/Οι προσπάθειες για την επανένωση των Eκκλησιών κατά τον ύστερο Mεσαίωνα

Οι προσπάθειες για την επανένωση των Eκκλησιών κατά τον ύστερο Mεσαίωνα

Γράφει ο Βαγγέλης Αντωνιάδης

Εισαγωγή

Παρά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης η Αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να ανακάμψει και να αποκτήσει την παλιά της ισχύ. Καθώς παλαιές αλλά και νέες απειλές με προεξάρχουσα την τουρκική διαφαινόταν από την Μικρά Ασία, όσο και από τα Βαλκάνια και την δύση.

Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες της δυναστείας των Παλαιολόγων ήταν η διασφάλιση στήριξης από την δύση με την μεσολάβηση του Πάπα που σαφώς προϋπόθετε την επανένωση των εκκλησιών.

Οι προσπάθειες θεραπείας του σχίσματος όπως ονομάστηκαν από την εκκλησιαστική ιστορία οι απόπειρες για την επανένωση των εκκλησιών μετά το σχίσμα αλλά και τις προσπάθειες των τελευταίων αυτοκρατόρων με κύριους άξονες την σύνοδο της Λυών, τον προσηλυτισμό του Ιωάννη Ε στο ρωμαιοκαθολικό δόγμα και την σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας θα αναλυθούν στις παρακάτω γραμμές.

Οι προσπάθειες του Μιχαήλ του Η και η σύνοδος της Λυών

Η απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης το 1261 από το ιππικό του στρατηγού Αλέξιου Στρατηγόπουλου, υπήρξε αποτέλεσμα αλληλουχίας γεγονότων και συνθηκών. Ένας συνδυασμός της συνολικής κατάρρευσης της << Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης>>, της εύνοιας της τύχης αλλά και των άμεσων στρατιωτικών και πολιτικών αντανακλαστικών της αυτοκρατορίας της Νίκαιας.

Με αποφασιστικότητα ο Μιχαήλ Παλαιολόγος επιχείρησε να ισχυροποιήσει την εξουσία μέσα σε ένα απολύτως αποσταθεροποιημένο εσωτερικό και εξωτερικό περιβάλλον. Οι Τούρκοι μετακινούνταν μαζικά στην Μικρά Ασία, οι Βούλγαροι εισέβαλαν στην Θράκη, ο Μιχαήλ ο Β , Δεσπότης της Ηπείρου ξεκίνησε επιδρομές σε εδάφη της ανασυσταθείσας πλέον Μεσαιωνικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Ο Μιχαήλ έστειλε στρατεύματα σε όλα τα μέτωπα που σημείωσαν θεαματικές επιτυχίες. Ταυτόχρονα τύφλωσε τον αυτοκράτορα Ιωάννη Δ Λάσκαρη με σκοπό να εξουδετερώσει κάθε αξίωση του στον θρόνο καθώς σύμφωνα με την βυζαντινή παράδοση οι τυφλοί θεωρούνταν ανίκανοι να αναλάβουν το αυτοκρατορικό αξίωμα.

Όμως οι πλέον επικίνδυνες απειλές για την πρόσφατα ανασυσταθείσα Μεσαιωνική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία προερχόταν από την δύση καθώς το 1262, ο Γουλιέλμος Βιλεαρδουίνος και οι Βενετοί συμμάχησαν με τον εκθρονισμένο Λατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Βαλδουίνο, που με τον Γάλλο πρίγκιπα Κάρολο Ανδεγαυό προετοίμαζε μια νέα σταυροφορία που στόχο είχε αυτή την φορά την Κωνσταντινούπολη με την αιτιολογία πως η ανατολική ορθόδοξη εκκλησία ήταν σχισματική.

Ο Κάρολος Ανδεγαυός ηγεμόνας της Σικελίας είχε ήδη καταλάβει την Αλβανία και σύναψε συμμαχία με τους Βιλεαρδουίνους της Πελοποννήσου, τους Ούγγρους, τους Βούλγαρους και τους Σέρβους.

