Η βασιλεία του Μανουήλ Κομνηνού χαρακτηρίζεται από μια έντονη «λατινοφιλία» και, ταυτόχρονα, από τις πρώτες γραπτές μαρτυρίες του όρου «Ἕλληνες» σαν ενδωνύμιο των Βυζαντινών. Οι βυζαντινολόγοι πιστεύουν ότι τα δύο συνδέονται και ότι το δεύτερο ήταν αντιδραστική συνέπεια του πρώτου.
Ο Νικήτας Χωνιάτης έγραψε ότι ο Μανουήλ Κομνηνός είχε συνειδητοποιήσει από τις σταυροφορίες ότι η αυτοκρατορία του δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει την ισχύ της ενωμένης Δύσης. Αυτό τον ώθησε σε μία μεταιχμιακή διπλωματική πολιτική που κυμαινόταν μεταξύ προληπτικής εξασθένισης των συνεκτικών δεσμών της δύσης και φαντασιώσεις Ιουστινιανικής reconquista. Από τη μια, έδειξε μία υπερβολική λατινοφιλία στην προσπάθειά του να δημιουργήσει μια φιλοβυζαντινή κοινή γνώμη στην Δύση και στα σταυροφορικά κράτη της Ανατολής, διότι πίστευε ότι αυτή ήταν η καλύτερη άμυνα σε επικείμενη λατινική εισβολή. Διορίζει «Λατίνους» σε υψηλότατες στρατιωτικές και κρατικές θέσεις, προσλαμβάνει έναν Ιταλό θεολόγο (Hugh/Ugo Eteriano από την Πίζα) σαν σύμβουλο σε εκκλησιαστικά ζητήματα και του αναθέτει να λύσει το «Σχίσμα» των δύο εκκλησιών, υιοθετεί δυτικά αυλικά ήθη όπως η κονταρομαχία των ιπποτών (jousting) στην οποία συμμετείχε ο ίδιος στο τουρνουά που διοργάνωσε στην Αντιόχεια για τους Outremer («Μεταπόντιοι» γαλλιστί) και γενικά φροντίζει να έχει στα όπα όπα τους λατίνους που ζουν εντός της Ρωμαΐδος.
Από την άλλη, φροντίζει να εκμεταλλευτεί προς όφελός του τις πολιτικές διαφωνίες των Δυτικών. Βοηθά (κυρίως οικονομικά, αλλά και στέλνωντας εμπειροπόλεμους βυζαντινούς για να οργανώσουν την άμυνα τους) τις πόλεις της βορείου Ιταλίας στην προσπάθειά τους να απαγκιστρωθούν από τον πολιτικό έλεγχο του Γερμανού αυτοκράτορα, τον οποίο θεωρεί τον κύριο ιδεολογικό του αντίπαλο επειδή πλασάρεται ως ο μόνος «Ρωμαίος αυτοκράτορας» και θεωρεί τον Μανουήλ έναν απλό «βασιλέα των Γραικών» και μπαίνει σε ένα ανούσιο φλερτ με τον Πάπα, όπου εν τέλει έφαγε χυλόπιτα στην κυριολεξία ή όπως λέει η παροιμία «μπήκε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος».
