Ο Τάσος Πετρίτσης απαντά στις ερωτήσεις του Κωνσταντίνου Μανίκα, με αφορμή την παράσταση «Δεν Ακούς τον Ρυθμό» στο θέατρο Αλκμήνη.
Γράφετε και σκηνοθετείτε το έργο «Δεν Ακούς τον Ρυθμό» στο θέατρο Αλκμήνη, ενώ έχετε γράψει και τους στίχους του τραγουδιού “Μικρός Θεός” που τη συνοδεύει. Τι πραγματεύεται η παράσταση;
Το θέμα μας είναι η σύγκρουση του ανθρώπου με τη ζωή που κάποτε επέλεξε, η επαναδιαπραγμάτευση με τις επιθυμίες του και το τίμημα της απόδρασης. Η κεντρική ηρωίδα του έργου, μέσα από μια πρόσκαιρη απόδραση στη σφαίρα του φανταστικού, έρχεται για λίγο αντιμέτωπη με τις επιλογές που έχει κάνει στη σφαίρα της πραγματικότητας. Από εκείνη τη στιγμή, κορυφώνεται μέσα της η γνώριμη σε όλους μας εσωτερική πάλη με ερώτημα το ποιοι τελικά θέλουμε να είμαστε.
Υπάρχει πραγματική ελευθερία και ποιο είναι το μονοπάτι προς την κατάκτησή της, σύμφωνα με το έργο;
Ειλικρινά, δεν μπορώ να απαντήσω με σιγουριά. Όταν αναφερόμαστε στην ελευθερία – όπως άλλωστε και σε κάθε άλλη έννοια που γίνεται αντικείμενο ανθρώπινου προβληματισμού – ας μην ξεχνάμε πως συζητάμε για μία λέξη. Ένα σύμβολο που επινοήσαμε προσπαθώντας να ορίσουμε ένα γεγονός ή καλύτερα μία κατάσταση. Όταν λέμε «ελευθερία», πιστεύουμε πως συνεννοούμαστε. Για κάθε άτομο, ωστόσο, σημαίνει κάτι τόσο προσωπικό, ίσως συχνά αξεκαθάριστο ακόμα και για αυτό το ίδιο το άτομο. Έτσι, το κατά πόσον η έννοια αυτή μπορεί να είναι πραγματική ή ψεύτικη, το αν μπορεί να κατακτηθεί τελικά ή και όχι, μάλλον διαφέρει ανάλογα με την προσωπική περίπτωση του κάθε ανθρώπου.
Οφείλει ο καλλιτέχνης να εκφράζει άποψη για τα όσα συμβαίνουν γύρω του ή πρέπει να παραμένει αφοσιωμένος αποκλειστικά στο δημιουργικό έργο του;
Μα δεν συμβαίνουν γύρω του, αλλά εξίσου και στον ίδιο. Δεν είμαστε τίποτα περισσότερο από κάποια μέλη της κοινωνίας που πήραν την πρωτοβουλία να διεκδικήσουν την προσοχή των άλλων, να ζητήσουν το εισιτήριό τους με την πεποίθηση ότι μπορούν να τους δώσουν ένα ουσιαστικό ψυχαγωγικό αντάλλαγμα. Η τέχνη δεν χαρίζει – και δεν πρέπει να χαρίζει – κανενός είδους ασυλία και επιλεκτική συναλλαγή με τη ζωή και την πραγματικότητα. Άλλωστε, για τι άλλο θα είχε αξία να απευθυνθείς σε κάποιον αν όχι για τα σημεία που σε συνδέουν μαζί του και για τις αγωνίες που μοιραζόμαστε από κοινού οι άνθρωποι της εποχής;
Πώς κρίνετε την πορεία του ελληνικού θεάτρου τα τελευταία χρόνια και πώς διαφοροποιείται από το παρελθόν;
Ξέρουμε ότι χρόνια τώρα συντελείται μία σταδιακή μετάβαση από το ατομικό στο συλλογικό. Στο να μην προηγείται η προσωπική φιλοδοξία, αλλά η ομαδική επιδίωξη. Πρακτικά; Οι παραστάσεις πλησιάζουν περισσότερο τη φόρμα της ομαδικής αφήγησης, όπου κύριος σκοπός μας είναι η μεταφορά της ιστορίας, χωρίς να αφορά η «προσωπική λάμψη» του πρωταγωνιστή ή του παντογνώστη σκηνοθέτη. Επιδιώκεται, επίσης, με κάποια τόλμη η σύνδεση του κάθε έργου με την εποχή μας, με πολιτικά και κοινωνικά σημαινόμενα. Απουσιάζει, όμως, σε τεράστιο βαθμό η ίδια η παρέμβαση στην κοινωνία. Λες και η τέχνη φοβάται να «ενοχλήσει» τους αποδέκτες της και να ξεβολέψει για λίγο τη ζωή.