Οι νέες απειλές αλλά και η εμπειρία της κατάλυσης της αυτοκρατορίας από τους Λατίνους, υποχρέωσαν τον Μιχαήλ Η να προχωρήσει σε συμφωνία με τον Πάπα Γρηγόριο Θ για την ένωση της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας με την ορθόδοξη εκκλησία που θα λειτουργούσε αποτρεπτικά για μία νέα σταυροφορία εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Εξέλιξη που υπήρξε και η πρώτη απόπειρα επανένωσης των εκκλησιών μετά την ανασύσταση της Αυτοκρατορίας.

Στην σύνοδο της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας στην Λυών το 1274, ο πάπας και πρεσβεία βυζαντινών ιερωμένων που αντιπροσωπεύουν τον αυτοκράτορα και όχι την εκκλησία διακήρυξαν την ένωση των εκκλησιών που βασιζόταν στην αμοιβαία ανοχή ανατολικών και δυτικών προτύπων και εθίμων, αλλά και την αποδοχή του filioqve και του παπικού πρωτείου από τους Βυζαντινούς που σήμαινε πως ήταν ο μοναδικός αρμόδιος να διοικεί την εκκλησία και επομένως μπορούσε να παρεμβαίνει στα εσωτερικά της ανατολικής εκκλησίας.

Με αυτή την αμφιλεγόμενη θρησκευτικά αλλά ευφυή διπλωματικά κίνηση ο Μιχαήλ Η Παλαιολόγος απότρεψε την πιθανότητα σταυροφορίας εναντίον της Κωνσταντινούπολης καθώς εξέλειπε πλέον η δογματική δικαιολογία και ο Κάρολος Ανδεγαυός υποχρεώθηκε να αναδιπλωθεί και να ματαιώσει την σταυροφορία.

Παρόλα αυτά στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας αναπτύχθηκε ένα εξαιρετικά δυσχερές περιβάλλον για τον Μιχαήλ τον Η που αδυνατούσε να πείσει για την αναγκαιότητα της ένωσης καθώς οι μνήμες της λεηλασίας της Κωνσταντινούπολης και της κατάλυσης της αυτοκρατορίας από τους Λατίνους αλλά και την θρησκευτική και ευρύτερη καταπίεση που επέβαλαν, ήταν πρόσφατες. Γεγονός που δεν επέτρεπε την δημιουργία ισχυρού ρεύματος υπέρ της ένωσης στην βυζαντινή κοινωνία που αδυνατούσε να αφομοιώσει την υψηλή διπλωματία του Αυτοκράτορα.

Σύντομα ο Κάρολος έπεισε τον Πάπα πως οι Βυζαντινοί δεν είχαν αποδεχτεί ουσιαστικά την ένωση και οι σχεδιασμοί για μια νέα σταυροφορία αναθερμάνθηκαν. Όμως μια μεγάλη εξέγερση που ονομάστηκε Σικελικός Εσπερινός εκδηλώθηκε στο Παλέρμο και με την υποστήριξη Μιχαήλ του Η εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την Σικελία προκαλώντας απώλειες 8000 ανδρών στα στρατεύματα του Ανδεγαυού και την καταστροφή ολόκληρου του στόλου του, εξέλιξη που προκάλεσε την οριστική ματαίωση της σταυροφορίας.

