Γράφει ο Ελισσαίος Βγενόπουλος
Η ευημερία για την οικογένεια είναι ένα καλό πλάτωμα για να μπορέσουν τα μέλη της να αναπτύξουν τα ταλέντα τους, τους δεσμούς και τα συναισθήματά τους. Όταν όμως η πλεονεξία προσπαθεί να κόψει δρόμο μέσα από την απληστία, την επίδειξη των κερδών και την αλαζονεία του πλούτου, το πλάτωμα εύκολα γίνεται καμίνι στο οποίο μέσα του κατακαίγονται οι αγνές προθέσεις, οι ανθεκτικές σχέσεις και οι στέρεες προοπτικές.
Η επικούρεια αφαίρεση επιθυμιών και όχι πρόσθεση χρημάτων και πολύτιμων αποκτημάτων, είναι μια καλή ασπίδα απέναντι στην απληστία, την πλεονεξία και εν τέλει τη δυστυχία του άμετρου κυνηγιού του πλούτου, αλλά η οικογένεια Μπράνοκ έδωσε ό,τι είχε και δεν είχε, για να αποκτήσει ένα σπίτι το οποίο δεν μπορούσε να έχει κι από εκεί αρχίζουν όλα τα δεινά της.
Η νέα σειρά – θρίλερ του Ράιαν Μέρφι με τίτλο «The Watcher» και πρωταγωνιστές τη Ναόμι Γουότς και τον Μπόμπι Καναβάλε βγήκε στην πλατφόρμα του Netflix και γρήγορα τρύπωσε στις πρώτες θέσεις τηλεθέασης.
Η σειρά είναι εμπνευσμένη από άρθρο του δημοσιογράφου και συγγραφέα Ριβς Γουίντμαν που δημοσιεύθηκε τον Νοέμβριο του 2018. Κεντρικό θέμα του άρθρου είναι η ιστορία μιας οικογένειας που απόκτησε το σπίτι των ονείρων της και ζούσε στα προάστια του Νιου Τζέρσι.
Στην οδό Μπούλεβαρντ 657 στο Γουέστφιλντ του Νιου Τζέρσι σε ένα λοφίσκο ήταν ριζωμένο το όνειρο της οικογένειας Μπράνοκ και η υλική απόδειξη την κοινωνικής τους ανέλιξης για την οποία θα διαθέσουν όλα τους τα χρήματα, θα δανειστούν επί πλέον, ακόμα θα ρισκάρουν ρευστοποιώντας τίτλους, συνταξιοδοτικά προγράμματα κι ό,τι άλλο είχαν και δεν είχαν, για να στεγάσουν το οικογενειακό τους όνειρο και την ασίγαστη ματαιοδοξία τους.
Όλο αυτό το αραχνοΰφαντο επίτευγμα θα έρθουν να το τρυπήσουν μια σειρά από ανεξήγητα μικρά γεγονότα και αναπάντεχες παρεξηγήσεις που είχαν αφετηρία τα δυο γειτονικά σπίτια και τους παράξενους ενοίκους τους. Τα πράγματα όμως αγριεύουν και σιγά-σιγά εκτροχιάζονται όταν, η 4μελής οικογένεια Μπράνοκ άρχισε να λαμβάνει απειλητικά γράμματα τα οποία, όχι τυχαία, τα υπέγραφε κάποιος «The Watcher». Γνώριζε κάθε κίνηση μέσα στο σπίτι, ο υπογράφων τις επιστολές, ήξερε πράγματα που μόνο κάποιος που ζούσε στην οικία των Μπράνοκ θα μπορούσε να ξέρει, περιέγραφε πράγματα και καταστάσεις που μόνο ένας προσεκτικός και με καλή θέαση «The Watcher» θα μπορούσε να κάνει.
Τα μέλη της οικογένειας θεωρούσαν την απόκτηση του σπιτιού της οδού 657 ως επιστέγασμα του συνετού και επιτυχημένου βίου τους. Όλα βαίνουν καλώς μέχρι την στιγμή που η πρώτη επιστολή έφτασε στο γραμματοκιβώτιό τους και όλα ανατράπηκαν. Η μονομερής απειλητική αλληλογραφία ήρθε για να χαράξει το όνειρό της οικογένειας στη μέση και να μετατρέψει το ένα κομμάτι του σε εφιάλτη και το άλλο σε μια συνεχή, αγωνιώδη προσπάθεια απαλλαγής από το καταραμένο σπίτι.
Πάνω στην απελπισία τους ξεπουλούν το σπίτι, για να βρουν τη χαμένη τους γαλήνη και την πολυπόθητη οικογενειακή τους ισορροπία. Στην κορύφωση του αδιεξόδου η Περλ πανικόβλητη συμπεραίνει και ταυτόχρονα αποφασίζει «Δεν είναι υγιές όλο αυτό. Δεν μας αναγνωρίζω πλέον. Θα αποπληρώσουμε το δάνειο και μετά θα πουλήσουμε το σπίτι. Θα αποδεχτούμε την καλύτερη πρόταση και θα ξαναφτιάξουμε τη ζωή μας».
