/Ο συγγραφέας Γιάννης Παπαδάκης στο CulturePoint.gr

Ο συγγραφέας Γιάννης Παπαδάκης στο CulturePoint.gr

Ο συγγραφέας Γιάννης Παπαδάκης, δίνει πολύ ενδιαφέρουσες απαντήσεις στα ερωτήματα που του θέτει ο Κωνσταντίνος Μανίκας,, με αφορμή την έκδοση του νέου του βιβλίου “Με απλωτές ελληνότροπες” από τις εκδόσεις Θερμαϊκός. 

Κυκλοφορεί το νέο σας βιβλίο “Με απλωτές ελληνότροπες”. Τι περιλαμβάνει; 

Περιλαμβάνει δημοσιευμένα και αδημοσίευτα κείμενά μου, τα οποία τα ξαναδούλεψα για να δέσουν μεταξύ τους σε μορφή βιβλίου. Τόσο τα μεν όσο και τα δε έχουν συμπληρωθεί με επεξηγηματικές υποσημειώσεις, αναφορές στο διαδίκτυο και μια εκτενή, θεματικά οργανωμένη και σχολιασμένη βιβλιογραφία, έτσι ώστε ο αναγνώστης που ενδιαφέρεται να προχωρήσει παραπέρα να έχει άμεση πρόσβαση σε ένα πλούσιο πληροφοριακό υλικό. 

Τα κείμενα παίρνουν αφορμή από τρέχοντα πολιτικά ή κοινωνικά ζητήματα, όμως προχωρούν βαθύτερα, για να ερευνήσουν με μεθοδικότητα θέματα και ερωτήματα διαχρονικά και πανανθρώπινα, εκείνα δηλαδή που οι Έλληνες πρώτοι έθεσαν και κατόπιν προσπάθησαν να προσεγγίσουν με τον δικό τους ιδιαίτερο τρόπο αντίληψης και ερμηνείας. 

Ποια χρονική περίοδο καλύπτουν τα κείμενα σας και ποια είναι τα βασικά θέματα που αναπτύσσονται; 

Τα κείμενα έχουν γραφεί την περίοδο 2005-2020, όμως δεν σημαίνει ότι το βιβλίο είναι εργασία δεκαπέντε ετών. Αντίθετα, πρόκειται για μια εργασία σαράντα-τόσων ετών, από τότε δηλαδή που θυμάμαι τον εαυτό μου να προβληματίζεται σοβαρά για την βαθύτερη φύση της φύσης και να αναζητεί τρόπους να την προσεγγίσει. Με αυτή την έννοια, το βιβλίο καταγράφει –ελπίζω με τρόπο που εμπνέει όποιον το διαβάζει– μια προσανατολισμένη πορεία ερμηνείας των φαινομένων, φυσικών και ηθικών, η οποία ταυτόχρονα συνθέτει έναν ελληνότροπο λόγο με αξιώσεις καθολικότητας στο πεδίο της αλήθειας. 