Οι προσπάθειες του Ιωάννη Ε Παλαιολόγου

Ο Ιωάννης Ε ανήλθε στο αυτοκρατορικό αξίωμα σε ηλικία 9 ετών με επίτροπο την μητέρα του Άννα της Σαβοΐας ενώ την πραγματική εξουσία ασκούσε ο πρωθυπουργός Ιωάννης Καντακουζηνός. Η πενηντάχρονη παρουσία του στον θρόνο υπήρξε μια μακρά περίοδος αστάθειας και εμφυλίων κυρίως δυναστικών συγκρούσεων που αποδείχτηκαν καταστροφικές καθώς οι προκάτοχοι του είχαν ήδη υποτιμήσει ραγδαία το νόμισμα οδηγήθηκαν σε κατάρρευση τα δημόσια οικονομικά, το εμπόριο αι συνολικά η οικονομία. Τόσο το κράτος όσο και η αυτοκρατορική οικογένεια ήταν χρεωμένες σε Βενετούς πιστωτές που κρατούσαν ως ενέχυρα αυτοκρατορικά κοσμήματα.

Παράλληλα οι επεμβάσεις ξένων δυνάμεων κυρίως Τούρκων και Σέρβων που κλήθηκαν για να υποστηρίξουν τις αντιμαχόμενες πλευρές, συρρίκνωσαν εδαφικά την αυτοκρατορία καθώς μετά το 1340 οι ήδη κυρίαρχοι στην Μικρά Ασία Τούρκοι πέρασαν στην Θράκη ενώ οι Σέρβοι πλησίαζαν στην Θεσσαλονίκη.

Η βασιλεία του Ιωάννη Ε, ξεκίνησε με έναν εξαετή εμφύλιο πόλεμο καθώς ο πρωθυπουργός Ιωάννης Κατακουζηνός προσέβλεπε στην προοπτική να αναδειχτεί αντιβασιλέας να απομακρύνεται και τελικά προσέφυγε στα όπλα κατορθώνοντας να ανακηρυχθεί πρεσβύτερος συμβασιλεύς για να εδραιώσει την εξουσία του υποχρέωσε τον Ιωάννη Ε να προχωρήσει σε γάμο με την κόρη του και κυβέρνησε αναποτελεσματικά μέχρι το 1376 όταν και ανατράπηκε από τον γιο του Ανδρόνικο.

Η παραίτηση του Ιωάννη Καντζακουζηνού, υπήρξε αφετηρία της αυτόνομης διακυβέρνησης του Ιωάννη Ε. Έχοντας καταλήξει πως μοναδικός τρόπος αναχαίτισης των Τούρκων ήταν η στρατιωτική τους συντριβή μέσω ευρύτερων συμμαχιών, στην εξωτερική πολιτική το 1355 απευθύνθηκε στον Πάπα Ιννοκέντιο ζητώντας στρατιωτική βοήθεια με αντάλλαγμα την ένωση των εκκλησιών.

Όμως αυτή η προσπάθεια δεν είχε αποτέλεσμα ούτε ως προς την στρατιωτική στήριξη, ούτε ως προς την ένωση των εκκλησιών καθώς ο Πάπας ζητούσε αυτή να γίνει με όρους πλήρους υποταγής της ανατολικής στην δυτική εκκλησία.

Η τουρκική προέλαση συνεχίστηκε σε περιοχές του ελληνικού χώρου και τα Βαλκάνια. Αυτή η εξέλιξη οδήγησε τον Ιωάννη Ε σε μία νέα διπλωματική προσπάθεια. Με διαμεσολάβηση ξαδέλφου του Αμαδαίου της Σαβοΐας ταξίδεψε για να συναντήσει τον Λουδοβίκο της Ουγγαρίας, κίνηση άλλοτε αδιανόητη για ηγεμόνα της Κωνσταντινούπολης που ως μοναδικός Ρωμαίος Αυτοκράτορας και αντιπρόσωπος του Θεού στη γη παρείχε νομιμοποίηση σε όλους τους ηγεμόνες, όχι όμως για τον ηγέτη της συρρικνωμένης αυτοκρατορίας του 14ου αιώνα.

