Ο Όλιβερ Στόουν αποτελεί έναν από τους πιο καταξιωμένους σεναριογράφους και σκηνοθέτες του αμερικανικού κινηματογράφου έχοντας στην κατοχή του πολυάριθμες διακρίσεις αλλά και αρκετά χρυσά αγαλματίδια του θείου Όσκαρ.
Ο Όλιβερ Γουίλλιαμ Στόουν , όπως είναι το πλήρες όνομα του γεννήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου του 1946 στη Νέα Υόρκη αποτελώντας το μοναδικό παιδί του Louis και της Jacqueline Coddet Stone. Ο πατέρας του ήταν επιτυχημένος χρηματιστής με αποτέλεσμα τα παιδικά του χρόνια να χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερη οικονομική άνεση και όλα τα προνόμια που ακολουθούσε κάτι τέτοιο όπως τα ιδιωτικά σχολεία, τις καλοκαιρινές διακοπές στη Γαλλία αλλά και την έντονη αίσθηση του πατριωτισμού. Ιδιαίτερα ο πατέρας του ήταν ένας πολύ συντηρητικός άνθρωπος που πίστευε στις κοινωνικές και πολιτικές παραδόσεις ενώ εναντιωνόταν σε οποιαδήποτε αλλαγή.
Ωστόσο, όταν ο Στόουν ήταν ακόμα μικρός και μαθήτευε στο Hill Scholl στην Πενσυλβάνια, οι γονείς του αποφάσισαν να χωρίσουν, ενώ ανακάλυψε ότι ο πατέρας του είχε μεγάλα οικονομικά προβλήματα γκρεμίζοντας και την όλη εικόνα που είχε δημιουργήσει στα μάτια του νεαρού γιού του.
Η είσοδός του στο Yale για να συνεχίσει τις σπουδές του το 1965 δεν κράτησαν παρά μόνο ένα χρόνο καθώς αποφάσισε σύντομα να το εγκαταλείψει. Λίγο αργότερα στα τέλη του 1965 βρίσκει δουλειά ως καθηγητής αγγλικών σε ένα σχολείο στη Σαϊγκόν στο Νότιο Βιετνάμ την ίδια περίοδο που τα αμερικανικά στρατεύματα στέλνονται στην περιοχή για να συνδράμουν στον εμφύλιο πόλεμο. Ο Στόουν παραμένει εκεί για 6 μήνες και ύστερα επιστρέφει στις ΗΠΑ όπου και αρχίζει να γράφει ένα μυθιστόρημα μένοντας για μικρό διάστημα στο Μεξικό και κάνοντας μία άκαρπη προσπάθεια να επιστρέψει στο πανεπιστήμιο. Οι προσπάθειές του να βρει εκδότη για το βιβλίο του δεν στέφονται με επιτυχία και αποφασίζει να καταταγεί στον στρατό συνεχίζοντας να κάνει διορθώσεις και αλλαγές σε ένα μυθιστόρημα 1100 σελίδων με τίτλο ‘A Child’s Night Dream’, το οποίο κυκλοφόρησε τελικά το 1997.
Ο Στόουν είχε την ευκαιρία να μην εμπλακεί στον πόλεμο του Βιετνάμ παραμένοντας στο πανεπιστήμιο και συνεχίζοντας τις σπουδές του, αλλά επέμεινε να μην αποφύγει τα στρατιωτικά του καθήκοντα καθώς ήθελε να αποδείξει στον πατέρα του ότι ήταν αληθινός άντρας και δεν φοβόταν. Γρήγορα αντιλήφθηκε ότι η πραγματική μάχη είναι πολύ διαφορετική από αυτή που φανταζόταν. Ο ίδιος έχει αναφέρει σε συνέντευξή του στη Washigton Post ότι το Βιετνάμ τον είχε ήδη σκοτώσει και τον αηδίαζε. Εξάλλου δεν ήταν λίγες οι φορές που έζησε φρικτές εμπειρίες στα πεδία των μαχών καθώς είχε τραυματιστεί δύο φορές και είχε γίνει μάρτυρας απάνθρωπων συμπεριφορών στρατιωτών απέναντι σε Βιετναμέζουν πολίτες.
