Ο ΤΖΙΜΗΣ ΠΑΝΟΥΣΗΣ ΠΡΙΝ
Τον Τζίμη Πανούση τον ήξερα από την εποχή που πήγαινα στο Γυμνάσιο. Ήταν πρώτος ξάδερφος ενός πολύ καλού μου φίλου και γείτονα εκείνη την εποχή, αρχές ’70’s, και είχαμε την ευκαιρία να κάνουμε αρκετές φορές παρέα. Το καλοκαίρι του 1971 είχαμε την ευκαιρία να κάνουμε και διακοπές μαζί καθώς οι οικογένεια του φίλου μου, όπως και η οικογένεια του Τζίμη, είχαν εξοχικά στο Μάτι, και κάλεσαν και τη δική μας οικογένεια για κάποιο διάστημα να παραθερίσει εκεί.
Ο Τζίμης ήταν ένας από τους καλύτερους μαθητές της τάξης του – πήγαινε γυμνάσιο στον Χολαργό.
Παίζαμε σκάκι – γιατί κάπως την είχαμε δει Κασπάροφ vs Σπάσκι ή μιλούσαμε για τον Γκουσγκούνη, που εκτός από διάσημος σταρ του ερωτικού σινεμά της εποχής είχε και φωτογραφείο στον Χολαργό. Για κάποιο λόγο, ο Τζίμης επέμενε πως το πραγματικό του επώνυμο ήταν Πανουσόπουλος και όχι Πανούσης ενώ είχε καταφέρει να πείσει τον γυμνασιάρχη και τους καθηγητές του να μην κουρεύει κοντά τα μπροστινά του μαλλιά γιατί το μέτωπό του ήταν ήδη αρκετά ψηλό και δεν ήθελε να φαίνεται!
Πηγαίναμε καθημερινά για μπάνιο μαζί και μια μέρα μας έπεισε να πάμε σ’ ένα ξενοδοχείο λίγο πιο πέρα από την παραλία όπου συνήθως πηγαίναμε γιατί, σύμφωνα με τις πληροφορίες του, σύχναζαν εκεί γνωστά μανεκέν της εποχής. Πήγαμε, γεμάτοι χαρά, αλλά δεν θυμάμαι να προέκυψε κάτι – ούτε θυμάμαι να είδαμε κάποια ιδιαίτερα εξαίσια ύπαρξη όσο μείναμε εκεί. Επέμενε όμως να πάμε να δούμε και τον Διονύση Σαββόπουλο την επόμενη σεζόν που θα έπαιζε στο Ροντέο – πράγμα που κάναμε και ποτέ δεν μετανιώσαμε γι’ αυτό. Τουλάχιστον εγώ, που τότε άκουγα Deep Purple (Mark I, ΙΙ), Doors, Uriah Heep…
Ο ΤΖΙΜΗΣ ΠΑΝΟΥΣΗΣ ΜΕΤΑ
Με τον Τζίμη Πανούση συναντηθήκαμε ξανά 10 χρόνια μετά, όταν οι Μουσικές Ταξιαρχίες έτρεχαν τα ανατρεπτικά τους προγράμματα και ο Τζίμης αποκάλυπτε το αριστοφανικό του ταλέντο όλο και πιο έντονα, όλο και πιο προκλητικά. Ήταν κάτι καινούριο για την εποχή και τη μουσική της – κοινωνικοαισθητικά επείγον και αναγκαίο σε μια περίοδο όπου η πασοκοκρατία είχε ήδη αρχίσει να γίνεται ασύστολη. Διαπίστωσα πάντως ότι η αθυροστομία του Τζίμη ήταν μόνο μέρος της παράστασης και στοιχείο μόνο της σκηνής. Backstage λειτουργούσε ακόμα ο καλός, έξυπνος και ευγενικός μαθητής που είχα γνωρίσει όταν πηγαίναμε γυμνάσιο. Και κάθε φορά που τύχαινε να βρεθούμε, ένιωθα ότι ήταν όλο και πιο κλειστός, όλο και πιο λιγομίλητος.
Μέσα από τις Ταξιαρχίες ο Τζίμης βρήκε το ιδανικό όχημα για να αναπτύξει το σατυρικό του ταλέντο αλλά και μια γραφή που του επέτρεπε να δείξει την ευαισθησία του πάνω σε θέματα που ίσως να δείχνουν ξεπερασμένα.
Και μέσα από τον λόγο του να δημιουργεί αντιπαλότητες. [Δεν θα ξεχάσω ποτέ την κόντρα που είχε δημιουργήσει ο Τζίμης με τον καλό φίλο και συνάδελφο Αργύρη Ζήλο και που κράτησε χρόνια αλλά θα θυμάμαι πάντα και τη στιγμή της ιστορικής τους συμφιλίωσης: στον προθάλαμο του “Μετρό”: με αμήχανα, σχεδόν παιδικά, χαμόγελα εκεί όπου ο Τζίμης υποδεχόταν και καλοσώριζε το κοινό του στην παράσταση]
Είδα πολλά σόου του Τζίμη Πανούση. Είχε δημιουργήσει μια μανιέρα μέσα στην οποία μπορούσε να χωρέσει τα πάντα ως γνήσιος σατυρικός καλλιτέχνης. Και, κυρίως, τις εμμονές του που, χωρίς αυτές, δεν μπορεί να είναι κανείς δημιουργικός. Πάντως, από κάποια στιγμή και μετά, άρχισα να βαριέμαι τις παραστάσεις του – όμως αυτό δεν έχει καμιά σημασία τώρα πια. Ο Τζίμης Πανούσης όμως είχε πάντα τον τρόπο να μας πλησιάζει – κυρίως μέσα από τις απολαυστικές ραδιοφωνικές του εκπομπές. Και από τις συνεντεύξεις του. Γιατί ήταν ένας καλλιτέχνης που επηρέασε το κοινωνικοαισθητικό μας γίγνεσθαι.
Γιώργος Χαρωνίτης