/Όχι, ο Μαστρογιάνι δεν ήταν μόνον ωραίος

Όχι, ο Μαστρογιάνι δεν ήταν μόνον ωραίος

Του  αποδόθηκε ο τίτλος του «λατίνου εραστή» και, αναμφίβολα, ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι ήταν πολύ ωραίος. Αξίζει, όμως, να τον θυμόμαστε για πολλά άλλα πράγματα εκτός από την ομορφιά και αδιαμφισβήτητη γοητεία του. Μια μεγάλη αναδρομική έκθεση που έγινε τον Ιούνιο του 2017 στη Νέα Υόρκη, σε συνεργασία της Film Society of Lincoln Center και του Istituto Luce Cinecittà, είχε ακριβώς αυτό τον στόχο: να απαλλάξει τον μεγάλο ηθοποιό από το στερεότυπο της ομορφιάς.

Στη Νύχτα της Βαρέν του Έτορε Σκόλα (1982),  έναν από τους μεγάλους θριάμβους του, ο Μαστρογιάνι, ως γερασμένος Καζανόβα, απορρίπτει ευγενικά την προσφορά μιας νεαρής γυναίκας να γίνει η χιλιοστή του κατάκτηση. Με το πουδραρισμένο του πρόσωπο, κατάλευκο όπως και η περούκα του, και βλέμμα κουρασμένο, λέει: «Αυτός ο γέρος δεν σας έκοψε την ανάσα. Το έκαναν το όνομά του, η φήμη του, το παρελθόν του. Σήμερα αυτά τα πράγματα έχουν περάσει».

Ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι πέθανε το 1996 σε ηλικία 72 ετών, γοητευτικός μέχρι το τέλος. Αλλά ο ρόλος του στη Νύχτα της Βαρέν ήταν ένα ύπουλο σχόλιο και ταυτόχρονα μια ανατροπή της κινηματογραφικής του εικόνας.  Υποδύθηκε το τέλειο αρσενικό σε κλασικές ταινίες όπως Η Γλυκιά Ζωή (La Dolce Vita, 1960) του Φεντερίκο Φελίνι και Ο Γάμος Αλά Ιταλικά (1964) του Βιτόριο ντε Σίκα. Στη Νύχτα της Βαρέν, όμως, μας έδειξε με πόση σοφία μεγάλωνε, πόσο φίνα μπορούσε να παίζει και πόσα πολλά πράγματα διέθετε πέρα από την απλοποιημένη εικόνα του.

Ο τίτλος της έκθεσης ήταν «Ο Ωραίος Μαρτσέλο» (Il Bello Marcello) που έγινε το 2017, «θα έπρεπε όμως να ονομάζεται ‘Μαρτσέλο: Πίσω από τον Λατίνο Εραστή’» δήλωσε στο BBC, η Φλόρενς Αλμοζίνι, αναπληρώτρια διευθύντρια προγραμματισμού της Film Society και μία από τους βασικούς επιμελητές της έκθεσης, «Η γκάμα του είναι απίστευτη. Ίσως η ιδέα που έχει ο κόσμος είναι ότι ήταν απλώς ένας από αυτούς τους ωραίους Ιταλούς. Αλλά είναι πολύ σοβαρός ηθοποιός και έπαιξε πολλούς διαφορετικούς ρόλους, κωμικούς και δραματικούς. Δεν νομίζω ότι οι άνθρωποι συνειδητοποιούν πόσο μεγάλος ηθοποιός ήταν».

Η έκθεση περιελάμβανε μια εκπληκτική σειρά φωτογραφιών του Μαρτσέλο Μαστρογιάνι από 28 ταινίες κορυφαίων σκηνοθετών του 20ου αιώνα -μεταξύ άλλων του Λουκίνο Βισκόντι και το Μικελάντζελο Αντονιόνι. Υπάρχει άραγε καλύτερη απόδειξη από αυτή, για την ευστροφία του, το ταλέντο και τα επιτεύγματά του; Η καριέρα του εκτοξεύτηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1950 με δύο φιλμ που αποκαλύπτουν την ικανότητά του να αγκαλιάζει τόσο την λαϊκή όσο και την υψηλή τέχνη. Στις υπέροχες Λευκές Νύχτες (1957) του Λουκίνο Βισκόντι – μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι- ζει για τρεις νύχτες με την αυταπάτη ότι η γυναίκα, που μόλις γνώρισε, θα εγκαταλείψει τον εραστή της για χάρη του.