Το όνειρο της οικογένειας αργά και σταθερά μεταμορφώνεται σε έναν παχύρευστο εφιάλτη, του οποίου τη γλίτσα σιγά – σιγά νιώθουν οι γονείς στα δάχτυλά τους, όταν προσπαθούν να αγκαλιαστούν, να δώσουν δύναμη ο ένας στον άλλον, αλλά κι όταν ατελέσφορα προσπαθούν να ανακτήσουν τη χαμένη τους συνεκτικότητα. Η ίδια παχύρευστη εφιαλτική γλίτσα απλώνεται παντού και στις σχέσεις της έφηβης κόρης της οικογένειας και σε μικρότερο βαθμό αλλά εξ ίσου απειλητικό στη συμπεριφορά και τις αντιδράσεις και του νεαρού αγοριού. Η οικογένεια Μπράνοκ εισέρχεται στο σπίτι γεμάτη όνειρα, υγεία, χαρά και αγάπη, διαμένει σε αυτό ποτισμένη από την καχυποψία, τον πανικό, την αμφιβολία και την αμφισβήτηση και φεύγει από αυτόν τον εφιάλτη μισοδιαλυμένη, αφυδατωμένη συναισθηματικά και χωρίς την παραμικρή αυτοπεποίθηση για τη συνοχή και για ανθεκτικότητά της.
Ολόκληρη η οικογένεια Μπράνοκ δηλητηριάζεται από τον τρόμο για αυτά που ανά πάσα στιγμή μπορούν να της συμβούν μέσα στο σπίτι, αλλά θολώνει ταυτόχρονα και από τον φόβο της απώλειας του. Δεν υπάρχει στην οικογένεια μετά από λίγο καμιά σταθερά από την οποία θα μπορούσε να κρατηθεί η παραπαίουσα οικογένεια.
Οι γείτονες μπαίνουν και βγαίνουν στο σπίτι σαν να είναι δικό τους κι όταν βρίσκονται έξω από αυτό μοιάζουν να το πολιορκούν. Το ένα ζευγάρι φαίνεται να έχει πολύ σκοτεινές επιδιώξεις, αν και μαζεύει βιταμίνη D παρατηρώντας τους γείτονες και πληροφορίες για τα τεκταινόμενα εντός της οικίας της οδού 657. Τα αδέρφια διασχίζουν διαγώνια την έννοια της αφέλειας μέχρι του σημείου που συναντώνται με την απειλή και τον φόβο, τότε όλα περιπλέκονται σαν τις παιδικές κοτσίδες της Μία Φάροου.
Η σειρά του Ράιαν Μέρφι αξιοποιεί με μαεστρία το πρωτότυπο υλικό και τις γενικές πληροφορίες της υπόθεσης, οι οποίες είναι κατά βάση αληθινές.
Για τις ανάγκες της αφήγησης και των ανατροπών οι υπεύθυνοι δημιούργησαν επιπλέον χαρακτήρες, κάποιους τους ανέπτυξαν περισσότερο από τη σημασία που είχαν στα πραγματικά περιστατικά και κάποιους άλλους τους έριξαν στο μπλέντερ της αναδημιουργίας και τους έδωσαν άλλα χαρακτηριστικά και ιδιότητες για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της μυθοπλασίας.
Ο Ράιαν Μέρφι αξιοποίησε τις όμορφες ερμηνείες της Ναόμι Γουότς και του Μπόμπι Καναβάλε και των δεύτερων ρόλων Τζένιφερ Κούλιτζ, Μάργκο Μαρτιντέιλ, Νόμα Ντουμαζουένι και δεν εφείσθη τεχνασμάτων, επινοήσεων, κόλπων και ευρημάτων του είδους, για να οδηγήσει τους θεατές στην αγωνία και στις αναγκαίες κορυφώσεις. Σκιές και περίεργες παρουσίες, τηλεφωνήματα μέσα στα άγρια χαράματα, κυνηγητά μέσα σε δαιδαλώδη υπόγεια και άλλες απρόβλεπτες καταστάσεις διανθίζουν τα επεισόδια της σειράς.
Στο «The Watcher», η ταυτότητα του παρατηρητή παραμένει άγνωστη. Η πραγματική οικογένεια πούλησε το σπίτι πέντε χρόνια μετά την μετακόμιση.
Οι νέοι ιδιοκτήτες του σπιτιού δεν έλαβαν ποτέ γράμματα από τον «Παρατηρητή». Οι υπεύθυνοι της υπόθεσης του Νιου Τζέρσι υποστηρίζουν ότι η έρευνα δεν είναι ενεργή αλλά ούτε έχει κλείσει. Το βέβαιο είναι ότι για τον θεατή, μετά από ένα σημείο, μικρή σημασία έχει ποιος είναι ο παρατηρητής, μεγάλη σημασία και ενδιαφέρον έχουν οι σχέσεις των ανθρώπων της οικογένειας, οι δεσμοί που διαλύονται και τα συναισθήματα που θρυμματίζονται. Γιατί όπως έγραψε ο Λέων Τολστόι στην πρώτη φράση του στην Άννα Καρένινα «Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους. Κάθε δυστυχισμένη οικογένεια, όμως, είναι δυστυχισμένη με το δικό της τρόπο» και η οικογένεια Μπράνοκ έκτισε την δυστυχία της μέσα στην οικία της οδού Μπούλεβαρντ 657, την εγκιβώτισε πλήρως και έφυγε με λιγότερα χρήματα, ελάχιστα συναισθηματικά εφόδια και φορτωμένη αφόρητη και πνιγηρή καχυποψία.