Ο συγγραφέας Νίκος Παπαδόπουλος απαντά στις 10+1 Ερωτήσεις που του θέτει ο Κωνσταντίνος Μανίκας με αφορμή την κυκλοφορία του πρώτο του μυθιστορήματος με τίτλο “Το δέκατο κεφάλαιο” από τις Εκδόσεις Carpe Librum.
Κυκλοφόρησε το πρώτο σας βιβλίο “Το δέκατο κεφάλαιο”. Γιατί επιλέξατε αυτό τον τίτλο;
Ο τίτλος προέκυψε, από την πλοκή του βιβλίου. Ο ήρωας μου ταλανίζεται, μέσα στο χαοτικό σύμπαν των σελίδων ενός περίεργου βιβλίου, που πέφτει στα χέρια του και φτάνοντας στο δέκατο κεφάλαιο, καταλήγει να γίνεται ο ίδιος πρωταγωνιστής, του ίδιου βιβλίου, που διαβάζει. Γίνεται δηλαδή ο ήρωας του δεκάτου κεφαλαίου.
Σκιαγραφήστε μας τους πρωταγωνιστές, τα κίνητρα και τους στόχους τους.
Συνήθως στα βιβλία, πρωταγωνιστής είναι κάποιος άνθρωπος. Αντίθετα, στο βιβλίο μου πρωταγωνιστεί ένα μυστηριώδες βιβλίο. Αυτό «συναντά» έναν μοναχικό βιβλιοπώλη, ο οποίος διαβάζοντας το, εισέρχεται σε ένα λαβύρινθο περίεργων καταστάσεων. Το βιβλίο, που τον απορροφά διαρκώς, φτάνει σε σημείο να τον εγκλωβίσει στις σελίδες του, κάνοντας τον όπως προείπα, τον ήρωα του δεκάτου κεφαλαίου. Κανείς δεν γνωρίζει για αυτό το βιβλίο, ποιός το έγραψε, πότε, ποια τα κίνητρα και οι στόχοι του. Παρόλαυτα όλοι φαίνεται να προσπαθούν σαν υπνωτισμένοι να το σώσουν, με οποιοδήποτε τίμημα.
Αν είχατε τη δυνατότητα να γράψετε εσείς το “δέκατο κεφάλαιο”, όπως επιτάσσει η πλοκή του βιβλίου σας, τι τροπή θα επιλέγατε;
Το δέκατο κεφάλαιο είναι ουσιαστικά το κεφάλαιο, όπου ο αναγνώστης γίνεται ήρωας, του ίδιου του βιβλίου που διαβάζει. Είναι το σημείο, που η πλοκή ενός βιβλίου συναντά την πραγματικότητα. Συνεπώς αν υπήρχε ένα τέτοιο «μαγικό βιβλίο», το δέκατο κεφάλαιο θα ήταν η ζωή του κάθε αναγνώστη του.
Τι πιστεύετε ότι θα αποκομίσει ως απόσταγμα ο αναγνώστης;
Δεν ξέρω τι και κυρίως σε ποιο βαθμό, θα αποκομίσει κάτι ο αναγνώστης του βιβλίου μου. Εγώ φιλοδοξώ, όποιος διαβάσει το βιβλίο μου, να κοιτάξει λίγο προς τα μέσα του, να δει μια χαραμάδα της ψυχής του. Τόσο η συγγραφή, όσο και η ανάγνωση είναι διαδικασίες ενδοσκόπησης και άρα όσο πιο πολύ «βουτήξει» κάποιος στα άδυτα της ψυχής του, τόσο πιο κερδισμένος θα είναι.
Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;
Η ενασχόληση με τη γραφή είναι κάτι το σχεδόν μεταφυσικό, είναι κάτι περισσότερο από ανάγκη. Θα το περιέγραφα περισσότερο, ως ένα κάλεσμα, μια απροσδόκητη έκρηξη. Είναι σαν ένα ηφαίστειο, που σωρεύει υλικό από τη ζωή μας και κάποια στιγμή εκρήγνυται, πετάγοντας σαν λάβα, λέξεις, ιδέες και αισθήματα. Δεν ξέρω αν θα ασχοληθώ περαιτέρω με τη συγγραφή, δεν ξέρω αν μπορώ καν, να λέγομαι «συγγραφέας» (βαριά λέξη), αλλά σίγουρα με το βιβλίο μου εκτόνωσα ένα ηφαίστειο της ψυχής μου.
Ποιον ορισμό θα δίνατε στην έννοια της λογοτεχνίας;
Η λογοτεχνία είναι για μένα είναι μια αποθήκη ή καλύτερα ένα θησαυροφυλάκιο φωτισμένων ψυχών. Οι λογοτέχνες δεν είναι τίποτα παραπάνω από ψυχές, που κάποια στιγμή έλαμψαν και φώτισαν τις ζωές μας. Κάθε φορά που μπαίνω σε ένα βιβλιοπωλείο αισθάνομαι, ότι μπαίνω σε ένα σύμπαν με φωτεινούς πλανήτες, γιαυτό και όταν διαβάζω κάτι φωτίζεται πολύ ή λίγο η ζωή μου. Μπορεί να μην το βλέπουμε, αλλά γύρω μας υπάρχει ένας ακήρυχτος πόλεμος μεταξύ φωτός και σκοταδιού. Η λογοτεχνία είναι ίσως το σημαντικότερο όπλο, που μέχρι στιγμής διαθέτουμε.
Γιατί οι Έλληνες διαβάζουν λιγότερο από τον μέσο Ευρωπαίο;
Δεν είμαι σίγουρος, ότι ισχύει κάτι τέτοιο. Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι, ότι διδασκόμαστε από μικρή ηλικία να διαβάζουμε για να πετύχουμε κάτι. Διαβάζουμε για να πάρουμε καλούς βαθμούς στο σχολείο, διαβάζουμε για να περάσουμε στο πανεπιστήμιο, διαβάζουμε για να το τελειώσουμε, να βρούμε δουλειά και ούτω καθεξής. Η ανάγνωση στην Ελλάδα έχει ωφελιμιστικό-χρησιμοθηρικό χαρακτήρα. Κανένας δεν μας είπε ότι η ανάγνωση είναι απόλαυση, είναι ανάταση, είναι εμπειρία και συναίσθημα. Οι Έλληνες λοιπόν, αποκτούν από μικρή ηλικία μια τραυματική σχέση με το βιβλίο, η οποία αργότερα μετατρέπεται σε αποστροφή και απόρριψη. Επιπλέον εγώ πάντα ήμουν της άποψης, πως δεν μετράει τόσο, το πόσο διαβάζει κάποιος, αλλά το τι διαβάζει. Αν είχα κάποια στοιχεία σχετικά με το τι διαβάζεται στο εξωτερικό και τι στην Ελλάδα, ίσως μπορούσα να δώσω μια πιο εμπεριστατωμένη απάντηση.
Τι ρόλο έχει πλέον το βιβλίο, στην ψηφιακή εποχή μας;
Το βιβλίο με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θα συνεχίσει να υπάρχει. Είτε στην έντυπη μορφή του, είτε ψηφιακά, είτε ως ολόγραμμα, δεν ξέρω. Το ερώτημα όμως, δεν είναι αν θα συνεχίσει να υπάρχει ή σε τι μορφή θα είναι, αλλά κυρίως αν θα επιβιώσει ο γραπτός λόγος, υπό την καταιγιστική επίδραση της εικόνας. Το διαδίκτυο λόγω της αμεσότητας και της ταχύτητας, που εμπεριέχει, βασίζεται στην εικόνα, ώστε να επιτυγχάνεται η όσο το δυνατό ταχύτερη πρόκληση συναισθημάτων. Οι περισσότεροι χρήστες, παρόλο που δεν το αντιλαμβάνονται, στο διαδίκτυο δεν διαβάζουν, αλλά καταναλώνουν διαρκώς εικόνες. Αυτός είναι ο πραγματικός κίνδυνος για το βιβλίο και από αυτόν πρέπει να το προστατέψουμε.
Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας;
Δεν είμαι τόσο τρομερός βιβλιοφάγος, οπότε σε ένα μήνα σίγουρα δεν θα προλάβαινα να διαβάσω πέντε βιβλία. Παρόλαυτα, για τη διατήρηση της ψυχικής και πνευματικής μου υγείας, θα επέλεγα τα εξής:
– Η ασκητική, του Νίκου Καζαντζάκη
– Γύρνα πίσω άγγελέ μου, του Thomas Wolfe
– Η Ελληνική ιδιαιτερότητα, του Κορνήλιου Καστοριάδη
– Σχεδίασμα για έναν ιστορικό πίνακα των προόδων του ανθρώπινου πνεύματος, του Marie-Jean-Antoine-Nicolas Caritat, Μαρκήσιος Condorcet
– Οι λέξεις, του Jean – Paul Sartre
Πιστεύετε στη μοίρα ή στην τύχη;
Πιστεύω και στα δύο. Η ζωή μας είναι σαν ένα σαπιοκάραβο, που θαλασσοδέρνεται μεταξύ δυνάμεων, που βλέπουμε και μερικώς κατανοούμε (φύση, ανάγκες, ορατός κόσμος) και άλλων αόρατων, που δεν γνωρίζουμε καν. Η μοίρα και η τύχη ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία. Κάτι ήξεραν οι αρχαίοι Έλληνες, που και στις δύο αυτές έννοιες, είχαν προσδώσει θεϊκή υπόσταση. Πρέπει λοιπόν, να μην απορρίπτουμε καμία, από αυτές τις «θεές», να τις σεβόμαστε ευλαβικά, αφήνοντας τες να κάνουν απερίσπαστες το έργο τους.
Χρειαζόμαστε περισσότερο ρομαντισμό ή ρεαλισμό στις ζωές μας;
Αν κάτι χαρακτηρίζει τον σύγχρονο τεχνολογικό πολιτισμό, είναι ο ωμός ρεαλισμός ή αλλιώς η μετρήσιμη ασφάλεια των αριθμών, κάτι που έχει αποπνευματοποιήσει τις μάζες παγκοσμίως και έχει οδηγήσει σε μυριάδες αδιέξοδα. Συνεπώς το μόνο σίγουρο είναι, ότι δεν θέλουμε περισσότερο ρεαλισμό. Ο άνθρωπος δεν είναι μόνο ύλη, όπως διατείνονται οι θιασώτες του ιστορικού υλισμού, αλλά κυρίως πνεύμα και ψυχή. Είμαστε περισσότερο οι ιδέες και τα συναισθήματα μας, παρά τα υλικά που κατέχουμε. Δεν ξέρω αν ο ρομαντισμός, μπορεί να τα συμπεριλάβει όλα αυτά, αλλά σίγουρα ως είδος, έχουμε ανάγκη το μύθο, τη φιλοσοφία, την επαφή, την αίσθηση και γενικά όσα μη μετρήσιμα και εν πολλοίς μη προσδιορίσιμα στοιχεία, καθορίζουν το βαθύτερο είναι μας. Νομίζω πως περισσότερο από τον ρεαλισμό και τον ρομαντισμό, ο σύγχρονος άνθρωπος έχει ανάγκη τη λογοτεχνία, που αφενός εμπεριέχει και τα δύο, αφετέρου είναι ικανή να τα προσφέρει απλόχερα και σε αρμονικές δόσεις, στους ανθρώπους.