Στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και σε απόσταση, περίπου, 140 χιλιομέτρων βόρεια του Μονάχου βρίσκεται η Νυρεμβέργη, η πόλη που το όνομά της ταυτίστηκε με τη «μεγαλύτερη δίκη στην Ιστορία της Ανθρωπότητας» (χαρακτηρισμός που αποδόθηκε από τον Norman Birkett, βρετανό δικαστή, ο οποίος έλαβε μέρος στη διαδικασία της δίκης).
Η επιλογή της συγκεκριμένης πόλης για τη διεξαγωγή της δίκης – σταθμό δεν ήταν τυχαία. Η Νυρεμβέργη, αφενός, διέθετε Δικαστικό Μέγαρο ανάλογων διαστάσεων, ώστε να διεξαχθεί μια τέτοια δίκη, το αποκαλούμενο και «Μέλαθρον της Δικαιοσύνης», το οποίο είχε υποστεί ελάχιστες καταστροφές κατά διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (σε αντίθεση με την υπόλοιπη πόλη) και αφετέρου, στην επιλογή αυτή συμφώνησαν και οι αμερικανικές και βρετανικές δυνάμεις, καθώς ανήκε πλέον στη δική τους ζώνη κατοχής.
Η Δίκη της Νυρεμβέργης αποτελεί κομβικό σημείο για τα παγκόσμια δεδομένα σε ό, τι αφορά θέματα του Διεθνούς Δικαίου. Ενδεικτικό είναι το γεγονός, ότι μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η επιτακτική ανάγκη για απόδοση δικαιοσύνης και δίωξη των υπευθύνων για τα ειδεχθή και αποτρόπαια εγκλήματα, οδήγησε στη σύσταση και δημιουργία ενός αντίστοιχου μηχανισμού, ενός μόνιμου Διεθνούς Δικαστηρίου. Επιπρόσθετα, η διεθνής κοινότητα, προκειμένου να χαρακτηρίσει τα εγκλήματα που διεπράχθησαν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, προχώρησε στην υιοθέτηση του όρου «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας». Ωστόσο, η σπουδαιότητα της συγκεκριμένης δίκης δε σταματά εδώ.
Η Δίκη της Νυρεμβέργης αποτέλεσε σημείο αναφοράς στα παγκόσμια δεδομένα της Μετάφρασης και Διερμηνείας. Ήταν η πρώτη φορά που θα διεξαγόταν δικαστική διαδικασία σε περισσότερες των δύο γλωσσών (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ρωσικά). Οι δικαστές, οι εισαγγελείς, οι συνήγοροι, οι μάρτυρες, οι δημοσιογράφοι και, κυρίως, οι κατηγορούμενοι θα έπρεπε με κάποιο τρόπο να συνεννοούνται, να καταλαβαίνουν, αλλά και να συμμετέχουν ισότιμα στη διαδικασία, ώστε να εξασφαλιστεί η διεξαγωγή μιας «δίκαιης δίκης». Για την πραγματοποίηση αυτού του σκοπού εφαρμόστηκαν οι κανόνες της ταυτόχρονης διερμηνείας.
Υπεύθυνος για τον σχεδιασμό, την υλοποίηση και τον συντονισμό των εργαζομένων για την περάτωση του εξαιρετικά δύσκολου και απαιτητικού, ομολογουμένως, έργου, ήταν ο Συνταγματάρχης των Η.Π.Α., Leon Dostert. Για κάθε μία γλώσσα που θα χρησιμοποιούνταν, είχε συσταθεί μία ομάδα εργασίας αποτελούμενη από έξι (6) διερμηνείς, δώδεκα (12) μεταφραστές και εννέα (9) στενογράφους, ενώ υπήρχαν και ομάδες για τις εφεδρικές γλώσσες, όπως τα εβραϊκά και τα πολωνικά. Μέσω ενός καινοτόμου συστήματος της εταιρείας IBM, που αποτελούνταν από πέντε κανάλια, ακουστικά και μικρόφωνα, η διερμηνεία όχι μόνο των απολογιών, αλλά και των χιλιάδων εγγράφων και όσων διαμείβονταν στην αίθουσα, πραγματοποιούνταν ταυτόχρονα, σε αντίθεση με τη διαδοχική διερμηνεία, όπου ο διερμηνέας κρατούσε σημειώσεις και μετέφραζε, ενώ ο ομιλητής περίμενε έως ότου ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία.