Οι Γερμανοί αυτοκράτορες Κόνραντ και Φρειδερίκος Μπαρμπαρόσσα έδειξαν τον ίδιο ζήλο με τους βυζαντινούς αυτοκράτορες στην υπεράσπιση του τίτλου τους «Αυτοκράτωρ Ρωμαίων». Αυτό τους έφερε σε ρίξη με την παποσύνη όταν άρχισαν να διακηρύττουν ότι ο τίτλος τους ήταν δορύκτητος και τους ανήκε αξιοκρατικά λόγω τις στρατιωτικής τους ισχύος και όχι επειδή τους τον χάριζε ο εκάστοτε πάπας. Η παποσύνη είχε αντίθετη άποψη. Ο τίτλος «Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων» χαρίζεται από τον Πάπα σε όποιον αυτός θεωρεί άξιο και ικανό να προστατέψει την Ρώμη. Το 1159 επήλθε η ρίξη με αφορμή την εκλογή του νέου πάπα: Ο Μπαρμπαρόσσα υποστήριζε τον Βικτόριο Δ΄ εναντίον του Αλεξάνδρου Γ΄. Ο τελευταίος, που εν τέλει εκλέχθηκε, στην προσπάθειά του να βρει έναν ισχυρό προστάτη έναντι του Μπαρμπαρόσσα, απευθύνθηκε για βοήθεια στον λατινόφιλο Μανουήλ Κομνηνό. Σαν δέλεαρ/δόλωμα, για να εξασφαλίσει την βοήθεια του Βυζαντινού αυτοκράτορα του υποσχέθηκε την επίσημη αναγνώριση από την παποσύνη σαν τον μόνο γνήσιο Ρωμαίο αυτοκράτορα. Ο Μανουήλ «τσίμπησε» το δόλωμα κατευθείαν. Το 1161 ένας Καρδινάλιος γράφει στον Μανουήλ χαρακτηρίζοντας τον Γερμανό αυτοκράτορα «Τύραννο» και συνεχίζει περιγράφοντας «το κακό που έκανε στην εκκλησία μας η «τυραννία των βαρβάρων», από τη στιγμή που οι τελευταίοι καπηλεύθηκαν τον αυτοκρατορικό τίτλο» [σελ. 212 από το “The Byzantine Empire: 1025-1204. A political History” του Michael Angold (2η έκδοση 1997, Longman)]. Νομίζω ότι το «γλείψιμο» της ποποσύνης είναι εμφανέστατο. Την ίδια περίοδο, ο Μανουήλ αρχίζει να χρησιμοποιεί τίτλους που χρησιμοποιούσε ο Ιουστινιανός και ισχυρίζεται [ίδια σελίδα από το ίδιο βιβλίο] ότι ήταν «ο κληρονόμος του στέμματος του Μεγάλου Κωνσταντίνου και, πιστός στο πνεύμα του προκατόχου του, προστατεύει όλες τις κτήσεις που δικαίως του ανήκουν, ακόμα και αν κάποιες από αυτές έχουν αποσπαστεί από την αυτοκρατορία μας».
Με άλλα λόγια, ενώ δεν μπορεί καλά καλά να αντισταθεί στους Τούρκους στην Μικρά Ασία -πόσο μάλλον να τους εκδιώξει- και με το ζόρι διατηρεί την συνοχή στα πατροπαράδοτα εδάφη του, ο Μανουήλ αρχίζει να έχει βλέψεις Ιουστινιανικής δυτικής reconquista. Η πόλη της Αγκώνας (Ancona) έγινε προτεκτοράτο των Βυζαντινών, στάλθηκε ο Ιωάννης Αξούχ για να οργανώσει την άμυνα, στους πολίτες προσφέρθηκε «ισοπολιτεία με το γένος των Ρωμαίων» γράφει ο Χωνιάτης και όση οικονομική βοήθεια χρειαστούν, ενώ οικονομική βοήθεια και στρατιωτικοί σύμβουλοι στάλθηκαν στον συνασπισμό των βορείων Ιταλικών πόλεων (Βερόνα, Μιλάνο κλπ) που αποφάσισαν να αντισταθούν στους Γερμανούς.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο Μανουήλ παρασυρόμενος από τους Σταυροφόρους επιχείρησε κάτι που κανένας Βυζαντινός αυτοκράτορας δεν τολμούσε ούτε να φανταστεί, την «συνεταιρική» με τους σταυροφόρους reconquista της Αιγύπτου. Ένα σωρό χρήματα σπαταλήθηκαν, για να σχηματιστεί ένας τεράστιος βυζαντινός στρατός και ο στόλος που θα τους μετέφερε και όταν τελικά έφτασαν στο δέλτα του Νείλου to 1169, οι Σταυροφόροι είχαν ήδη υπογράψει συνθήκη ειρήνης με τους μωαμεθανούς της Αιγύπτου.
