Ο συγγραφέας Σπύρος Στάης απαντά ερωτήσεις που του θέτει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, με αφορμή την έκδοση του νέου του μυθιστορήματος “ETEREC”.
Κυκλοφορεί το νέο σας μυθιστόρημα “ETEREC”. Τι πραγματεύεται;
Σύμφωνα με την φανταστική ορολογία του μυθιστορήματος, ως ETEREC ορίζεται μια “γλώσσα μηχανής”, μια γλώσσα Ηλεκτρονικού Υπολογιστή ασύγκριτα πιο προηγμένη από το υφιστάμενο δυαδικό σύστημα I – Ο. Στην ουσία αποτελεί μια μέθοδο “Καταγραφής των Πάντων” – από τα τελευταία τρεις χιλιάδες χρόνια της εξέλιξης του πλανήτη και όλων όσων φιλοξενούνται στην επιφάνειά του, έως και αυτήν ακόμη την ανθρώπινη ύπαρξη και συνείδηση, προσφέροντας ταυτόχρονα την δυνατότητα μεταφοράς της.
Η αποκρυπτογράφηση του ETEREC θα έθετε την ανθρωπότητα απέναντι σε ανυπέρβλητα προβλήματα σχετικά με τη διαχείριση μιας αμφιλεγόμενης μορφής Αθανασίας της Ύπαρξης, αλλά και με την Εξακρίβωση της Αδιαμφισβήτητης Ιστορικής Αλήθειας, όπως αυτή προέκυπτε από τα καταγεγραμμένα αρχεία που κατείχαν πλέον οι γήινοι. Τα δόγματα, οι ιδεολογίες, τα οποιαδήποτε ιδανικά, ολόκληρη η ιστορία του ανθρώπινου γένους κινδύνευε να αποδομηθεί συμπαρασύροντας θρησκείες, εθνικές συνειδήσεις και οτιδήποτε ικανό να διατηρεί ενεργές κοινωνίες.
Το ETEREC ως γλώσσα μηχανής, αλλά και τα καταγεγραμμένα χωροχρονικά αρχεία κάθε δράσης που εξελίχθηκε στον πλανήτη Γη τα τελευταία τρεις χιλιάδες χρόνια, περιήλθε στην κατοχή μιας συγκεκριμένης ελίτ ανθρώπων, ως προσφερόμενη “Γνώση”, από μια ιδιαίτερα προηγμένη άγνωστη οντότητα, προφανώς εξωγήινη, εντελώς ακατάληπτη με την φτωχή ανθρώπινη αντίληψη και τεχνολογία, σαν συνέχεια μιας μονόπλευρης επαφής που φαινόταν να διαρκεί από την δεκαετία του 1930. Έμοιαζε με τελευταία προειδοποίηση για τον επερχόμενο οικολογικό και κοινωνικό εκφυλισμό του πλανήτη. “Κάποιοι”, προφανώς μια Ανώτερη Νόηση, προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν μαζί μας προσφέροντας Γνώση για τη Σωτηρία. Φαίνεται σχεδόν φυσιολογικό το ότι είχαν υιοθετήσει τις εσχατολογικές προφητείες όλων των πολιτισμών για να μας προϊδεάσουν.
Η πλειοψηφία των γήινων πιστεύει στους λεγόμενους “Θεούς” και οι ιστορίες τους τελειώνουν στην “Συντέλεια του Κόσμου”, όπου ο πλανήτης καταστρέφεται, ενώ η ανθρώπινη φυλή επιζεί, περνώντας από την τρέχουσα μορφή ύπαρξής της σε μια νέα.
Αυτό ακριβώς προσπαθούσαν να μας πουν και ακουγόντουσαν Θεϊκοί. Άλλωστε, μετά από χιλιετίες καταγεγραμμένης ανθρώπινης ιστορίας, η μοναδική εξωγήινη, ακατάληπτη οντότητα που αποδέχονται οι κοινωνίες παραμένει ο “Θεός”.
Η Ιστορία μοιάζει με “Τελική Κρίση”, μόνο που σε αυτήν πρόκειται να κριθούν οι Τολμηροί από τους Άτολμους, οι εκ πεποιθήσεως ζωντανοί από τους ήδη πεθαμένους. Η Ενέργεια από την Παθητικότητα.
To ETEREC ολοκληρώνεται σαν Τριλογία. Το πρώτο μέρος: “Το Παράδειγμα μιας Συνωμοσίας” εκδόθηκε το 2020 από τις εκδόσεις ΥΔΡΟΠΛΑΝΟ και τιμήθηκε με τα βραβεία EVERLIES, ως καλύτερο βιβλίο Επιστημονικής Φαντασίας, Έλληνα συγγραφέα για το 2020. Το δεύτερο μέρος: “Το Αποτύπωμα της Σελήνης” πρόκειται σύντομα να εκδοθεί, ενώ το τρίτο: “Οι κατασκευαστές της Θάλασσας”, περιμένει τη σειρά του.