Καθώς ο Ούγγρος ηγεμόνας ως προαπαιτούμενο για οποιαδήποτε συμφωνία αξίωνε την άμεση και δίχως όρους και άμεση υποταγή της ανατολικής ορθόδοξης εκκλησίας στην ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Ο Ιωάννης αποχώρησε γνωρίζοντας ότι ήταν ανέφικτη η υλοποίηση μίας τέτοιας δέσμευσης, αποχώρησε από την Ουγγαρία, ενώ στο ταξίδι της επιστροφής οι Βούλγαροι αρνήθηκαν να του επιτρέψουν την διέλευση από τα εδάφη τους, θέτοντας τον ουσιαστικά υπό ομηρία που άρθηκε με νέα παρέμβαση του Αμαδαίου.

Το καλοκαίρι του 1366 εμφανίστηκε ως επικεφαλής σταυροφορίας ο Αμαδαίος της Σαβοΐας και κατόρθωσε να απελευθερώσει από τους Τούρκους την Καλλίπολη. Αργότερα επιτέθηκε εναντίον των Βουλγάρων επιβάλλοντας την εκκένωση της Μεσήμβριας και της Σωζόπολης προς όφελος των Βυζαντινών που επανεδραίωσαν προσωρινά την θέση τους στην περιοχή.

Οι εξελίξεις ενθάρρυναν τον Ιωάννη Ε να συνεχίσει τις διπλωματικές προσπάθειες και το 1367 ταξίδεψε στην Ρώμη, όπου υπόγραψε τις απαραίτητες συμφωνίες και υποκλινόμενος φίλησε το πόδι του Πάπα Ουρβανού. Αυτή ενέργεια υπήρξε μία πολιτική επιλογή αποδοχής του ρωμαιοκαθολικού δόγματος που δεν δέσμευε τον λαό και τον έντονα αντιτιθέμενο στην προοπτική της ένωσης κλήρο.

Στο ταξίδι της επιστροφής χρησιμοποίησε ως σταθμό την Βενετία όπου στην ουσία κρατήθηκε όμηρος καταλήγοντας σε συμφωνία για την επιστροφή των Αυτοκρατορικών κοσμημάτων που κρατούνταν από τους Βενετούς και οικονομικές και ναυτικές ενισχύσεις προς την Αυτοκρατορία με αντάλλαγμα την νήσο Τένεδο.

Στην συμφωνία αυτή αντέδρασε επηρεασμένος από τους Γενοβέζους συμμάχους του ο πρωτότοκος γιος του ήδη συναυτοκράτορας Ανδρόνικος Δ Παλαιολόγος.

Κατά την αναχώρηση του από την Βενετία διαπίστωσε πως δεν είχε τα απαραίτητα χρήματα για το ταξίδι και μόνο μετά την εσπευσμένη έλευση του γιου του Εμμανουήλ επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη.

Η προσπάθεια του Ιωάννη Ε για επανένωση των εκκλησιών απότυχε καθιστώντας ανέφικτη και την διασφάλιση στρατιωτικής βοήθειας από την δύση. Η τουρκική προέλαση στην βαλκανική συνεχίστηκε συντρίβοντας και την σερβική αντίσταση και ο Ιωάννης Ε υποχρεώθηκε να δηλώσει υποτέλεια στους Οθωμανούς με παράλληλες δεσμεύσεις καταβολής φόρων και στρατιωτικής βοήθειας οπότε ήταν αυτή η αναγκαία ενώ περιόδους ο γιος του βρέθηκε όμηρος στην οθωμανική αυλή.

Η ασυγκράτητη οθωμανική προέλαση και η αδυναμία στρατιωτικής βοήθειας από την δύση κατέστησαν την Μεσαιωνική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κράτος ήσσονος σημασίας που ήδη βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης.

Οι προσπάθειες του Ιωάννη ΣΤ και η σύνοδος Φεράρας-Φλωρεντίας

Η θυελλώδης προέλαση των Οθωμανών σε συνδυασμό με την εδαφική συρρίκνωση της αυτοκρατορίας δημιούργησε την πεποίθηση σε ευρύτερα στρώματα της βυζαντινής κοινωνίας πως η συνεργασία με την δύση αποτελούσε μονόδρομο για την σωτηρία της Κωνσταντινούπολης.