Το βιβλίο δεν περιορίζεται σε αφηρημένα φιλοσοφικά ερωτήματα αλλά πραγματεύεται την ελληνότροπη σκέψη ως τρόπο αριστείας σε πεδία εφαρμοσμένα, όπως πχ. στην παιδεία, την έρευνα, την επιχειρηματικότητα, την κρατική αποτελεσματικότητα, την κοινωφελή δράση, την πολιτική και την πολιτιστική διπλωματία. Εξίσου σημαντική θέση έχει η λειτουργία των κβαντικών αλφάβητων ως βασικών μηχανισμών συλλαβισμού-κατανόησης των φαινομένων, η σύνδεση της θεϊκότητας-δημιουργικότητας και της εντροπίας-πληροφορίας, η ενοποίηση φυσικών και συνειδησιακών νόμων, οι ενεργειακές ροές και η έννοια του κύματος ως δομημένη ανελευθερία, η δημιουργία συνειδησιακών προορισμών με βάση την ιδέα των μετασχηματιστικών συνειδησιακών πεδίων, η αρχιτεκτονική των ονείρων καθώς και μια συνολική-συνθετική προσέγγιση της βαθύτερης φύσης της φύσης. Με απασχολεί το ζήτημα της ταυτότητας του ανθρώπου, σε έναν κόσμο όπου η εισβολή των διαμεσολαβητικών τεχνολογικών συστημάτων είναι πια ραγδαία, η ισορροπία μεταξύ αποτελεσματικότητας και ελευθερίας, η σύνδεση της αγοράς με την φιλανθρωπία, η παιδεία, η έρευνα και προπαντός η ανάπτυξη κριτικών δεξιοτήτων στους νέους. Αναφέρομαι ενδεικτικά εδώ σε κάποια από τα θέματα του βιβλίου, που αν και φαίνονται κάπως δυσνόητα σε πρώτη όψη, στο βιβλίο παρουσιάζονται με τρόπο απλό και κατανοητό, συνθέτοντας ένα ελληνότροπο συνειδησιακό πρίσμα μέσα από το οποίο μας χαρίζεται μια αρμονικότερη όψη του κόσμου και του εαυτού μας. 

Τι προτεραιότητες θέτει μια ελληνότροπη αξιακή προσέγγιση; 

Οι προτεραιότητες μιας ελληνότροπης προσέγγισης, όπως τις αντιλαμβάνομαι, δεν είναι πολλές, είναι όμως θεμελιώδεις και απαιτούν μια γεωδαιτημένη προσέγγιση τόσο στην ανάλυση όσο και στην σύνθεση. Πιστεύω ότι η ελληνότροπη σκέψη θεμελιώνεται πάνω σε τρείς έννοιες που δεν είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους: την ελευθερία, την τόλμη και το μέτρο. Αυτές οι τρείς έννοιες αποτελούν, αν θέλετε, το «κβάντουμ» της ελληνότροπης σκέψης. Δηλαδή, με λιγότερα υλικά, νόημα με αξιώσεις συνειδησιακής αρμονίας και καθολικότητας στο πεδίο της αλήθειας δεν χτίζεται, αν θέλουμε να σκεφτόμαστε με τον τρόπο των Ελλήνων. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αναζητήσουμε την αρμονική ισορροπία τόλμης-μέτρου μέσα σε ένα μέγιστο πεδίο ελευθερίας, και από εκεί να αρχίσουμε να φιλτράρουμε και να συνθέτουμε προσεγγίσεις, ερμηνείες και προοπτικές με αξιώσεις καθολικότητας στην αλήθεια. 

Ο τρόπος των Ελλήνων και ο πολιτισμός που ο τρόπος αυτός δημιούργησε είναι μεν βαθιά ανθρωποκεντρικός αλλά ταυτόχρονα έντονα αντι-ατομοκεντρικός. Οι Έλληνες πρώτοι έθεσαν τον άνθρωπο στο κέντρο του πολιτισμικού τους οικοδομήματος αλλά δεν τον έκαναν θεό ή προφήτη. Αντίθετα, η ύβρις καραδοκούσε, έτοιμη να τιμωρήσει όσους αγνοούσαν το μέτρο. Είναι ένας θαυμάσια ισορροπημένος τρόπος άντλησης και απόδοσης νοήματος από και προς τα φαινόμενα, που μας χαρίζει μια ερμηνευτική διαφάνεια για τον κόσμο, τόσο τον φυσικό όσο και τον ηθικό, που άλλοι ερμηνευτικοί τρόποι δεν το καταφέρνουν. Σε αυτό νομίζω ότι ο τρόπος των Ελλήνων υπερέχει της δυτικότροπης αλλά και της ανατολικής ερμηνευτικής προσέγγισης. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Έλληνες είναι καλύτεροι ή εξυπνότεροι από τους άλλους λαούς, απλά ότι κατάφεραν να πετύχουν μια μοναδικά λεπτή ισορροπία μεταξύ του «ευ» και του «ζην», τα ίχνη της οποίας, δυόμιση χιλιετηρίδες μετά, παραμένουν ως πολύτιμη πολιτισμική κατάθεση πανανθρώπινης εμβέλειας. 