Οι τρεις ιστορίες, που η κάθε μία αποτελεί εξέλιξη της προηγούμενης, απέχουν χρονικά μεταξύ τους μισό αιώνα, ξεκινώντας από το κοντινό 2053 και φθάνοντας στο μακρινό 2156.
Πώς θα χαρακτηρίζατε τους κεντρικούς ήρωες. Τι πρεσβεύουν και τι προσπαθούν να πετύχουν;
Στο πρώτο βιβλίο οι ήρωες που καλούνται να διαχειρισθούν το ETEREC είναι νεαρά αγόρια και κορίτσια, στην ώριμη εφηβεία, που ψάχνουν το οποιοδήποτε μέλλον τους. Στο δεύτερο, οι αντίστοιχοι πρωταγωνιστές βρίσκονται στην παραγωγική ωριμότητά τους και αντιμετωπίζουν το παρόν τους. Στο τελευταίο μέρος, ηλικιωμένοι ήρωες κουβαλώντας το παρελθόν τους προσπαθούν να εξασφαλίσουν ένα ακόμα “αύριο”. Όλοι αυτοί θυμίζουν τυπικές μοναχικές ψυχές ή οικογένειες του μέλλοντος, όμως αποδεικνύονται οι Εκλεκτοί που αναγνωρίζουν τα Σημεία των Καιρών προαναγγέλλοντας μια απρόσμενη εκδοχή της “Δευτέρας Παρουσίας”.
Τι θεωρείτε ότι θα αποκομίσει, ως απόσταγμα, το κοινό;
Γνωρίζω μόνο τι θα ήθελα να αποκομίσει ο αναγνώστης μου – πέρα από ένα ενδιαφέρον λογοτεχνικό ταξίδι. ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ. Ερωτήματα όπως “τι θα γινόταν αν…;” ή “μήπως τελικά δεν είναι έτσι τα πράγματα;”. Ενίοτε οι ερωτήσεις είναι πιο σημαντικές από τις απαντήσεις καθώς είναι προσωπικές, μοναδικές και αλάνθαστες. Στην εποχή της ασύδοτης τηλεπαφής το “ορθόν” είναι σχετικό. Οι απαντήσεις είναι θετές και επιλεγμένες από μια πληθώρα εκδοχών που αποσκοπούν στην απόκρυψη της αλήθειας.
Θα ήθελα να δημιουργήσω διαφορετικές οπτικές γωνίες για να μετακινήσω τον αναγνώστη μου από το σημείο που είναι ακουμπισμένος. Να δει τα πράγματα διαφορετικά για να καταλάβει πως και ο ίδιος “αλλιώς” τα βλέπει σε σχέση με τους άλλους.
Πιστεύετε ότι οδεύουμε προς μια κοινωνικοπολιτική δυστοπία, όπως αυτή που περιγράφετε, ή υπάρχει διέξοδος για το ανθρώπινο γένος;
Στο μυαλό μου η εξέλιξη του ανθρώπινου γένους μοιάζει με οριζόντια ελικοειδή σπείρα, αποτελούμενη από εναλλασσόμενες ανοδικές και καθοδικές ημικυκλικές πορείες. Ο άνθρωπος κάμπτεται από τον φόβο της ύπαρξής του και αποδέχεται αυταρχικούς ζυγούς θεωρώντας πως έτσι θα προστατεύσει τα απομεινάρια του μικρόκοσμού του. Απαιτείται χρόνος μέχρι να συνειδητοποιήσει πως ως αντίτιμο της “ασφάλειας” προσφέρει την ουσία του βίου του και τότε ξεκινάει πάλι τη δύσκολη ανοδική πορεία προς αυτό που η ιστορία ορίζει ως “πνευματική ακμή”.
Στο ETEREC αναφέρεται πως η ανθρωπότητα, ήδη από την δεκαετία που διάγουμε, έχει εισέλθει σε ένα “Μικρό Μεσαίωνα”, που θα εκδηλωθεί με αυταρχικά καθεστώτα και πνευματικό σκοταδισμό. Θα διαρκέσει, λέει, μέχρι τα τέλη του 21ου αιώνα όταν και θα δοθούν συνταγματικά δικαιώματα στις λεγόμενες “Ανένταχτες Κοινωνίες”… Όμως οι φίλοι μου λένε πως έχω πολλή φαντασία.
Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;
Νομίζω, πως στην πραγματικότητα, το επάγγελμά μου είναι “ιδεοποιός”. Οι πελάτες μου αποζητούν την ιδέα μου πάνω σε συγκεκριμένο θέμα, με συγκεκριμένες προδιαγραφές, ενώ μετά, κάποιοι άλλοι την υλοποιούν σε συγκεκριμένα πρότυπα. Φαίνεται λοιπόν λογικό που η φαντασία μου προσπαθεί να δραπετεύσει μπουχτισμένη από τα “συγκεκριμένα” για να ξεμουδιάσει στην άυλη απλωσιά του απροσδιόριστου, βέβαια, πάντα με το κίνδυνο να χαρακτηριστώ μοναχικός ή απόμακρος, σίγουρα ελαφροΐσκιωτος.
Δεν μεγάλωσα σε λογοτεχνικό περιβάλλον και ούτε μου άρεσε να γράφω εκθέσεις στο σχολείο. Ιστορίες μου άρεσε να φτιάχνω, στις οποίες μάλιστα έπαιζα και εγώ. Όλα τα παιδάκια το κάνουν, τα αγοράκια στήνοντας ορδές από στρατιωτάκια και τα κοριτσάκια πίνοντας τσάι με τις κούκλες τους από μινιατούρες τσαγιέρες. Είναι κάτι που ξεκουράζει ηδονικά το μυαλό τους.
Κάποιοι, μεγαλώνοντας, δεν αποχωρίζονται την μυθοπλασία∙ αντίθετα, νιώθουν έντονα την ανάγκη να την κοινοποιήσουν. Ίσως αυτός να είναι ο μοναδικός αληθινός τρόπος επικοινωνίας των μοναχικών και των ελαφροΐσκιωτων.
Η έφεσή μου στην ζωγραφική, η παιδεία μου, αλλά και η μετέπειτα επαγγελματική ενασχόλησή μου με κατέταξαν στους εικαστικούς εργάτες. Οι ιστορίες μου πήραν χρώμα, σχήμα και δύο ή τρεις διαστάσεις. Όταν μεγάλωσα, μαζί με την οικογένεια μου, θεώρησα υπερβολικό να σκαλίζω πέτρες και ξύλα στο “κατ’ οίκον” γραφείο μου ή να αδειάζω τα ξεπλύματα του νεφτιού στην αποχέτευση του σπιτιού. Τότε αποφάσισα να συνεχίσω την νυχτερινή ψυχοθεραπεία του παραμυθά μόνο με μολύβι, γόμα και χαρτί. Αγκιστρωμένος στο εικαστικό μου παρελθόν ξεκίνησα ένα κόμικ. Σύντομα συνειδητοποίησα πως θα χρειαζόμουν δεκαετίες για να το ολοκληρώσω και έτσι έκλεισα τα κενά με λογοτεχνική αφήγηση. Το “Σαγηνεύοντας τη Ν.” εκδόθηκε το 2018. Χρειάστηκαν πέντε χρόνια, χιλιάδες ώρες κάτω από τα πορτατίφ και δύο επεμβάσεις καταρράκτη. Στα πενηνταπέντε μου αποφάσισα να κρατήσω τις λεπτές μολυβένιες γραμμές μόνο σε επαγγελματικό επίπεδο και τα βράδια απλά να γράφω τις ιστορίες μου και μάλιστα με μεγάλα γράμματα.
Ουσιαστικά η ενασχόλησή μου με την συγγραφή προέκυψε από την εμμονή μου να σκαρώνω ιστορίες με νόημα και ύστερα φανταστικούς ήρωες για να τις πουν.
Η έμπνευση ή η σκληρή δουλειά παίζει το σημαντικότερο ρόλο στη δημιουργία ενός βιβλίου;
Μα η έμπνευση είναι σκληρή δουλειά. Δεν αφορά την ιδέα μιας στιγμής ή την φαντασίωση μιας νύχτας. Είναι μια συνεχής διαδικασία που σε καταλαμβάνει σαν εμμονή, σαν μια αγωνιώδη αναζήτηση απαντήσεων σε μια αντίστροφη διαδικασία, διαφορετική από τις καθημερινές, αφού συνήθως γνωρίζεις τη λύση και αναζητάς το πρόβλημα. Ένα παιχνίδι όπου κερδίζεις ή χάνεις μέχρι να κερδίσεις, έχεις κριτή τον ίδιο σου τον εαυτό και το αποτέλεσμα μόνο ικανοποίηση μπορεί να αποφέρει.
Η συγγραφή ενός βιβλίου είναι μια πολύπλοκη διαδικασία∙ το ότι συνυπάρχει με το έμφυτο πάθος του δημιουργού δεν την καθιστά ευκολότερη.
