Ο ηθοποιός Παναγιώτης Καβαλιεράκης και ο θεατρικός συγγραφέας και ηθοποιός Γιώργος Οικονομίδης είναι δύο άνθρωποι που αγαπάνε σφόδρα το θέατρο. Εργάζονται σκληρά για να αναδείξουν το ποιοτικό θέατρο στη Θεσσαλονίκη. Δύο άνθρωποι προσηνείς, ταλαντούχοι και ειλικρινείς μιλάνε στο culturepoint για την παράσταση «Premiera» μοιράζοντας τις σκέψεις τους και εξηγώντας τους λόγους που πρέπει να δούμε αυτό το θεατρικό έργο.
Συνέντευξη στη Μαρία Αντωνίου
Γιώργο έγραψες τέσσερα θεατρικά έργα μεταξύ των οποίων είναι η «Premiera» και η «Μετάλλαξη» ενώ συμμετείχες και ως ηθοποιός. Ποιος είναι όμως στην πραγματικότητα ο Γιώργος Οικονομίδης;
Γιώργος Οικονομίδης: Εργάζομαι ως καθηγητής Αγγλικών, αυτή είναι η βασική μου ιδιότητα. Αυτό που πιστεύω είναι ότι πολλές φορές μέσα σε αυτή την δουλειά πρέπει να εφαρμόσεις πράγματα του θεάτρου. Πριν πολλά χρόνια όσο βρισκόμουν στο Λονδίνο παρακολούθησα μαθήματα θεάτρου, τα οποία μου φάνηκαν χρήσιμα στην διαδικασία των μαθημάτων. Μέσα στα χρόνια λόγω του ότι προέκυψαν και κάποιες δικές μου προσωπικές αναζητήσεις θεώρησα ότι η ασχολία μου με το θέατρο και δη για φιλανθρωπικό σκοπό ήταν μια συνθήκη που με έλκυε πολύ. Όταν ξεκινήσεις το θέατρο και ασχοληθείς μετατρέπεται σε έναν όμορφο εθισμό. Αν με ρωτάς τι μου αρέσει πάνω απ’ όλα σε αυτό θα σου έλεγα ότι είναι η γραφή. Είναι απίστευτο αυτό που ζω όταν γράφω. Μπαίνω σε έναν άλλο κόσμο. Οραματίζομαι τους χαρακτήρες, την υπόθεση και προσπαθώ να βρω την κατάλληλη ατάκα. Μου αρέσουν πολύ οι κωμωδίες και ως επί το πλείστον αυτά είναι τα έργα μου. Προσπαθώ μέσα από αυτές να περνάω κάποια μηνύματα. Το δεύτερο είναι να βλέπω το κείμενο που έγραψα να γίνεται πραγματικότητα. Για παράδειγμα, στον Παναγιώτη Καβαλιεράκη έγραψα τον ρόλο ενός επαρχιώτη. Όταν βλέπω αυτό τον ρόλο που αποτύπωσα στο χαρτί να μετουσιώνεται σε έναν πραγματικό χαρακτήρα είναι κάτι πολύ ιδιαίτερο για μένα. Το κομμάτι της έκθεσης πάνω στην σκηνή έρχεται σε τρίτη μοίρα. Το απολαμβάνω επειδή είμαι μέλος αυτής της ομάδας και δεν θα το έκανα για οποιαδήποτε άλλη ομάδα.
Πιστεύεις ότι τα καλά ελληνικά σύγχρονα θεατρικά έργα σπανίζουν σήμερα;
Γ.Ο.: Όχι, εγώ θεωρώ ότι υπάρχει εξαιρετική σοδειά ειδικά τα τελευταία χρόνια. Σίγουρα υπάρχουν λιγότεροι δημιουργοί σε σύγκριση με το παρελθόν. Αυτό είναι γεγονός. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν παλιά έργα που ξαναέρχονται στο προσκήνιο και παίζονται συνεχώς. Υπάρχει μεγάλη έξαρση θεατρικής δημιουργικότητας στη Θεσσαλονίκη. Δυστυχώς όμως υπάρχουν περιπτώσεις που έρχονται παραστάσεις με περγαμηνές από Αθήνα λόγω της προώθησης που γίνεται και αυτό πολλές φορές αδικεί την δημιουργία στην πόλη μας. Η Θεσσαλονίκη είναι μια πολύ δημιουργική πόλη. Οι άνθρωποι που ασχολούνται με αυτό το κομμάτι στην πόλη μας είναι αρκετοί και προσπαθούν με νύχια και με δόντια να το κρατήσουν. Έχω δει αξιόλογες παραστάσεις και εντός των τειχών και εκτός των τειχών. Σαφώς όμως υπάρχουν και κάποιες που είναι λιγότερο αξιόλογες. Είναι λίγο απ’ όλα.