Αν έπρεπε να ξεκινήσουμε την αλλαγή αντίληψης από ένα συγκεκριμένο ζήτημα, ποιο θα ήταν αυτό; 

Είναι αδύνατο να απομονώσουμε ένα ζήτημα και να δούμε όλα τα υπόλοιπα μέσα από αυτό. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι το πεδίο της συνειδησιακής ελευθερίας στο σύμπαν είναι τραγικά πεπερασμένο. Ευτυχώς δεν είναι έτσι. Επειδή όμως από κάπου, όπως λέτε, πρέπει να αρχίσουμε, το ζήτημα του θανάτου ίσως εμπεριέχει την μεγαλύτερη συνειδησιακή πληροφορία, οπότε ας αρχίσουμε από αυτό. 

Η επιστήμη μας λέει ότι το σύμπαν βαίνει προς τον λεγόμενο «θερμοδυναμικό θάνατο» που δεν είναι άλλος από τον «ενεργειακό εκδημοκρατισμό» του συμπαντικού χώρου, ή για να το πω πιο απλά, μια κατάσταση όπου κάθε τμήμα του χώρου, οσοδήποτε μικρό ή μεγάλο, περιλαμβάνει ίση ενέργεια με οποιοδήποτε άλλο όμοιό του. Μια και το σύμπαν δεν είναι στατικό, το χαρακτηρίζει ένας «ρυθμός φθοράς» καθώς πορεύεται προς την τελική κατάσταση ενεργειακής ισορροπίας. 

Με άλλα λόγια, ο θάνατος, δηλαδή ο καθολικός, αναπόφευκτος, μη προβλέψιμος και μη αναστρέψιμος αφανισμός κάθε ενεργειακής δομής (οργανικής ή μη) δεν είναι ανθρώπινη αδυναμία ή κάτι που πρέπει πάση θυσία να το θεραπεύσουμε ή να το διαχειριστούμε αλλά θεμελιώδες συστατικό του ίδιου του σύμπαντος, αποτελεί συνεπώς μια μοναδική δυνατότητα του ανθρώπου, ως συνειδητοποιημένου όντος, να εναρμονίσει την ύπαρξή του με αυτήν του σύνολου σύμπαντος, έστω κι αν η διάρκεια της ανθρώπινης ζωής είναι απειροελάχιστη, συνωμοτώντας έτσι ενάντια σε αυτό. Το να ζητάμε από το σύμπαν περισσότερα είναι μεν απόλυτα επιτρεπτό αλλά αντιβαίνει στην –εξίσου ελληνότροπη– αρχή της οικονομίας, δηλαδή της απόρριψης καθετί περιττού. 

Οι Έλληνες το αντιλήφθηκαν αυτό και γεωμέτρησαν πάνω στην έννοια του θανάτου χωρίς νοητικές παρωπίδες, όπως άλλωστε και στην έννοια της ζωής. Εμείς από την πλευρά μας πρέπει να αποβάλλουμε μεθοδικά επικαθίσεις αιώνων –αναφέρομαι σε ιδεοληψίες, προκαταλήψεις και οργανωμένες θρησκευτικές αντιλήψεις– για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε το εύρος της σκέψης τους. 

Ακόμα και η συζήτησή μας αυτή έχει αξία επειδή ακριβώς έχουμε γνώση αυτού του «αποθεματικού φθοράς» που είναι μεν πεπερασμένο και το ξοδεύουμε συνειδητά όσο ζούμε –σε ατομική και συμπαντική κλίμακα– αν και κανείς μας δεν γνωρίζει, ούτε και μπορεί επακριβώς να προσδιορίσει κατά πόσο ή γιατί. Αυτή η γνώση, με την βεβαιότητα και την αβεβαιότητα που την χαρακτηρίζει, «μαγνητίζει» τις συνειδήσεις μας και δίνει νόημα στην ζωή μας, διότι την στιγμή που εκλείπει έχουμε εκπέσει συνειδησιακά από δημιουργήματα σε κατασκευάσματα. Λέω «εκπέσει» αν και θα μπορούσα να πω «μετασχηματιστεί», με την έννοια ότι η σύγκλιση μεταξύ (βιο)τεχνολογίας και της οργανικής φύσης του ανθρώπου θα δημιουργήσει στο μέλλον επιλογές που θα κάνουν δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ των δύο, κάτι για το οποίο οι μελλοντικές γενιές καλό θα είναι να προετοιμαστούν. 

