Ο σκηνοθέτης και συγγραφέας Δημήτρης Αθανίτης απαντά στις ερωτήσεις που του θέτει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του “Η Έβδομη Ήπειρος / 60 Ταινίες για Πάντα” από τις εκδόσεις Αγγελάκη.
Πώς προέκυψε η πρόθεση για τη συγγραφή του βιβλίου “Η Έβδομη Ήπειρος / 60 Ταινίες για Πάντα”;
Η ιδέα για ένα βιβλίο που ανθολογεί αξιολογικά ταινίες από όλη την ιστορία του σινεμά, μου ήρθε δεκαετίες πριν, όταν ακόμη δεν είχα κάνει την πρώτη μου ταινία. Ωρίμασε σ’ αυτό το διάστημα και πήρε την τελική της μορφή, έχοντας πια το βάρος μιας μακρόχρονης ερωτικής σχέσης με το σινεμά αλλά και του σκηνοθέτη με δέκα ταινίες.
Ταυτόγχρονα, ο χρόνος υπήρξε ένας αδυσώπητος κριτής. Αρκεί να πω, ότι η ταινία που έγινε αφορμή να ανακαλύψω το σινεμά στα δεκαεφτάμου, δεν υπάρχει στο βιβλίο κι ας θεωρείται από πολλούς μεγάλη. Έχει σταματήσει από χρόνια να με πείθει.
Με ποια κριτήρια έγινε η επιλογή των ταινιών που περιλαμβάνονται στο βιβλίο; Τι κάνει τις συγκεκριμένες να ξεχωρίζουν;
Έχουν γυριστεί χιλιάδες ταινίες. Λίγες όμως είναι αυτές που ξεπερνούν την απλή αφήγηση μιας ιστορίας. Λίγες είναι αυτές που έχουν ιδιαίτερη κινηματογραφική γραφή, προσωπική ματιά. Αυτές που δημιουργούν ένα νέο κόσμο. Αυτές, που είναι πραγματικό σινεμά.
Η «Έβδομη Ήπειρο» αποτελείται από ταινίες δημιουργών σκηνοθετών με ισχυρούς προσωπικούς κόσμους αλλά και από ταινίες άγνωστες ή λίγο γνωστές, που μια μαγική συγκυρία ήρθε να τις συνθέσει, συχνά από το πουθενά. Ταινίες όπου σκιρτά μια λάμψη αυθεντικότητας.
Και στις μεν και στις δε, το βιβλίο ρίχνει ένα καινούργιο φως. Αποκαλύπτει άγνωστες πλευρές, φέρνει στην επιφάνεια πρόσωπα, χώρους, καταστάσεις. Το βιβλίο όμως δεν είναι υμνολόγιο. Με το σινεμά είμαι σε μια ερωτική σχέση, απαιτητική, σαρκοβόρα.
Η παράθεση τους γίνεται με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο πχ χρονολογικά, και πώς παρουσιάζονται ώστε να προσελκύονται ακόμη κι όσοι δεν είναι τόσο σινεφίλ;
Το βιβλίο είναι απολύρως πρωτότυπο. Παρουσιάζει με ιδιαίτερο τρόπο και ταυτόγχρονα αναλύει τις ταινίες. Δεν έχει καμιά σχέση με κλισέ, χρονολογίες, είδη. Σαν σύλληψη, ύφος και περιεχόμενο, δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο στη διεθνή βιβλιογραφία. Κι αυτό γιατί ταυτόγχρονα ανατρέπει τις κινηματογραφικές αξίες όπως διαμορφώθηκαν και παγιώθηκαν πριν 60 χρόνια.
