/Οι τελευταίες ώρες του Γιάννη Παπαϊωάννου

Οι τελευταίες ώρες του Γιάννη Παπαϊωάννου

Οι τελευταίες ώρες του Γιάννη Παπαϊωάννου, που γεννήθηκε σαν σήμερα και έφυγε για πάντα από τη ζωή το ξημέρωμα της 3ης Αυγούστου του 1972, οδηγώντας το αυτοκίνητό του.

Θέλω να βρω έναν άνθρωπο να πω τα μυστικά μου, να μην πεθάνω άξαφνα και μείνουν στην καρδιά μου», τραγουδούσε από το πάλκο του κέντρου «Πανόραμα», στις Τζιτζιφιές, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, λίγες ώρες πριν ο χάρος «ψαρέψει με τ’ αγκίστρι του» την δική του, καθάρια ψυχή. Ήταν ξημερώματα της 3ης Αυγούστου του 1972, όταν ο «μπαρμπα-Γιάννης, ο ψηλός», όπως τον αποκαλούσαν με θαυμασμό και αγάπη, μικροί και μεγάλοι, αποχαιρετούσε τα εγκόσμια, τόσο πρόωρα – μόλις 58 χρόνων – βυθίζοντας στο πένθος την οικογένειά του, τον κόσμο του λαϊκού τραγουδιού και αυτούς που τραγούδησαν τα τραγούδια του, στην Ελλάδα και αλλού.

«Τα τραγούδια μου είναι τα παθήματά μου, οι αγώνες μου, το μεροκάματο για τη φασολάδα, τα όνειρά μου, οι καντάδες μου, η ζωή μου ολόκληρη και η ζωή του φτωχού κοσμάκη», έλεγε ο ίδιος… «Φαληριώτισσα», «Χατζηκυριάκειο», «Καπετάν Αντρέα Ζέπο», «Βγήκε ο χάρος να ψαρέψει», «Σβήσε το φως να κοιμηθούμε», «Πέντε Έλληνες στον Άδη», «Πριν το χάραμα μονάχος», «Άνοιξε, γιατί δεν αντέχω», «Βαδίζω και παραμιλώ», «Πώς θα περάσει η βραδιά», «Τα νιάτα δεν τα χόρτασα» και τόσα ακόμα, τραγούδια βγαλμένα απ’ τη στόφα του αυθεντικού λαϊκού δημιουργού, που αντέχουν στο χρόνο και τραγουδιούνται μέχρι τις μέρες μας.

Εκείνο το μοιραίο βράδυ, στο πάλκο του κέντρου «Πανόραμα», δέσποζαν οι μορφές του Γιάννη Παπαϊωάννου και του Βασίλη Τσιτσάνη. Ανάμεσα στους καλλιτέχνες που πλαισίωναν τα δυο μεγαθήρια του λαϊκού τραγουδιού, ήταν ο τραγουδιστής Αντώνης Παπαϊωάννου, γιος του συνθέτη – ο τελευταίος άνθρωπος που θα μιλήσει μαζί του, λίγο πριν το μαύρο μαντάτο για τον θάνατο του πατέρα του χτυπήσει πρώτα τη δική του πόρτα… Τα ξημερώματα ο μπαρμπα-Γιάννης θα σκοτωθεί, όταν το αυτοκίνητό του θα βγει από τον δρόμο και θα καρφωθεί σε μια κολώνα, στον Πειραιά… Η μαρτυρία του για εκείνη τη νύχτα και για τις τελευταίες στιγμές του Γιάννη Παπαϊωάννου καταγράφεται από τον Πάνο Γεραμάνη στο βιβλίο του «Η ζωή μου ένα τραγούδι» (Καστανιώτης, 2007) και αποτελεί ένα μοναδικό ντοκουμέντο:

«Έκανε πολλή ζέστη εκείνη την νύχτα. Ο μπάτης που φυσούσε από την απέναντι, πλευρά της θάλασσας δεν έπιανε τους καλλιτέχνες στο πάλκο. Ο Τσιτσάνης, ο πατέρας μου και όλοι οι άλλοι καλλιτέχνες κάθε λίγο και λιγάκι έβγαζαν τα μαντίλια τους και σκούπιζαν τον ίδρωτα από το πρόσωπό τους. Το μαγαζί ήταν γεμάτο. Ο κόσμος είχε κέφι και διάθεση για διασκέδαση. Οι ζεϊμπεκιές και τα χασάπικα έπαιρναν κι έδιναν στην πίστα. Όταν ήρθε η στιγμή να παίξει ο μπαρμπα-Γιάννης τα γνωστά ορχηστρικά του, τα χασαποσέρβικα που ξεσήκωναν τους θαμώνες, δεν είχε καθόλου όρεξη. Από εκείνη την στιγμή κάτι άρχισε να με τρώει μέσα μου. Κάτι δεν μου πήγαινε καλά. Τον κοίταζα με τρόπο και μου φαινόταν αλλιώτικη η όψη του. Σε ένα διάλειμμα μου είπε: “Πολλή ζέστη, ρε Αντώνη, να τελειώσουμε και να φύγω για την Κούλουρη για να δροσιστώ λίγο”. Κατά τις τέσσερις το πρωί κατέβηκαν όλοι από το πάλκο. Και ενώ ετοιμαζόμασταν να φύγουμε, γύρω στις πέντε παρά τέταρτο ήρθε μια μεγάλη παρέα, φίλοι του πατέρα. Ήταν οι εφοπλιστές Νίκος Κοτζιάς, Νεκτάριος Σκούφαλος, κ.ά.