Οι διερμηνείς που χρησιμοποιήθηκαν στη Δίκη ήταν διαφόρων ηλικιών, κάποιοι εργάστηκαν για πρώτη φορά ως διερμηνείς, ενώ οι δυσκολίες που είχαν να αντιμετωπίσουν ήταν πολυάριθμες. Από τις πιο χαρακτηριστικές δοκιμασίες στις οποίες τους υπέβαλλε ο Leon Dostert, προκειμένου να διαπιστωθεί το επίπεδο γνώσης και των γλωσσικών τους ικανοτήτων, ήταν να απαριθμήσουν δέκα γεωργικά εργαλεία, δέκα σκεύη κουζίνας και δέκα δέντρα στη γλώσσα που γνώριζαν καλά. Η πραγματοποίηση της ταυτόχρονης διερμηνείας ήταν μια διαδικασία ιδιαιτέρως αγχωτική για τους διερμηνείς. Για τον λόγο αυτόν υπήρχαν βοηθητικά εργαλεία, για παράδειγμα κίτρινο φως για να επιβραδύνει ο ομιλητής και κόκκινο για να σταματήσει και να επαναλάβει εκ νέου. Η ένταση της συγκεκριμένης δικαστικής διαδικασίας σε συνδυασμό με το υψηλό επίπεδο άγχους οδηγούσαν σε συχνές παύσεις κατά τη διάρκεια των ομιλιών, ώστε να διευκολυνθούν οι διερμηνείς στο έργο τους.
Υπήρξαν πολλές στιγμές, όπου οι διερμηνείς φαίνεται να είχαν κολλήσει, καθώς περίμεναν εναγωνίως να ακούσουν το ρήμα στην πρόταση του ομιλητή, κάτι που καθυστερούσε λόγω των συχνών παύσεων, όπως είχε δηλώσει σχετικά ο Hans Fritzsche, ένας εκ των τριών κατηγορουμένων που αθωώθηκαν στην πρώτη δίκη. Η Patricia Vander Elst (21 ετών όταν επιλέχθηκε ως μια εκ των διερμηνέων, αλλά τότε ήταν και η πρώτη της επαφή με τη διερμηνεία) είχε δηλώσει, πως μετά την ολοκλήρωση της δίκης είχε φύγει «δέκα χρόνια μεγαλύτερη, ιδιαιτέρως πεπειραμένη και, όντως, διερμηνέας».
Μεταξύ των διερμηνέων που χρησιμοποιήθηκαν στη Δίκη της Νυρεμβέργης ήταν και η Ελληνίδα, Αλεξάνδρα Ανδρούσου, 28 ετών τότε. Μετά την επιλογή της είχε τοποθετηθεί στο πόστο του διερμηνέα και στενογράφου του Γάλλου ανακριτή, Pierre Mounier. Η ίδια σε παλαιότερη συνέντευξή της είχε δηλώσει, πως δούλευαν από το πρωί ως τις 11 το βράδυ, πως οι μετακινήσεις στην πόλη απαγορεύονταν για λόγους ασφαλείας, αλλά και πως στο δικαστικό μέγαρο τα πράγματα ήταν εξαιρετικά σοβαρά και αυστηρά, δηλαδή απαγορευόταν η επικοινωνία με συνηγόρους κρατουμένων, αλλά και με μέλη άλλων αντιπροσωπειών, ειδικά με τους Ρώσους, καθώς υπήρχε έντονο κλίμα καχυποψίας.
Εκτός, όμως, από τις τεχνικές δυσκολίες και από το ευλόγως αυξημένο ποσοστό άγχους για την άρτια διεκπεραίωση αυτού του έργου, οι διερμηνείς είχαν να αντιμετωπίσουν και μια άλλη εξίσου, αν όχι δυσκολότερη, κατάσταση. Στο πλαίσιο του απαιτητικού τους έργου ήταν επιφορτισμένοι με το να ακούνε δια στόματος των υπευθύνων και, έτσι, να ζούνε κατά κάποιο τρόπο τις φρικαλεότητες που διεπράχθησαν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με θύματα εκατομμύρια ανθρώπων. Ως διερμηνείς έπρεπε να μεταφέρουν τη φρίκη, την ωμότητα, την απάνθρωπη βιαιότητα και το ειδεχθές του Πολέμου σε μια άλλη γλώσσα, με τη δική τους φωνή και με κάθε λεπτομέρεια, παραβλέποντας τα προσωπικά τους συναισθήματα.
Η συμβολή των μεταφραστών και διερμηνέων που χρησιμοποιήθηκαν στη Δίκη της Νυρεμβέργης ήταν καταλυτικής σημασίας τόσο για τη διεξαγωγή, όσο και για την εξασφάλιση μιας ταχείας και «δίκαιης δίκης».
Ως συνδετικοί κρίκοι επικοινωνίας κατέστησαν δυνατή την κατανόηση των όσων ειπώθηκαν κατά τη διάρκεια της Δίκης.