«Η Έβδομη Ήπειρος» είναι ανατρεπτική με τις επιλογές που κάνει, τις απόψεις που διατυπώνει αλλά και με ότι παραλείπει. Ταυτόγχρονα, είναι γραμμένη σαν ένα γοητευτικό μυθιστόρημα, ένα ταξίδι μύησης στην μαγεία του σινεμά. Είναι βιβλίο οδηγός για όποιον θέλει να ανακαλύψει το σινεμά αλλά και οδηγός ζωής, μέσα από μια σειρά μαγικές ταινίες.
Και βέβαια άλλη μια σπάνια ιδιαιτερότητα του βιβλίου, είναι ότι είναι γραμμένο με τα μάτια ενός δημιουργού.
Υπάρχει ένα γενικό συμπέρασμα για την πορεία του κινηματογράφου, εγχώριου και διεθνούς, μέσα σε όλες αυτές τις δεκαετίες;
Ναι, το σινεμά, όπως όλες οι τέχνες είναι σε μια διαρκή πτώση. Βασικός λόγος οι σαθρές αξίες που επιβλήθηκαν σαν θέσφατα, βάζοντας στο περιθώριο αυθεντικά έργα τέχνης και προβάλλοντας αντίθετα έργα κάποτε εντυπωσιακά αλλά τελικά κενά. Ταινίες που δεν αντέχουν στο χρόνο. Το βιβλίο προσπερνά επίσης κατηγοριοποιήσεις και κλισέ απόψεις, όλα όσα μυρηκάζει η διεθνής κριτική δεκαετίες τώρα,. Δίπλα σε μια ταινία του Βισκόντι, θα βρείτε μια θεωρούμενη «βήτα ταινία» που διαθέτει όμως ανάλογη υπόγεια γοητεία και κυρίως ανάταση.
Τι διαφοροποιεί την πορεία του ελληνικού κινηματογράφου σε σχέση με τον διεθνή και πώς κρίνεται τα σημερινά καλλιτεχνικά ρεύματα και την παραγωγή ταινιών στη χώρα μας;
Ποτέ δεν αντιμετώπισα το σινεμά με εθνικά κριτήρια. Ισχύουν ακριβώς τα ίδια. Μιλάμε για την πιο διεθνή τέχνη σαν γλώσσα και την πιο επιδραστική. Φυσικά μια μεγάλη χώρα επιβάλλει την παγκόσμια κυριάρχία της σε τεράστιο βαθμό μέσα από το σινεμά. Και γι αυτό από την επινόηση του μέχρι σήμερα, αντιμετωπίζεται σαν ένα κρυφό μέσο προπαγάνδας. Αυτός ο τεράστιος όγκος ταινιών δεν έχει θέση στην «Έβδομη Ήπειρο». Δεν υπάρχουν ρεύματα σήμερα στο σινεμά. Αλλά οι αυθεντικές ταινίες αντέχουν στο χρόνο.
Ποιο ήταν το δικό σας όραμα για το σινεμά, όταν ξεκινούσατε την καριέρα σας;
Δύσκολο να απαντήσω γιατί έχω κάνει πια μια σειρά από ταινίες, που δεν θα μπορούσα καν να φανταστώ τότε. Σίγουρα ήθελα να κάνω σινεμά ιδιαίτερο θεματικά και αισθητικά αλλά που να μπορεί να απευθυνθεί σε όλους. Και αυτό εξακολουθώ να θέλω. Όμως αν με ρωτούσε κάποιος το 1994 όταν έκανα το «Αντίο Βερολίνο», αν σκεφτόμουν να κάνω την «Μήδεια» που μόλις γύρισα, θα τον κοιτούσα με απορία.
Να περιμένουμε και μια παρόμοια συγγραφική συνέχεια;
Άγνωστο αλλά και πολύ πιθανό. Ο εαυτός μου, με εκπλήσσει συνέχεια. Ωστόσο, οι «Μυστικές Συναντήσεις», το πρώτο βιβλίο μου για τις απροσδόκητες συναντήσεις μου με πρόσωπα του σινεμά και όχι μόνο, ήταν ένας προάγγελος.