Όσον αφορά στο φλερτ με την παποσύνη, ο Πάπας ουδέποτε είχε φυσικά καμιά διάθεση να αναγνωρίσει τον Βυζαντινό αυτοκράτορα σαν τον μόνο γνήσιο Ρωμαίο αυτοκράτορα, πόσο μάλλον δικαιωματικό άρχοντα των Δυτικών εδαφών. Το 1167 ξέσπασε λoιμός στην Γερμανία και ο στρατός του Μπαρμπαρόσσα αποδυναμώθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε η παποσύνη συνειδητοποίησε ότι δεν είχε πλέον ανάγκη Βυζαντινής προστασίας και το 1176 στην μάχη του Λενιάνου, ο συνασπισμός των βόρειων ιταλικών πόλεων κατανίκησε τον γερμανικό στρατό. Με την συνθήκη της Βενετίας του 1177, ο Μπαρμπαρόσσα συμφιλιώθηκε με την Παποσύνη και το 1179 Πάπας και Μπαρμπαρόσσα έριξαν την χυλόπιτα στον Μανουήλ, την οποία περιγράφει ο Μichael Angold στην σελίδα 225 του προαναφερθέντος βιβλίου του:
The papacy took great pleasure in his discomfiture and at the treaty of Venice in 1177 between the pope and the Emperor Frederick Barbarossa, the Byzantine emperor was not even mentioned as a possible ally of either partner. His shadow had hung over Italian politics for thirty years or more, now he was more or less irrelevant. Byzantium and its emperor were to be patronized. In the opening address of the Third Lateran Counsil of 1179 there was an unequivocal claim to papal supremacy over the church of Constantinople, while in the same year Fredirick Barbarossa wrote in the most insulting terms to Manuel addressing him as king of the Greeks. He was called upon to recognize Barbarossa’s authority and to submit to the pope.
Τριάντα χρόνια διπλωματίας στην Ιταλία, οικονομική βοήθεια και συνεισφορά στην αμυντική οργάνωση του συνασπισμού που τελικά νίκησε τους Γερμανούς και σδεν άκουσε ούτε ένα ευχαριστώ. Σαν να μην έφτανε αυτό, ξεκίνησε το φλερτ με την παποσύνη νομίζοντας ότι θα αναγνωριστεί σαν ο μόνος γνήσιος Ρωμαίος αυτοκράτορας και κατέληξε να λάβει ένα προσβλητικό γράμμα από τον Μπαρμπαρόσσα όπου χαρακτηρίζεται «βασιλιάς των Γραικών» και του ζητείται να παραδεχτεί τον τίτλο του Γερμανού αυτοκράτορα και την υπεροχή της παποσύνης ως προς το πατριαρχείο. Κυριολεκτικά, ο Μανουήλ «μπήκε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος»!
Ο Νικήτας Χωνιάτης περιγράφει την πολιτική του Μανουήλ με πολύ ωραία λόγια: «χλευάστηκε από τους Ρωμαίους επειδή έστρεψε το βλέμμα του στα πέρατα της γης, σπαταλώντας τα χρήματα των υπερφορολογούμενων υπηκόων του σε «υπερόριες επιθυμίες» (υπερόριος = «πέρα από τα σύνορα»), δίχως να επιτύχει τίποτε το ευεργετικό για το κράτος του και αντίθετα με την διπλωματική γραμμήπου χάραξαν οι προκάτοχοί του στον βασιλικό θρόνο».
Η απάντηση του Μανουήλ σε αυτές τις επικρίσεις ήταν ότι επιχείρησε την προληπτική διπλωματική «εισβολή» του στην Δύση, όταν συνειδητοποίησε ότι το Βυζάντιο δεν μπορούσε πλεον να αντισταθεί στρατιωτικά στην ακατανίκητη ισχύ των Λατίνων και αυτοσυγκρίνεται με τους «ἀρίστους τῶν γηπόνων», οι οποίοι καθαρίζουν τις βατσινιές και τ΄αγριόχορτα έξω από το κτήμα τους, για να αποτρέψουν την διάδοση ενδεχόμενης μελλοντικής πυρκαϊάς εντός των κτημάτων τους.