Η Δίκη της Νυρεμβέργης είχε διάρκεια, περίπου, ενός έτους. Στις 18 Οκτωβρίου 1945 οι επικεφαλής εισαγγελείς του Διεθνούς Δικαστηρίου είχαν ολοκληρώσει την απαγγελία του κατηγορητηρίου κατά 24 ηγετικών στελεχών των Ναζί. Συγκεκριμένα, απαγγέλθηκαν τέσσερις κατηγορίες: α) συνωμοσία για τη διάπραξη εγκλημάτων κατά της ειρήνης, εγκλημάτων πολέμου και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, β) εγκλήματα κατά της ειρήνης, γ) εγκλήματα πολέμου και δ) εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Επισήμως οι δίκες των Γερμανών αξιωματούχων των Ναζί ξεκίνησαν στις 20 Νοεμβρίου 1945 και ολοκληρώθηκαν την 1η Οκτωβρίου 1946.
Η Δίκη της Νυρεμβέργης αποτέλεσε κομβικό σημείο στην παγκόσμια Ιστορία. Ήταν ταυτόχρονα και τέλος και αρχή. Με την έναρξη και ολοκλήρωση της Δίκης σηματοδοτήθηκε, ουσιαστικά, και επισήμως το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και η πτώση του Γ’ Ράιχ. Η «μεγαλύτερη δίκη στην Ιστορία» ήταν ο επίλογος ενός μεγάλου και βαρύνουσας σημασίας κεφαλαίου, που αποτυπώθηκε στις σελίδες της παγκόσμιας Ιστορίας με τα μελανότερα χρώματα. Παράλληλα, η Δίκη αποτέλεσε και την απαρχή για εντονότερους αγώνες και προσπάθειες της διεθνούς κοινότητας για ειρήνη (ασχέτως των αποτελεσμάτων της σύγχρονης εποχής). Αποτέλεσε κομβικό σημείο για το διεθνές δικαιικό σύστημα και τους κανόνες εφαρμογής του, τόσο στη χάραξη της διεθνούς πολιτικής, όσο και των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των κρατών. Επιπρόσθετα, η Δίκη άλλαξε ριζικά τα δεδομένα για την νομική μετάφραση και διερμηνεία με τη χρήση της πολύγλωσσης ταυτόχρονης μετάφρασης – διερμηνείας, ενώ αποτέλεσε πρότυπο για τη χρήση της διερμηνείας από τον ΟΗΕ ως και σήμερα. Ως ελάχιστο φόρο τιμής για τους «αφανείς ήρωες» της Δίκης της Νυρεμβέργης, η Διεθνής Ένωση Διερμηνέων Συνεδρίων (AIIC) διοργάνωσε τον Νοέμβριο του 2015 επετειακή έκθεση ιστορικών τεκμηρίων που φιλοξενήθηκε στο Ινστιτούτο Γκαίτε, με αφορμή τη συμπλήρωση 70 ετών από την έναρξη της ιστορικής αυτής δίκης.
Ένας εκ των διερμηνέων της Δίκης της Νυρεμβέργης, ο Siegfried Ramler, είχε δηλώσει πριν από λίγα χρόνια σε ομιλία του, πως «η κληρονομιά και τα μαθήματα που αποκομίσαμε, τόσο προσωπικά όσο και συνολικά από αυτό το αποκαλυπτικό έτος ήταν πολύτιμα. Όλα αυτά τα χρόνια ένα ερώτημα έρχεται και επανέρχεται στο μυαλό μου: “Πώς είναι δυνατόν να συνέβησαν τέτοια πράγματα σε μια χώρα που έβγαλε μεγάλους μουσικούς, που έβγαλε έναν Γκαίτε, έναν Σίλερ, πώς είναι δυνατόν ένας τέτοιος πολιτισμός να βυθίστηκε στην άβυσσο που του επέβαλλαν οι Ναζί; Επιχειρώντας να απαντήσω, σκέφτομαι, ότι όταν ζούμε σε μια κοινωνία που δεν ελέγχει τις συμπεριφορές, που δεν αναγνωρίζει το οποιοδήποτε κράτος δικαίου, που δε σέβεται τους κανονισμούς και τις διαδικασίες, τότε τέτοια πράγματα μπορεί να συμβούν σε οποιαδήποτε χώρα. Δεν είναι γερμανικό το πρόβλημα, είναι ανθρώπινο.”»
«Τη μέρα που η δύναμη της αγάπης θα υπερνικήσει την αγάπη της δύναμης, ο κόσμος θα γνωρίσει την ειρήνη», Mahatma Gandhi 1869 – 1948
Κωνσταντίνος Μπασούρης, απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης, απόφοιτος μονοετούς προγράμματος εκπαίδευσης Μεταφραστών Κέντρου metaφαση, μεταπτυχιακός φοιτητής ΠΜΣ “Εγκληματολογία” του Παντείου Πανεπιστημίου