Μετά την επιστροφή του στις ΗΠΑ, επέλεξε να συνεχίσει τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης σπουδάζοντας σκηνοθεσία με τον σκηνοθέτη Martin Scorsese.
Ο Στόουν ήταν αποφασισμένος ότι εκείνο που αγαπούσε ήταν να γράφει σενάρια και να σκηνοθετεί στον κινηματογράφο. Κατάφερε να αποφοιτήσει το 1971 και μέσα σε δύο χρόνια πούλησε το πρώτο του σενάριο σε μία μικρή καναδική κινηματογραφική εταιρεία. Η πρώτη του σεναριακή και σκηνοθετική απόπειρα ήρθε με την ταινία Seizure το 1974 ένα θρίλερ που αναφερόταν σε έναν συγγραφέα που έβλεπε όσα έγραφε να ζωντανεύουν.
Η ταινία ωστόσο δεν είχε την αναμενόμενη επιτυχία ούτε σε χρήματα αλλά ούτε και σε κριτικές και ο Στόουν βρέθηκε σύντομα να παλεύει με τον εθισμό του στα ναρκωτικά και τον αλκοόλ. Κατάφερε να συνέλθει το 1976 όταν αποφάσισε να γράψει ένα σενάριο που να βασίζεται στις εμπειρίες του από τον πόλεμο του Βιετνάμ. Ανάμεσα στο 1976 και το 1978 κατάφερε να ολοκληρώσει δύο σενάρια. Το ένα για το Platoon που βασιζόταν σε δικές του εμπειρίες και εμπειρίες συμπολεμιστών του και το Γεννημένος την 4η Ιουλίου που βασιζόταν στην αυτοβιογραφία του βετεράνου του Βιετνάμ Ron Kovic. Ωστόσο, κανένα κινηματογραφικό στούντιο δεν έδειχνε ενδιαφέρον να γυρίσει κάποιο από τα δύο καθώς τα θεωρούσαν ιδιαίτερα βίαια και καταθλιπτικά αν και πρόσφεραν συνεργασία στον Στόουν σε άλλες παραγωγές αναγνωρίζοντας το συγγραφικό του ταλέντο.
Το 1977, ο Όλιβερ Στόουν προσελήφθη να γράψει το σενάριο για την ταινία Midnight Express, το γνωστό δράμα που βασιζόταν στην αληθινή ιστορία σύλληψης του Bill Hayes από τις τουρκικές αρχές. Πολλοί κριτικοί θεώρησαν την ταινία ιδιαίτερα βίαιη και με ρατσιστικά στοιχεία για τους Τούρκους αλλά ακριβώς αυτό ήταν που προκάλεσε και αίσθηση φέρνοντας την ταινία με 5 υποψηφιότητες για Όσκαρ εκ των οποίων ο Στόουν κέρδισε εκείνο του Καλύτερου Σεναρίου.
Η καριέρα του συνεχίστηκε γράφοντας και σκηνοθετώντας το The Hand το 1981 αλλά και άλλα σενάρια καθώς και την ανατρεπτική ταινία Ο Σημαδεμένος. Εκείνη την περίοδο, ο ίδιος έδινε μάχη για να απεξαρτηθεί από την ηρωίνη και η ταινία αποτελούσε σημαντικό προσωπικό του στοίχημα. Αναζητώντας να έχει τον έλεγχο στις ταινίες του ξεκίνησε να κάνει ανεξάρτητες παραγωγές. Το 1986 γύρισε την ταινία Salvador με την υποστήριξη μιας μικρής βρετανικής εταιρείας παραγωγής, της Hemdale και λίγο αργότερα τον χρηματοδότησε για να γυρίσει το Platoon, το οποίο απέσπασε πολλά Όσκαρ ανάμεσα τους και εκείνο της καλύτερης ταινίας και της καλύτερης σκηνοθεσίας κάνοντας τον Στόουν έναν από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες της εποχής του.
