Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, συγγραφέας
Πολλοί ενοχλήθηκαν στο άκουσμα της είδησης για την παύση λειτουργίας του “Καφέ του Μουσείου” στο Αρχαιολογικό Μουσείο και του “Καφέ του Μουσείου του Νομισματοκοπείου”. Ανεξάρτητα από τη διαδικασία, την αντιδικία ανάμεσα στο υπουργείο και τους έως τώρα μισθωτές και το αν θα διατηρηθεί το είδος της χρήσης, αυτό που μένει ως πικρή γεύση στο στόμα όλων όσων αγαπούν τον πολιτισμό και τις τέχνες είναι η έλλειψη περισσότερων χώρων που να αποτελούν νησίδες προώθησης των συγγραφέων, των εικαστικών, των μουσικών.
Σε μια χώρα που το διάβασμα συνδυάζεται με την… παραλία, η μουσική με τα… ξενυχτάδικα και τα εικαστικά με τον… μεταμοντερνισμό,
ο πολιτισμός μοιάζει όλο και περισσότερο να αποτελεί συμπλήρωμα της κοινωνικής δραστηριότητας, οπότε κι ως τέτοιο αντιμετωπίζεται. Δεν γνωρίζω τις βλέψεις των νέων μισθωτών, ούτε αν το υπουργείο Πολιτισμού σχεδιάζει να αξιοποιήσει αλλά ακίνητα του ως χώρους παρουσίασης των ανθρώπων της τέχνης, όμως είναι λυπηρό στη σύγχρονη Αθήνα, αντί να διευρύνονται οι εστίες παραγωγής και διάδοσης του Πολιτισμού μας, να εγκαταλείπονται εστίες με διαχρονική προσφορά και αναγνώριση.
Κάτι που προκαλεί εντύπωση είναι η συνολική καταχώρηση 59 τέτοιων χωρών σε έναν και μόνο μισθωτή με πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, έχοντας μάλιστα τεθεί όροι, στον σχετικό διαγωνισμό, που απέκλειαν μεμονωμένες προσφορές.
Ακόμη κι αν το οικονομικό όφελος είναι σημαντικό, δεν φαίνεται σαν το πολιτιστικό αποτύπωμα να μπαίνει σε απολύτως δεύτερη βάση από το αρμόδιο υπουργείο;
Δεν γνωρίζω τις συνολικές προθέσεις της υπουργού και δεν αμφισβητώ το γενικότερο έργο της, το σοκ όμως από τη συγκεκριμένη απόφαση παραμένει. Ελπίζω τόσο το υπουργείο όσο και οι κατατόπους Δήμοι να δουν με μεγαλύτερη ενδιαφέρον και πολιτιστική ενσυναίσθηση, το θέμα της ανάδειξης χωρών φιλοξενίας εκδηλώσεων, δίνοντας βήμα στους εργάτες της τέχνης που αρκετά έχουν υποστεί με τις αλλεπάλληλες κρίσεις.