»Ενώ είχε τελειώσει το πρόγραμμα, ο μπαρμπα-Γιάννης, για να μην τους χαλάσει το χατίρι, ανέβηκε στο πάλκο, τους έπαιξε τρία-τέσσερα τραγούδια και μετά τέλος. Μόλις κατέβηκε, είχε μια ολιγόλεπτη κουβέντα με τον ιδιοκτήτη του κέντρου Δήμο Καραθανάση. Εγώ κρυφάκουγα την συζήτηση. Ο Καραθανάσης προσπαθούσε, και μάλιστα με πιεστικό τρόπο, να πείσει τον πατέρα μου για την χειμερινή σεζόν εκείνης της χρονιάς, δηλαδή του 1972, να πάει -χωρίς τον Τσιτσάνη- επικεφαλής συγκροτήματος στο “Πανόραμα” της οδού Αχαρνών 77 (εκεί που παλιά επί 20 χρόνια λειτουργούσε η γνωστή ταβέρνα “Τζίμης ο Χονδρός”). Ο Καραθανάσης του έδινε διπλάσια χρήματα από αυτά που έπαιρνε τότε στο θερινό στις Τζιτζιφιές. Άκουσα τον μεταξύ τους διάλογο και σας τον μεταφέρω:

«Καραθανάσης: “Πες μου το ‘ναι’, ρε Γιάννακα, κι εγώ εκτός από τα διπλάσια λεφτά θα βάλω φωτεινή επιγραφή Γιάννης Παπαϊωάννου, που θα πιάσει την Αχαρνών από την μία γωνιά στην άλλη.

»Παπαϊωάννου: “Δήμο μου, δεν γίνεται. Στο ξαναείπα και χθες. Έχω κλείσει για τον χειμώνα, πάλι με τον κουμπάρο τον Βασίλη (Τσιτσάνη). Εγώ, Δήμο, με ξέρετε όλοι σας, χρόνια ολόκληρα δεν αθέτησα ποτέ τον λόγο μου. Δεν μπορώ να το κάνω τώρα. Έχουμε κάνει συμφωνία διά λόγου. Αν δεν την τηρήσω, φαντάζεσαι τι θα πουν για μένα οι άλλοι: Θα με κυνηγούν οι τύψεις μου αν αθετήσω την συμφωνία. Κάνε την δουλειά σου εσύ για τον χειμώνα και του χρόνου τα λέμε. Δεν θα χαθούμε”.

»Ο πατέρας μου σηκώθηκε από την καρέκλα φανερά στενοχωρημένος. Ο Καραθανάσης του είπε: “Καλά, ρε Γιάννακα, δεν τα χαλάμε. Καλή καρδιά”, για να πάρει την απάντηση: “Δεν ξέρω τι θα κάνεις, αλλά πάντα να μου προσέχεις τον γιο μου”. Ο Δήμος παραξενεύτηκε και ρώτησε πάλι: “Γιατί το λες αυτό;” και ο μπαρμπα-Γιάννης του είπε τα ίδια: “Δήμο, θέλω να προσέχεις τον Αντώνη”.

»Η ώρα ήταν 5.20 π.μ. “Μπες στο αυτοκίνητο, να πάμε σπίτι για να δω λίγο την μικρή”, είπε. Μόλις φτάσαμε έξω από το σπίτι, προβληματίστηκε για το αν θα ανέβαινε να δει την κόρη μου που ήταν άρρωστη. Ήθελε να παίξει μαζί της. Εκείνη την στιγμή τον ρώτησα τι είχε όλη νύχτα και ήταν άκεφος: “Άσε, θα σου πω”, απάντησε. Είχαμε βγει από το αυτοκίνητο και, κρατούσαμε ανοιχτές τις πόρτες. Κοιταχτήκαμε αμήχανα, πατέρας και γιος. Πέρασαν δυο λεπτά σιωπής. Αν δεν ήταν χάλια η μικρή”, του είπα, “θα ερχόμουν κοντά σου. Δεν θέλω να πας μόνος, είσαι κουρασμένος”. “Δεν πειράζει, μωρέ Αντώνη, πρώτη φορά πάω μόνος μου;» είπε και θυμήθηκε ότι τον περίμενε η μάνα μου μπροστά στα φέρι να την περάσει απέναντι στον Πειραιά. Τότε μου είπε τα τελευταία λόγια: “Πρέπει να φύγω γρήγορα, την έχω στήσει”.