Καθώς περιπλανιέται μέσα στο ασπρόμαυρο φόντο των νυχτερινών δρόμων, τα συναισθήματά του εξελίσσονται τόσο βαθμιαία και πειστικά ώστε όταν το πάθος του εκδηλώνεται, φαίνεται αναπόφευκτο και εκπληκτικό. Ένα χρόνο αργότερα στην ταινία Ο Κλέψας του Κλέψαντος (1958) του Μάριο Μονιτσέλι, που συνδυάζει το μπουφονικό χιούμορ της Κομέντια ντελ Αρτε  με την ευαισθησία του ιταλικού νεορεαλισμού, ο Μαρτσέλο είναι μέλος  μιας συμμορίας μικροαπατεώνων, που προσπαθούν να κάνουν μια ληστεία στα περίχωρα της Ρώμης.

Εκείνη την εποχή ήταν ήδη τριαντάρης. «Άρχισε να κάνει τις καλύτερες ταινίες του κάπως αργά, ίσως γι’ αυτό το παίξιμό του ήταν πολύ ώριμο. Ειδικά στις Λευκές Νύχτες _ λέει η Αλμοζίνι _ «παίζει έναν νεαρό ρομαντικό, αλλά ένας 20χρονος δεν θα μπορούσε να το μεταφέρει με το ίδιο βάθος».

Συμμετείχε κυρίως σε ταινίες τέχνης, πολλές από τις οποίες αγνοούνται ή είναι δύσκολο να βρεθούν σήμερα. Στον Ερρίκο Δ΄ (1984) του Μάρκο Μπελόκιο -μεταφορά στον κινηματογράφο θεατρικού έργου του Λουίτζι Πιραντέλο- έπαιξε, για παράδειγμα, έναν τρελό αριστοκράτη του 20ού αιώνα, που πιστεύει ότι είναι αυτοκράτορας του Μεσαίωνα.

Ανάμεσα στα διαμάντια που υπενθυμίζει στους σινεφίλ η έκθεση, είναι και ο «Ξένος» του Λουκίνο Βισκόντι (1967), που μετέφερε στο σινεμά την νουβέλα του Αλμπέρ Καμί. Εδώ ο Μαστρογιάνι αποδίδει τον αινιγματικό υπαρξιακό ήρωα με ένα τρεμοπαίξιμο στις εκφράσεις του προσώπου του.

Εφτά χρόνια νωρίτερα είχε υποδυθεί, ίσως, τον πιο εμβληματικό ρόλο της καριέρας του. Ήταν ο Μαρτσέλο Ρουμπίνι, ένας ηδονιστής δημοσιογράφος, ο οποίος απολαμβάνει την ντόλτσε βίτα, καταγράφοντάς τη ταυτόχρονα. Η ταινία, που μας κληροδότησε και τον όρο «παπαράτσι» -από τον χαρακτήρα ενός ενοχλητικού φωτογράφου ονόματι Παπαράτσο-, απέδωσε  με ιδανικό τρόπο το πορτρέτο των σελέμπριτις, ανταποκρινόμενη απόλυτα στην εποχή μας.

Ο Μαστρογιάνι έκανε επίσης το «σκληρό αντράκι» σε ρομαντικές κομεντί των αρχών της δεκαετίας του 1960. Αλλά ακόμη και αυτοί οι ρόλοι στην πραγματικότητα ήταν πολύ πιο πολύπλοκοι και διφορούμενοι από το επιφανειακό κλισέ. Συχνά οι χαρακτήρες που υποδυόταν τα «έβρισκαν σκούρα» από μια γυναίκα που αποδεικνυόταν πιο έξυπνη. Και συνήθως αυτή η γυναίκα ήταν η Σοφία.

Στον Γάμο Αλά Ιταλικά, μια ταινία του Βιτόριο ντε Σίκα από το ομώνυμο θεατρικό του Εντουάρντο ντε Φίλιππο που σχολιάζει τα ήθη της ιταλικής κοινωνίας μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Μαστρογιάνι υποδύεται έναν πλούσιο και επιτυχημένο επιχειρηματία και ταυτόχρονα ασυγκράτητο γυναικά, που αρνείται να παντρευτεί την επί 20 χρόνια ερωμένη του, θεωρώντας την υπηρέτρια και πόρνη. Για να τον οδηγήσει στον γάμο, η Φιλουμένα προσποιείται την ετοιμοθάνατη.

Στο Διαζύγιο αλά Ιταλικά (1961), κωμωδία ηθών του Πιέτρο Τζέρμι, ο Μαστρογιάνι παίζει –γελοιοποιώντας τον- έναν σικελό βαρόνο που είναι πρόθυμος να δολοφονήσει τη σύζυγό του για να απελευθερωθεί και να παντρευτεί την νεαρή ξαδέλφη του.