Παράλληλα η πνευματική άνθηση της εποχής ονομάστηκε παλαιολόγεια αναγέννηση, με την στροφή στην κλασική φιλοσοφία και ευρύτερα στην αρχαιότητα περιόρισε την προσήλωση στον θρησκευτικό δογματισμό, ενώ οι Βυζαντινοί λόγιοι που ταξίδεψαν στην δύση και κυρίως στην Ιταλία αποτέλεσαν την γέφυρα σύνδεσης των δύο κόσμων και αποκρυστάλλωσαν ένα ισχυρό ενωτικό ρεύμα στην βυζαντινή κοινωνία με πνευματικά κυρίως χαρακτηριστικά.

Η μακρόχρονη σύνδεση των βυζαντινών εμπόρων με τις εμπορικές πόλεις της Ιταλίας δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την πολιτική συμπόρευση των δύο κόσμων.

Κατά την κομβική χρονιά 1430 οι Οθωμανοί κατέλαβαν την Θεσσαλονίκη και τα Ιωάννινα. Το ίδιο έτος από την Κωνσταντινούπολη ξεκίνησε μία ακόμα διπλωματική αποστολή για να συναντήσει τον Πάπα, με στόχο να συγκληθεί οικουμενική σύνοδος που θα υλοποιούσε την ένωση των εκκλησιών, με αντάλλαγμα στρατιωτική βοήθεια έναντι των Οθωμανών.

Η διπλωματική αποστολή του Ιωάννη ΣΤ και του πατριάρχη Ιωσήφ στον Πάπα Μάρτιο Ε απότυχε

Έναν χρόνο αργότερα η σύγκλιση της συνόδου της βασιλείας η ρωμαιοκαθολική εκκλησία αντιμετώπιζε την μεγαλύτερη κρίση της ιστορίας της. Οι συνοδικοί αμφισβήτησαν το πρωτείο, τις εξουσίες και τις δικαιοδοσίες του Πάπα Ευγένιου Δ, ο οποίος είχε πρόσφατα εκλεγεί καθώς υποστήριζαν την ύπαρξη της εκκλησίας δίχως την αυθεντία του.

Τόσο ο Πάπας όσο και οι συνοδικοί επιδίωκαν τις διαβουλεύσεις με την ορθόδοξη εκκλησία για να ενισχύσουν τις θέσεις τους. Η εξέλιξη αυτή παρείχε επιπρόσθετες διπλωματικές δυνατότητες στους βυζαντινούς που διατηρούσαν διαύλους επικοινωνίας και με τις δύο πλευρές καθώς μία βυζαντινή αντιπροσωπεία βρισκόταν στην Βασιλεία της Ελβετίας, ενώ στην Κωνσταντινούπολη βρισκόταν ήδη πρεσβεία του Ευγένιου Δ. Αμφότεροι Πάπας και συνοδικοί πρότειναν την σύγκλιση ενωτικής συνόδου στην δύση με παράλληλες δεσμεύσεις για κάλυψη των δαπανών της βυζαντινής αποστολής και στρατιωτικής υποστήριξης προς την Κωνσταντινούπολη.

Toν Σεπτέμβριο του 1437, η βυζαντινή αποστολή με επικεφαλής τον Αυτοκράτορα Ιωάννη και τον πατριάρχη Ιωσήφ αποβιβάστηκε στα πλοία που είχαν ναυλωθεί από τον Πάπα. Η επιλογή του Αυτοκράτορα Ιωάννη στον Πάπα οφείλεται ότι στις βυζαντινές ηγεσίες διαχρονικά υπήρχε η αντίληψη πως ο Πάπας ήταν ισχυρός πολιτικά και να επηρεάσει δυτικούς ηγεμόνες για να υποστηρίξουν αποφασιστικά την Κωνσταντινούπολη.