Από αυτή την ελληνότροπη εναρμόνιση με την ιδέα του θανάτου προκύπτει μια ιδιαίτερη φιλοσοφία για τη ζωή που προσανατολίζει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, φυσικό και ηθικό, και ιεραρχούμε τις σχέσεις και τις προτεραιότητές μας μέσα σε αυτόν. Αντίθετα, όποιος σκαρφίζεται τρόπους για να διαχειρίζεται έντεχνα την αθανασία των άλλων ή την δική του, αναγκαστικά αγνοεί αυτή την συνειδησιακά μετασχηματιστική δυνατότητα που μας προσφέρει απλόχερα το σύμπαν. Στην ελληνότροπη σκέψη, η αθανασία κερδίζεται με τον τρόπο που κάποιος από εμάς αποκαλύπτει στους άλλους συνειδησιακά μετασχηματιστικά πεδία σκέψης με ισχυρότερες, αρμονικότερες, καθολικότερες αξιώσεις αλήθειας. Αμφιβάλλει κανείς ότι, πχ.  ο Όμηρος, ο Πυθαγόρας, ο Ηράκλειτος, ο Θουκυδίδης, ο Ηρόδοτος, ο Περικλής, ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Αισχύλος, η Σαπφώ, ο Σολωμός, ο Καβάφης, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Ιησούς, οι ευαγγελιστές, ο Νεύτωνας ή ο Αϊνστάιν δεν έχουν κερδίσει ήδη την απόλυτη συνειδησιακή διαχρονικότητα; 

Γιατί χάθηκε στην πορεία των αιώνων το νήμα της ελληνικής σκέψης που πηγάζει από τον πολιτισμικό μας πλούτο

Είναι ένα ερώτημα δύσκολο αλλά σημαντικό και θα έπρεπε να μας προβληματίζει πολύ. Οι λόγοι είναι πολλοί, άλλωστε πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά όταν οι ιδέες αυτές αναπτύχθηκαν πριν από 2500 χρόνια; Ενδιαφέρει νομίζω σε ποιο συνειδησιακό βάθος αναζητεί κανείς τους λόγους αυτούς. Το να πούμε δηλαδή ότι το Δωδεκάθεο δεν ανταποκρινόταν πια στις αναζητήσεις του ανθρώπου της μετα-Ρωμαϊκής εποχής και ως αποτέλεσμα αντικαταστάθηκε από τον Χριστιανισμό δεν αρκεί, διότι οι προσωκρατικοί είχαν εμβαθύνει στον μονοθεϊσμό, ήδη από το «Εν» του Ηράκλειτου. Ούτε αρκεί να μιλάμε με δέος για το χριστιανικό «κατ’ εικόνα», όταν ο αρχαίος Έλληνας ήδη το βίωνε αντεστραμμένο (δεν είναι λίγο να σου μοιάζουν οι θεοί!) αλλά με μια θαυμαστή σεμνότητα. Αυτά τα αναφέρω και στο βιβλίο, είναι πράγματα που πρέπει να ξεκαθαρίσουμε μέσα μας για να μπορέσουμε να πάμε παραπέρα. 