Τι ρόλο έχει πλέον το βιβλίο, στην ψηφιακή εποχή μας;
Δεν είμαι φανατικός λάτρης της μυρουδιάς του χαρτιού ή της μελάνης και πολλές φορές τα δάκτυλά μου μουδιάζουν κρατώντας ανάσκελα ένα χοντρό βιβλίο. Από την άλλη, τα μάτια μου κουράζονται περισσότερο με τα δισεκατομμύρια pixels από ότι με την αντανάκλαση του φωτός πάνω σε μια λευκή σελίδα. Συνήθισα τα χαρτί και το μολύβι όπως οι σημερινοί νέοι τις ηλεκτρονικές οθόνες και οι αυριανοί ποιος ξέρει τι. Αυτό που στο τέλος υπερτερεί είναι η εξιστόρηση, η πλοκή, η επιλογή των λέξεων, η ακολουθία των προτάσεων, η μελωδία της αφήγησης. Έτσι κι αλλιώς, η λευκή επιφάνεια με τα μαύρα γράμματα γίνεται οθόνη για να προβληθεί πάνω της η φαντασία του αναγνώστη.
Βέβαια, υπάρχει και το σοβαρό ενδεχόμενο, σε ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον, το χαρτί να αποτελεί είδος πολυτελείας και η κατοχή βιβλίων τεκμήριο πλούτου. Στο ETEREC πάντως σπανίζει το χαρτί, δεν υπάρχουν καν ηλεκτρονικά notebooks. Όλα αυτά έχουν υποκατασταθεί από μια “ζελατίνα”.
Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;
Από τότε που άρχισα να γράφω έπαψα να είμαι ένας φυσιολογικός αναγνώστης. Πλέον διαβάζω πρόθυμος να συγκρίνω, να ζηλέψω, να επικρίνω ή να κλέψω. Νιώθω πως πρέπει να διαβάζω χωρίς διακρίσεις για “να ξέρω τι γίνεται”. Διαβάζω θέματα που ποτέ δεν φανταζόμουν πως θα με απασχολούσαν σε σημείο να τα μελετήσω. Λένε πως για να γράψεις μία σελίδα θα πρέπει να έχεις διαβάσει τέσσερις σχετικά με το αντικείμενό σου. Ίσως στην περίπτωση της Επιστημονικής Φαντασίας αυτός ο αριθμός να μεγαλώνει καθώς ο συγγραφέας καλείται να ενημερώσει τους αναγνώστες του για θέματα που αγνοούν αμφότεροι.
Πλέον η επιλογή λογοτεχνικής συντροφιάς έχει γίνει ρουτίνα που αφορά μόνο τις πολυήμερες αποδράσεις μου. Σίγουρα κάτι από τους αγαπημένους κλασσικούς δασκάλους. Άρθουρ Κλάρκ, Ισαάκ Ασίμωφ, Φίλιπ Ντικ – έτσι, για επανάληψη και εμπέδωση, Τομ Ρόμπινς, Ντάγκλας Άνταμς ή κάποιον Σκανδιναβό – για εξάσκηση στον “σαρκασμό” και φυσικά το πάνω πάνω από την στοίβα βιβλίων φίλων συγγραφέων που περιμένουν να διαβαστούν.
Πιστεύετε στη μοίρα ή στην τύχη;
Θεωρώ βλασφημία για ένα λάτρη της Επιστημονικής Φαντασίας την μοιρολατρία. Πιστεύω στην σύμπτωση και στις ακολουθίες τους που μετατρέπουν τον κάθε βίο σε άσκηση προσαρμογής και ικανότητα ανταπόκρισης στην κάθε νέα συνθήκη που προκύπτει από αυτές.
Βέβαια, οι ήρωες του ETEREC, σε όλη του την εξέλιξη, φαίνεται να αντιμετωπίζουν μια “Θεόσταλτη Μοίρα”. Όμως, ως τέτοια, είναι προδιαγεγραμμένη, άρα στην ουσία αποτελεί σχέδιο που θα πρέπει να επιτευχθεί μέσα από χιλιάδες συμπτώσεις.
- Χρειαζόμαστε περισσότερο ρομαντισμό ή ρεαλισμό στις ζωές μας;
Ίσως να χρειαζόμαστε και από τα δύο λιγότερο. Η διαδικτυακή υπερπροσφορά συσκευασμένων επιλογών και απόψεων όχι μόνο όρισε τις δύο έννοιες με emoji, αλλά κατάφερε να διαχωρίσει σαφώς τους ρομαντικούς από τους ρεαλιστές. Αυτοί που ξεκινούν τη μέρα τους με καρδούλες και ζωγραφιστούς αχνιστούς καφέδες και οι άλλοι που επί εικοσιτετραώρου περιφέρουν στα σόσιαλ την απόγνωση του βίου τους.
Μάλλον περισσότερη παιδεία και ενσυναίσθηση χρειαζόμαστε για να μπορέσουμε κάποτε να ορίσουμε πραγματικά το ιδεατό από το υφιστάμενο, την φαντασία από την πραγματικότητα, τον ρομαντισμό από τον ρεαλισμό.