Κατά μία έννοια, αυτές οι ταινίες αναδεικνύουν τα ήθη μιας εποχής, όπου οι άνδρες ήταν υπεύθυνοι για τις γυναίκες -μητέρες ή πόρνες- και οι σκηνές του σεξ ήταν πολύ διακριτικές, τόσο που σε σύγκριση με τις σημερινές καταντούν σχεδόν γραφικές: Οι εραστές παραμένουν ντυμένοι ή την κρίσιμη στιγμή, η κάμερα απομακρύνεται…

Την ίδια στιγμή, ο Μαστρογιάνι και οι συμπρωταγωνίστριές του αποδίδουν εκπληκτικά το πάρε-δώσε των ερωτικών σχέσεων και την αιώνια δυναμική τους, τον πόνο ενός συντρόφου που αγαπάει περισσότερο από τον άλλο και τους αγώνες για την εξουσία και την χειραγώγηση, συναισθήματα που εξακολουθούν να πηγάζουν από τις ταινίες, παρά τις παγίδες του πολιτισμού και της εποχής.

Γερνώντας με χάρη

«Είναι ταινίες ιταλικές, που γυρίστηκαν 50 χρόνια πριν, γι΄αυτό και μερικές φορές είναι λίγο δύσκολο να τις δεχτείς σαν γυναίκα, αλλά νομίζω ότι οι άνθρωποι μπορούν να δουν πίσω από τις σεξιστικές και τις μισογυνιστικές πτυχές τους», λέει η Αλμοζίνι. Ο Μαστρογιάνι, εξάλλου, το κάνει υπέροχα: «Έχει μια ελαφρότητα, σα να σου κλείνει το μάτι, υπονοώντας “Μην το πάρετε και πολύ σοβαρά”».

Και δεν δίσταζε να τσαλακώνει την εικόνα του λατίνου εραστή. Καθώς μεγάλωνε, μάλιστα, το έκανε όλο και πιο πικρόχολα, συνεχίζοντας να συνεργάζεται με τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες του παγκόσμιου κινηματογράφου. Στην ταινία Μια Ξεχωριστή Μέρα (1978) του Έτορε Σκόλα παίζει -και πάλι μαζί με την Σοφία Λόρεν- έναν αντιφασίστα ομοφυλόφιλο δημοσιογράφο την εποχή του Μουσολίνι, που δημιουργεί μια βαθιά συναισθηματική σχέση με μια ματαιωμένη γυναίκα, ρόλος που του πρόσφερε μια από τις τρεις υποψηφιότητες για Όσκαρ.

Και το 1986, αποδίδει συγκλονιστικά τον Μελισσοκόμο του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Μεταμορφώνεται σε δάσκαλο μιας μικρής επαρχιακής πόλης που μετά το γάμο της κόρης του και την αναχώρηση του γιου του, εγκαταλείπει την διδασκαλία, το σπίτι και τη γυναίκα του, για να διασχίσει τη χώρα με τις κυψέλες του, όπως έκαναν οι πρόγονοί του. Παλιά συναισθήματα και αναμνήσεις ξαναζωντανεύουν όταν συναντάει μια νεαρή γυναίκα. Η σεξουαλική τους επαφή, όμως, δεν καταλήγει σε ειδύλλιο. Είναι η απελπισμένη κίνηση ενός άνδρα λίγο πριν από το τέλος της ζωής του.

Την ίδια χρονιά ο Μαστρογιάνι εμφανίζεται και στο Τζίντζερ και Φρεντ του Φεντερίκο Φελίνι.  Η συνεργασία τους υπήρξε μία από τις πλουσιότερες στην ιστορία του κινηματογράφου, μάλιστα, ο ηθοποιός ήταν το alter ego του σκηνοθέτη σε ταινίες όπως το 8 1/2 (1963) και Η Πόλη των Γυναικών (1980).

Στην τελευταία ταινία του Φελίνι -μια αλληγορία πάνω στη φύση του σύγχρονου καταναλωτικού θεάματος και ταυτόχρονα ρετρό ματιά του λαϊκού θεάματος, που παραγκωνίστηκε από την τηλεόραση και την κιτς αισθητική της-, ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και η Τζουλιέτα Μασίνα υποδύονται δύο διάσημους ιταλούς χορευτές του μεσοπολέμου που αντέγραφαν τον Φρεντ Αστέρ και την Τζίντζερ Ρόντζερς, οι οποίοι καλούνται να χορέψουν και πάλι μαζί μετά από 20 χρόνια για τις ανάγκες ενός τηλεοπτικού σόου. Η εικόνα τυπικά φελινική. Σπαρακτικός αλλά ποτέ λυπημένος, ο Φρεντ-Μαστρογιάνι είναι ένας φαλάκρας που φοράει το καπελάκι του στραβά και το μάτι του παίζει.

Όπως συμβαίνει με πολλούς μεγάλους ηθοποιούς, η άνεση του στην μεγάλη οθόνη δίνει την εντύπωση ότι  υποδύεται ρόλους απλά και φυσικά σα να κατοικεί μέσα τους, χωρίς δεύτερη σκέψη. Συμβαίνει όμως ακριβώς το αντίθετο. Ο Μαρτσέλο ήταν ωραίος, ναι, αλλά εξίσου έξυπνος και ταλαντούχος.

protagon