Η επιτυχία του Platoon συνεχίστηκε με την ταινία Wall Street που αποτέλεσε το πρώτο μεγάλο οικονομικό εγχείρημα του Στόουν. Η ιστορία περιστρεφόταν γύρω από έναν νεαρό χρηματιστή και τον ηλικιωμένο σκληρό επιχειρηματία που τον επηρρέαζε, ενώ μέχρι το 1989 ο Όλιβερ Στόουν είχε βρει τα χρήματα για να γυρίσει το παλιό του σενάριο Γεννημένος την 4η Ιουλίου με πρωταγωνιστή τον Τομ Κρουζ κερδίζοντας ένα ακόμα Όσκαρ Καλύτερης Σκηνοθεσίας.
Το επόμενο κινηματογραφικό του βήμα ήρθε το 1991 με την ταινία Doors και το αμφιλεγόμενο, JFK, ενώ το 1993 γύρισε την ταινία Heaven and Earth με θέμα πάλι τον πόλεμο του Βιετνάμ που τόσο τον είχε σημαδέψει ενώ το 1994 γύρισε το Natural Born Killers με εικόνες έντονης και ωμής βίας.
Τα επόμενα κινηματογραφικά του βήματα περιελάμβαναν την ταινία Richard Nixon στην οποία συνεργάστηκε με τον ηθοποιό Άντονι Χόπκινς και η οποία προτάθηκε και πάλι για όσκαρ ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι που υποστήριξαν ότι ο Όλιβερ Στόουν μπορεί να κάνει ταινίες χωρίς να επηρρεάζεται από τις πολιτικές του πεποιθήσεις.
Οι σχετικά πιο πρόσφατες κινηματογραφικές του ταινίες περιλαμβάνουν την σκηνοθεσία της ταινίας U – Turn το 1997, το σενάριο και την σκηνοθεσία του Any Given Sunday το 1999 και την παραγωγή της τηλεοπτικής ταινίας The Day Reagan was Shot το 2001. Μάλιστα, εκείνο το διάστημα το δικαστήριο της Λουιζιάνας έκανε αγωγή στον Στόουν και στην Warner Brothers θεωρώντας τους υπεύθυνους για τον τραυματισμό μίας υπαλλήλου από δύο νεαρούς που επηρεάστηκαν από την ταινία τους Natural Born Killers.
Ανάμεσα σε εκείνα που μπορεί κανείς να συμπεριλάβει στις επιτυχίες του και στην αναγνώρισή του ως σκηνοθέτη είναι και η κινηματογράφηση του Φιντέλ Κάστρο το 2002 από τον ίδιο για ένα ντοκυμαντέρ για την Κούβα, ενώ συνολικά έχει γυρίσει δύο ντοκυμαντέρ για τον Κάστρο, ένα ντοκυμαντέρ για τον Hugo Chavez καθώς και το ντοκυμαντέρ Persona Non Grata που αναφέρεται στο Παλαιστινιακό και το South of the Border τo 2009.
Επιπλέον, έχει συνεργαστεί με μεγάλους αστέρες του κινηματογράφου, όπως ο Μάικλ Ντάγκλας με τον οποίο γύρισε πέρυσι και την συνέχεια της Wall Street: Money Never Sleeps αλλά και τους Ατζελίνα Τζολί, Λεονάρντο Ντι Κάπριο, Κόλιν Φάρελ (Αλέξανδρος), Κέβιν Κόστνερ, Βαλ Κίλμερ και πλήθος άλλων. Εκείνο που τον ξεχωρίζει από άλλους σκηνοθέτες είναι η έντονη πολιτικοποίησή του μέσα στις ταινίες του.