Αν αναζητήσουμε τους λόγους σε μεγαλύτερο βάθος, ίσως να βρούμε ότι, ιστορικά μιλώντας, ο άνθρωπος ρέπει προς το βολικό, καλύπτοντας έντεχνα ότι δεν του είναι εύκολο να παραδεχτεί. Έτσι συγκαλύπτει μεν τις εγγενείς αδυναμίες του και αποφεύγει τις κακοτοπιές του παρελθόντος, όμως στερεί από τον εαυτό του το πεδίο ελευθερίας που το σύμπαν απλόχερα του προσφέρει. Και αυτή η, ας πούμε, «διαχείριση νοητικού ρίσκου» έχει αθροιστικό αποτέλεσμα όπως η ραδιενεργή ακτινοβολία από τις ακτίνες Χ, δηλαδή σε κάποια στιγμή, οι διαδοχικές μειώσεις στο πεδίο της συνειδησιακής ελευθερίας δημιουργούν ένα αίσθημα ασφυξίας και φυγής. 

Ευτυχώς οι Έλληνες εξαρχής απέρριπταν αυτές τις αυθαίρετες, συμβιβαστικές και διαχειριστικού τύπου προσεγγίσεις με αποτέλεσμα να υιοθετήσουν μια ιδιαίτερη ερμηνευτική προσέγγιση του κόσμου, φυσικού και ηθικού, η οποία δεν χαρακτηρίζεται από ανάλογες δομικές αδυναμίες. Απομένει σε εμάς να συνεχίσουμε να γεωμετρούμε ελληνότροπα πάνω στα φαινόμενα, για να μας αποκαλύπτεται συνεχώς η βαθύτερη φύση τους: μια πιο ισορροπημένη συνειδητοποίηση του κόσμου, που όχι μόνο δεν συγκαλύπτει ότι δεν είναι βολικό αλλά το αγκαλιάζει, για να συνθέσει ένα αρμονικότερο νόημα ύπαρξης μέσα από αυτό. Αυτό όμως απαιτεί γνώση, τόλμη και μια συνεχή, εστιασμένη προσπάθεια, διότι τα προβλήματα κάθε εποχής βαθαίνουν και αλλάζουν σε σχέση με το παρελθόν. 

Υπάρχει ένα κεντρικό μήνυμα που πιστεύετε ότι θα αποκομίσουν οι αναγνώστες; 

Ότι αξίζει να μπούμε στον κόπο να μελετήσουμε την ελληνική σκέψη χωρίς νοητικές παρωπίδες ή βολικά στερεότυπα, όχι για άλλο λόγο αλλά για να την στρέψουμε επειγόντως στα μεγάλα, δύσκολα, ανοιχτά ερωτήματα που το μέλλον μας επιφυλάσσει. 

Είστε αισιόδοξος για το μέλλον της χώρας και του πλανήτη; Τι περιμένετε από τις νέες γενιές; 

Ως συγγραφέας είμαι εκ των πραγμάτων αισιόδοξος, ως Έλληνας επίσης. Το βιβλίο το έχω αφιερώσει στη νέα γενιά, ελπίζοντας ότι θα τολμήσει τις απαραίτητες υπερβάσεις που οι προηγούμενες γενιές δεν έκαναν. Για αυτό τον λόγο το έγραψα. 

Είμαστε φορείς ενός μοναδικού πολιτισμού που μπορεί να συνθέσει αξιοθαύμαστες απαντήσεις στα πιο δύσκολα και απαιτητικά προβλήματα της ανθρωπότητας, αρκεί να αντιληφθούμε τί ακριβώς σημαίνει αυτό και πώς οφείλουμε να το προσεγγίσουμε. Προς τούτο ας εργαστούμε συστηματικά για να αντιστρέψουμε λάθη δεκαετιών στην παιδεία, την αγορά και την επιχειρηματικότητα, το κράτος και τη διπλωματία, την κοινωφελή δράση, το περιβάλλον, την τέχνη και τον πολιτισμό. Αυτό που εγώ περιμένω από τη δική μου τη γενιά είναι να κάνει ότι μπορεί για να υποστηρίξει έμπρακτα τους νέους, διότι το μέλλον –με όλες τις δυσκολίες και προκλήσεις του– τους ανήκει.