Η αντίδραση ορισμένων βυζαντινών λογίων στην εσωτερική λατινοφιλία του Μανουήλ (διορισμός «λατίνων» σε υψηλές θέσεις και δωρεά «ισοπολιτείας» σε μη Ρωμαίους) ήταν ιδεολογική μετατόπιση προς το τελευταίο και μέχρι τότε παραγκωνισμένο στεγανό. Σε ένα γράμμα του που συνήθως χρονολογείται στο 1155, ο Θηβαίος Γεώργιος Τορνίκης, σαν μητροπολίτης Εφέσου (από οικογένεια Γεωργιανής καταγωγής, αλλά εδώ και καιρό πλήρως εκβυζαντινισμένη) ζητά να προτιμηθεί ο θείος του σε κάποιον διορισμό και όχι ο λατίνος υποψήφιος και, επιπλέον, γράφει ότι δεν αρμόζει σε «Φιλέλληνα» (εννοεί τον Μανουήλ που σαν Βασιλεύς ήταν και προστάτης των Ρωμαίων) να ευνοεί «βαρβάρους» θεράποντες του Άρη (μισθοφόρους) με την βαρβαρική τους γλώσσα έναντι φιλόμουσων και ηρωϊκών «Ελλήνων».
Την ίδια στιγμή με τον Γεώργιο Τορνίκη (1155 ή 1156), ο επίσης κατά το ήμισυ γεωργιανής καταγωγής Ιωάννης Τζέτζης, μάλλον επικρίνοντας τον υπέρμετρο Ιουστινιανισμό του «Αυσονοκράτορος» Μανουήλ, θα γράψει ότι «μόνο η βλακεία και η αμάθεια δικαιολογούν την χρήση του όρου Αύσονες για εμάς του Ελληνικού γένους».
Βλέπουμε δηλαδή ότι η λατινοφιλία του Μανουήλ ώθησε ορισμένους από τους αισθανόμενους ως παραγκωνισμένους Βυζαντινούς λογίους σε έναν θαρραλέο και καινοτομικό εθνοτικό προσδιορισμό, που ανέτρεπε τα πατροπαράδοτα «ιερά και όσια». Φυσικά, είναι λανθάνων εθνοτισμός, μιας και δεν έχει κοινωνικό βάθος, αλλά περιορίζεται σε ορισμένα μέλη της λόγιας τάξης, αλλά επιβεβαιώνει κραυγαλέα τόσο τα συμπεράσματα του πατέρα της σύγχρονης εθνολογίας Fredrik Barth περί «ινστρουμενταλισμού» (instrumentalism = καιροσκοπική και πολλές φορές εφήμερη επιλογή της εθνοτικής ταυτότητας σαν όργανο (instrument) επίτευξης κοινωνικών ή οικονομικο-πολιτικών στόχων) όσο και τον ορισμό του εθνοτισμού (ethnicism) από τον Anthony Smith σαν «αμυντική αντίδραση σε εξωτερικό ή εσωτερικό κίνδυνο που απειλεί την συνοχή ενός πληθυσμιακού συνόλου».
Οι δύο άνδρες ανήκαν στον λόγιο κύκλο της Άννας Κομνηνής (ο Τζέτζης σύχναζε στο ίδιο θέατρον = λέσχη λογίων με την Κομνηνή και ο τορνίκης συνέγραψε τον επιτάφιό της).
Όπως σήμερα πολλοί προτιμούμε να επικεντρώνουμε την προσοχή μας στις όχι και τόσο kitsch στιγμές της ιστορίας μας σαν αντίδραση στον υπέρμετρο και πολλές φορές ανιστόρητο ελληνοκεντρισμό των ελληναράδων, έτσι και ο Τορνίκης και ο Τζέτζης φαίνεται να επανεθνοτίστηκαν (reconfiguration στην παρακάτω σελίδα) σε «Έλληνες» αντιδρώντας στην λατινοφιλία (με τις εσωτερικές κοινωνικές της συνέπειες για τους παραγκωνισμένους «πατροπαράδοτους» Ρωμαίους) και στον υπέρμετρο «Ιουστινιανισμό» του Μανουήλ Κομνηνού.