«Οι εικασίες που κυκλοφόρησαν ή οι ερμηνείες που δόθηκαν μετά τον θάνατο του πατέρα μου δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Οι αυτόπτες μάρτυρες, αλλά και η Τροχαία που έφτασε στον τόπο του δυστυχήματος μέσα σε λίγα λεπτά, έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν τον πήρε ο ύπνος στο τιμόνι. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου, υπερευαίσθητος όπως ήταν σε όλη του την ζωή, προσπάθησε να αποφύγει ένα πουλί, να μην το σκοτώσει, με αποτέλεσμα να κάνει στραβοτιμονιά, να πέσει στην κολόνα και να σκοτωθεί ο ίδιος».

Στο ίδιο βιβλίο, ο Πάνος Γεραμάνης καταγράφει τη μαρτυρία του ζωγράφου Αντώνη Ιωάννου, που έζησε για χρόνια δίπλα στον Γιάννη Παπαϊωάννου και κείνο το μοιραίο βράδυ διασκέδαζε με τη συντροφιά του στο «Πανόραμα».

«(…)Την τελευταία βραδιά βρεθήκαμε με τη γυναίκα μου και δυο φίλους στο “Πανόραμα” στις Τζιτζιφιές και σε διπλανή παρέα ο φίλος μου Σπύρος Παπαϊωάννου, με 40 βαθμούς. Κουρασμένος, ζαλισμένος από την ζέστη και τη δουλειά [ο Γιάννης Παπαϊωάννου], την ώρα που φεύγουμε μας σταματάει με ένα σφύριγμα για να ακούσουμε το τελευταίο τραγούδι: “Ψάχνω να βρω έναν άνθρωπο να πω τα μυστικά μου, να μην πεθάνω άξαφνα και μείνουν στην καρδιά μου”. Φεύγουμε και το πρωί ξύπνησα με το τηλεφώνημα της καταστροφής».

Τα όσα εξιστορεί  ο Αντώνης Παπαϊωάννου επιβεβαιώνουν με τη σειρά τους την ακεραιότητα του χαρακτήρα και το ήθος του σπουδαίου δημιουργού.

Πέρα από την αναγνωρισμένη αξία του ως συνθέτη και δεξιοτέχνη του μπουζουκιού (αποτελεί παρακαταθήκη το αρχοντικό του παίξιμο στα ανεπανάληπτα ταξίμια του) ο Γιάννης Παπαϊωάννου ξεχώρισε για την απλότητα, την καλοσύνη και το ήθος του, σ’ ένα χώρο όπου βασιλεύει η ματαιοδοξία και περισσεύουν το βεντετιλίκι και η έπαρση. Και αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην οικογένειά του, στη μάνα και τη γιαγιά του που τον μεγάλωσαν, στη Μικρασία και στον Πειραιά όπου βρέθηκαν πρόσφυγες αμέσως μετά την καταστροφή, αλλά και στις δικές του «κεραίες» που δεν «χαμήλωσαν» ποτέ μπροστά στην κοινωνική αδικία που βίωσε όταν πάλευε να χτίσει τη δική του ζωή και τη δική του οικογένεια.

Πριν η φήμη του Γιάννη Παπαϊωάννου εξαπλωθεί εντός και εκτός συνόρων, όπου υπάρχει ελληνισμός, ο ψηλός «τουρκομερίτης» πάλεψε δουλεύοντας σκληρά στη θάλασσα και στο γιαπί, πέρασε μέσα από συμπληγάδες και ξεπέρασε πολλούς σκοπέλους μέχρι να καταφέρει να εδραιώσει την παρουσία του και να λάμψει με το ταλέντο και την καθαρότητά του σ’ έναν ακόμα σκληρό κόσμο, αυτόν του λαϊκού τραγουδιού και των νυχτερινών κέντρων.  Έναν κόσμο γεμάτο γυαλιστερές κορφές και κοφτερούς γκρεμούς, που όμως ο μπαρμπα-Γιάννης πορεύτηκε με σταθερά βήματα τιμής και περηφάνιας.

Γι’ αυτό η απώλειά του, πάνω στην ωριμότερη ίσως στιγμή της διαδρομής του άφησε δυσαναπλήρωτο κενό. Γι’ αυτό η απουσία του Γιάννη Παπαϊωάννου παραμένει ζωντανή ανάμεσα στους «ανώνυμους» απλούς ανθρώπους που τον συνάντησαν μέσα απ’ τα τραγούδια του και τον αγάπησαν για την αυθεντικότητα του έργου και του βίου του.

Νίκο Πουρναράς

katiousa