κάτοικοι της Βοστίτσας (Αιγίου) σφάχτηκαν όλοι, οι Σπέτσες ερημώθηκαν. Όταν δεν έβρισκαν πρόχειρη λεία ανάγκαζαν οι Αλβανοί τους Πελοποννήσιους να υπογράψουν χρεωστικές ομολογίες και πολλοί είχαν τέτοιες στα χέρια τους για πεντακόσιες ή εξακόσιες χιλιάδες γρόσια. Άλλοι πωλούνταν ως δούλοι.
Ο Φρ. Πουκεβίλ αναφέρει ότι 20.000 πουλήθηκαν στην Αφρική και σε Τούρκους της Ρούμελης. Όσοι Έλληνες μπόρεσαν, κρύφτηκαν στα βουνά ή κατέφυγαν στην Επτάνησο. Ακόμα κ’ οι Μανιάτες ανέβηκαν στα κρησφύγετα του Ταΰγετου και οι οικισμοί τους λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν.