Ο συγγραφέας Μιχάλης Αλμπάτης * απαντά στις ερωτήσεις του Κωνσταντίνου Μανίκα, με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του μυθιστορήματος “Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους” από τις εκδόσεις Νήσος.
1. Κυκλοφόρησε το νέο σας μυθιστόρημα με τίτλο “Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους”. Τι πραγματεύεται;
Το «Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους» είναι κατά κάποιο τρόπο μυθιστόρημα ενηλικίωσης, αλλά και περιπλάνησης. Ένα νεαρό αγόρι, σε ένα ορεινό χωριό της Κρήτης τη δεκαετία του 1950, ανακαλύπτει ότι είναι φορέας ενός σπάνιου κι αλλόκοτου χαρίσματος, μπορεί να «αφουγκράζεται» τις σκέψεις των νεκρών. Ένας τυχοδιώκτης θείος του αποφασίζει πως αξίζει να προσπαθήσουν να βγάλουν κάποιο χρήματα από αυτό κι έτσι ξεκινάνε την περιπλάνησή τους από χωριό σε χωριό κι από κηδεία σε κηδεία, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους, με τον Φανούρη να λειτουργεί σαν διερμηνέας, σαν ενδιάμεσος ανάμεσα στους ζωντανούς και τους πεθαμένους. Μαζί με τις περιπέτειες του Φανούρη και του θείου του ακούμε τους νεκρούς να διηγούνται τις δικές τους ιστορίες, τα μυστικά που κρατούσαν μια ζωή κρυμμένα, ιστορίες μέσα στην ιστορία…
2. Πείτε μας κάποια παραπάνω στοιχεία για τους κεντρικό ήρωα του βιβλίου, ένα νεαρό αγόρι που ακούει τις σκέψεις των νεκρών;
Ο Φανούρης είναι μόλις δεκαπέντε χρονών, ορφανός από πατέρα, φτωχόπαιδο. Βιάζεται να γίνει άντρας, να βγάλει τα κοντά παντελόνια· είναι ερωτευμένος με τη Ρηνιώ, μια γειτονοπούλα του, και ονειρεύεται να την παντρευτεί. Νιώθει σπουδαίος για το σπάνιο και αλλόκοτο χάρισμα που ξαφνικά ανακαλύπτει ότι έχει αλλά ταυτόχρονα τρομάζει γι’ αυτήν του την ιδιομορφία, καθώς νιώθει πως στέκει σε ένα σημείο οριακό και για να μπορεί να αφουγκράζεται τους νεκρούς φοβάται πως κουβαλάει μαζί του κάτι το ήδη πεθαμένο.
3. Τι θέλετε να αποκομίσει ο αναγνώστης μέσα από το βιβλίο σας; Ποιο μήνυμα θέλετε να στείλετε;
Κατ’ αρχάς να το απολαύσει, τη γλώσσα, την αφήγηση, την πλοκή, τους χαρακτήρες· αν βαρεθεί τότε θα έχω αποτύχει. Θα ήθελα να γελάσει και να δακρύσει γιατί αυτό θα σημαίνει πως δεν έχει εμπλακεί μόνο διανοητικά αλλά ότι συμπάσχει. Όσο για το μήνυμα, δεν νομίζω ότι υπάρχει· γράφω για την κωμωδία και το δράμα της ανθρώπινης κατάστασης, το τι θα προσλάβει ο αναγνώστης από αυτό εξαρτάται από τον ίδιο, όπως κάθε πρίσμα διαθλά το φως ανάλογα με τη σύστασή του.
4. Θεωρείτε ότι αντέχουμε να ακούμε αλήθειες ή προτιμούμε τα βολικά ψέματα;
Στο μυθιστόρημα, οι νεκροί, έχοντας απελευθερωθεί από κάθε σύμβαση, επιμένουν να λένε μόνο την αλήθεια, και οι ζωντανοί δεν θέλουν να ακούσουν. Η επικράτεια των ζωντανών, ο κόσμος της επιβίωσης, δεν μπορεί να είναι η επικράτεια μιας απόλυτης ειλικρίνειας, πρέπει ωστόσο να ανακαλύψουμε τρόπους και τόπους, ίσως μυστικούς, όπου να μπορούμε από αυτό το «αναγκαίο ψέμα» να ξεκουραστούμε.
5. Πώς βλέπετε την πορεία του βιβλίου μέσα στην ψηφιακή μας εποχή;
Οι αναγνώστες λιγοστεύουν ενώ τα βιβλία πληθαίνουν. Αν με την ερώτησή σας εννοείται την πορεία του τυπωμένου βιβλίου, ίσως εξαφανιστεί στο μέλλον, ίσως να πηγαίνουμε τα παιδιά σχολικές εκδρομές στις βιβλιοθήκες όπως σε μουσείο. Ιστορίες όμως πάντα θα γράφονται και πάντα θα διαβάζονται καθώς ο άνθρωπος είναι το πλάσμα που διηγείται συνεχώς και συνεχώς διψά για εξιστορήσεις, η ίδια του η σκέψη είναι μια συνεχής ροή εξιστόρησης με ακροατή τον ίδιο τον εαυτό του, μια μυθοπλασία μέσα απ’ την οποία ερμηνεύει τον κόσμο.
6. Πιστεύετε στη μοίρα ή στη τύχη;
Ο χαρακτήρας είναι πεπρωμένο, έλεγε ο Ηράκλειτος, θαρρώ, αλλά τον χαρακτήρα μας δεν τον διαλέξαμε, μας δόθηκε τυχαία.
7. Χρειαζόμαστε περισσότερο ρομαντισμό ή ρεαλισμό στις ζωές μας;
Για να αντιμετωπίσεις την πραγματικότητα πρέπει να μπορείς να τη διακρίνεις, σε όλη της την αγριότητα, αλλά για να μην αφομοιωθείς από αυτήν, για να μην γίνεις μέρος της αγριότητας θα πρέπει να είσαι αρκετά ρομαντικός ώστε να πιστεύεις πως μπορείς να την αλλάξεις…
8. Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε οπωσδήποτε μαζί σας;
Θα έπαιρνα το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο»… Αν είχα μόνο αυτό μαζί μου, ίσως κατάφερνα επιτέλους να το διαβάσω…
- Ο Μιχάλης Αλμπάτης γεννήθηκε το 1973 στο Ζαρό, στους πρόποδες του Ψηλορείτη. Από τα δεκαοχτώ του ζει στο Ηράκλειο, όπου, κατά τη νεότητά του, διέπρεψε στους κύκλους των οδοιπόρων της απώλειας και της αριστοκρατίας των αφανών. Το 2018 δημοσίευσε την πρώτη του νουβέλα “Ο κώλος της Άννας”, εκδ. Απόπειρα. Το διήγημά του “Ο άνδρας που έκλαιγε” έχει συμπεριληφθεί στη συλλογή “Παράξενες μέρες στο Ηράκλειο”, εκδ. Παράξενες Μέρες, 2018.