Συγχρόνως, βλέπεις ότι αυτό που είθισται να θεωρείται παλιό και δοκιμασμένο δεν εγκαταλείπεται, πολλές φορές και με μία εμμονή. Σαν κάποιοι να βλέπουν την προσκόλληση στο «κλασικό» ως ζήτημα ιδεολογικό, θέμα υπεράσπισης της «γνησιότητας του παλιού» έναντι της «κενότητας του νέου». Αυτή η άποψη αδικεί και το νέο αλλά και το ίδιο το παλιό που υποτίθεται ότι υπερασπίζεται. Το παραδοσιακό – αν και η λέξη δεν έχει το εύρος που θα ήθελα – διαθέτει πολύ ουσιαστικά στοιχεία, όχι αυτά που υιοθετεί κανείς από συντήρηση και διάθεση για λαϊκισμό, αλλά εκείνα που μπορούν να σε φέρουν σε επαφή με αναζητήσεις πραγματικά ενδιαφέρουσες (τις ίδιες δηλαδή που ενέπνευσαν και τις σημερινές).
Παράλληλα, το καινούριο – ή τέλος πάντων αυτό που θα αποφασίσουμε να κάνουμε εγώ και άλλοι επτά πρωτοεμφανιζόμενοι άνθρωποι στο θέατρο που θα νοικιάσουμε για μισή σεζόν – σίγουρα κάτι έρχεται να προσθέσει στον διάλογο, χωρίς να σημαίνει ότι έχει κόψει κάθε γέφυρα με οτιδήποτε προϋπάρχει. Τέλος, αν σε κάτι ακόμα θα πρέπει να επιμείνει το ελληνικό θέατρο, αυτό πιστεύω ότι είναι η πίστη σε κάποιους ενιαίους κώδικες για τα πράγματα. Αν όχι σε ολοκληρωμένες υποκριτικές μεθόδους, τότε τουλάχιστον σε μια πιο στέρεη διαδικασία για το πώς φτάνω στο αποτέλεσμα που ψάχνω. Η πίστη μας στο ένστικτο είναι συγκινητική, αλλά λίγη επιστημοσύνη παραπάνω πιστεύω πως θα την απογείωνε.
Παραμένει το θέατρο η βασική προτεραιότητα κάθε ηθοποιού και πόσο σας απασχολεί μια κινηματογραφική ή τηλεοπτική παρουσία;
Προσωπικά, επέλεξα αυτόν τον δρόμο εξαιτίας του θεάτρου. Η μέχρι τώρα ελάχιστη εμπειρία μου με το σινεμά υπήρξε πολύ ουσιαστική. Από την άλλη, η τηλεόραση – από την οποία δεν διαθέτω κάποια εμπειρία – ζητάει πολλά μέσα σε λίγο χρόνο. Το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή, από το θέατρο, όπου συχνά η μικροκλίμακα του δευτερολέπτου μπορεί να γίνει αντικείμενο δουλειάς ωρών. Από την άλλη τίποτα δεν είναι απόλυτο. Δεν βιάζομαι να κρίνω. Οποιαδήποτε πιθανή συνεργασία έχει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της και νομίζω σε αυτά κρύβεται η απάντηση για το κατά πόσο σε αφορά.
Θα μπορούσατε κάποια στιγμή να ασχοληθείτε αποκλειστικά με τη σκηνοθεσία;
Δεν τα πάω καλά με αυτούς τους διαχωρισμούς, οπότε θα αποφύγω να απαντήσω με σαφήνεια. Μου αρέσει να συμβάλλω στο αποτέλεσμα μιας παράστασης είτε παίζοντας, είτε σκηνοθετώντας, είτε από την πλευρά του συγγραφέα. Θα παραμείνω σε κάθε ιδιότητα όσο νιώθω πως έχω κάποιο κίνητρο.