Η βυζαντινή αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον Αυτοκράτορα Ιωάννη Η και τον πατριάρχη Ιωσήφ Β, στελεχωνόταν από 700 σχεδόν άτομα, τους επιφανέστερους εκπροσώπους της διανόησης της εποχής, όπως ο Μητροπολίτης Κιέβου Ισίδωρος, ο νεοπλατωνικός Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός και ο διακεκριμένος μαθητής του Βησαρίων που αργότερα προσχώρησε στο δυτικό δόγμα, αλλά και επιφανείς ανθενωτικοί όπως ο Μάρκος ο Ευγενικός και ο Γεώργιος Σχολάριος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μετά την άλωση.

Σύμφωνα με βυζαντινές πηγές << το άφιλον και υπεροπτικόν>> των Λατίνων χαρακτήριζε τις συνομιλίες ανάμεσα σε ορθοδόξους και ρωμαιοκαθολικούς, ενώ η πολιτική σκοπιμότητα επισκίαζε τις εργασίες.

Η αξίωση του Πάπα να ασπαστεί ο Αυτοκράτορας το πόδι του και να καθίσει σε θρόνο χαμηλότερα από τον δικό του ήταν χαρακτηριστική του κλίματος.

Συχνά παγιωμένες προκαταλήψεις αποτελούσαν το πρόσχημα που οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν ως όχημα στις μεταξύ τους διαφωνίες με τα μέλη να χωρίζονται σε εκείνους που για πολιτικούς λόγους υποστήριζαν την ένωση και εκείνους που παρέμεναν υπέρμαχοι του ορθόδοξου δόγματος και ευρύτερα της βυζαντινής παράδοσης, που θεωρούσε αυτονόητα τους δυτικούς αιρετικούς και ανέφικτη την εκκλησιαστική ένωση.

Όμως και οι δύο πλευρές αναγνώριζαν την πολιτική αναγκαιότητα να διασφαλιστεί στρατιωτική βοήθεια για την άμυνα της Κωνσταντινούπολης.

Παρόλα αυτά και σ αυτό το σημείο υπήρξε μία βαθιά διαιρετική τομή. Για τους ενωτικούς η πολιτική σκοπιμότητα σήμαινε την εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης, << την συγκατάβαση για τους ανθενωτικούς το δοκούν της πατρίδος συμφέρον έθετε σε κίνδυνο την επαφή με τον Θεό και την σωτηρία της ψυχής στην μεταθανάτια ζωή>>.

Λόγω της εξάπλωσης της επιδημίας βουβωνικής πανώλης αλλά και της πρόθεσης του οίκου των Μεδίκων να χρηματοδοτήσουν τις περαταίρω εργασίες ο Ιωάννης ΣΤ έπεισε την βυζαντινή αποστολή να μεταφερθεί στην Φλωρεντία.

Κυριότερο εμπόδιο για την ένωση των εκκλησιών ήταν το filioqve με έντονες διαφωνίες ανάμεσα σε ορθοδόξους και καθολικούς, όσο και μεταξύ του Ιωάννη του ΣΤ και του Μάρκου Ευγενικού. Τελικά βρέθηκε συμβιβαστική λύση μέσα από την διατύπωση << εκ του Πατρός δια του Υιού εκπορευόμενον>> που οι Λατίνοι ερμήνευαν ως εκπόρευση εκ του Υιού. Οι δύο αντιπροσωπείες τελικά κατέληξαν και στην επιβεβαίωση των πρωτείων του Πάπα έναντι των ορθοδόξων πατριαρχών, εξέλιξη που έδινε το δικαίωμα παρέμβασης στα εσωτερικά ζητήματα των ορθοδόξων εκκλησιών.

Με την επιστροφή τους οι περισσότεροι εκκλησιαστικοί παράγοντες αποδοκιμάστηκαν έντονα και υποχρεώθηκαν να ανακαλέσουν τις υπογραφές τους.