Η Θεσσαλονίκη εντός των τειχών της θα πρέπει να ανοιχτεί. Ο Θεσσαλονικιός θα πρέπει να ψάξει περισσότερο τα τοπικά σχήματα. Ανεβαίνουν σπουδαίες παραστάσεις. Έχω παρακολουθήσει θεατρικές δουλειές όπως είναι το «Θέατρο του Άλλοτε» και αν αυτοί οι άνθρωποι είχαν πιο σωστή προώθηση και υπήρχε η δυνατότητα με κάποιο μαγικό τρόπο να διαδίδαμε και εμείς αυτό που γίνεται στη Θεσσαλονίκη, είμαι σίγουρος ότι οι Θεσσαλονικείς θα ανακαλύπτανε πληθώρα πραγμάτων στο τοπικό θέατρο.
Παναγιώτη βρίσκεσαι αρκετά χρόνια στο θεατρικό σανίδι. Τι σε ώθησε να ασχοληθείς με τον χώρο της υποκριτικής;
Παναγιώτης Καβαλιεράκης: Από παιδί στα σχολικά χρόνια είχα καλλιτεχνικές ανησυχίες. Συμμετείχα στις τοπικές θεατρικές ομάδες. Αγαπώ την μεταμόρφωση. Αυτός είναι ο λόγος που παίζω τόσο σε κωμωδίες όσο και σε δράματα. Για μένα η υποκριτική είναι έρωτας και δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτήν όσα χρόνια και αν περάσουν. Αυτός είναι και ο λόγος που προσπάθησα να ξαναζωντανέψω την ομάδα «Μαλλιά Κουβάρια» γιατί είναι πολύ ουσιαστικό να βρίσκομαι στο σανίδι και για αυτό είμαι πολύ κοντά στον Γιώργο και την Βαρβάρα. Αν και μεταξύ τους πρεσβεύουν δύο διαφορετικά θεατρικά είδη.
Ποιοι είναι οι «Μαλλιά Κουβάρια» και τι σας ένωσε ώστε να δημιουργήσετε αυτή την θεατρική ομάδα;
Γ.Ο.: Με τον πυρήνα της ομάδας είχαμε δημιουργήσει άλλες ομάδες παλαιότερα, έγιναν αλλαγές και καταλήξαμε στα «Μαλλιά Κουβάρια». Στον πυρήνα όμως βρίσκονται άνθρωποι οι οποίοι ξεκινήσαμε πριν δέκα χρόνια. Μέσα σ’ αυτόν τον σκληρό πυρήνα προστέθηκαν ακόμα δύο τρία άτομα όπως είναι ο Παναγιώτης Καβαλιεράκης, οι οποίοι έδωσαν μια διαφορετική νότα. Ξέρεις όσο και αν αγαπάς τους βασικούς ανθρώπους πολλές φορές χρειάζεσαι μια φρέσκια ματιά και να δεις τα πράγματα υπό ένα άλλο πρίσμα. Αλλά και όσοι καινούργιοι συνεργάτες έρχονται στην ομάδα μας είναι άνθρωποι που τους έχουμε επιλέξει για το ταλέντο τους, τους τρόπους εκφοράς και συμπεριφοράς τους. Οπότε τα «Μαλλιά Κουβάρια» είναι πλέον μία ομάδα που ανοίγει την αγκαλιά της σε νέους συνεργάτες ώστε να ξεφύγουμε από τον μικρό κύκλο που είχαμε δημιουργήσει, να γίνουν νέες προσθήκες και να εφαρμόσουμε μία καινούργια οπτική.
Η «Premiera» επιστρέφει μετά από πέντε χρόνια στην σκηνή του Δημοτικού θεάτρου Καλαμαριάς «Μελίνα Μερκούρη». Θα μας μιλήσετε για αυτή την παράσταση και πως αποφασίσατε να την ξαναναβιώσετε;
Γ.Ο.: Η «Premiera» γράφτηκε πριν δέκα χρόνια και επιστρέφει στο θέατρο μετά από πέντε χρόνια. Το χρονικό διάστημα 2016-2019 ανεβάσαμε γύρω στις 25 παραστάσεις. Είναι μακράν το πιο επιτυχημένο έργο που έφτιαξα από άποψη προσέλευσης κόσμου. Φέτος οι παραστάσεις μας είναι επετειακές.
Αυτό το έργο με βοήθησε να εξελιχθώ συγγραφικά. Έγιναν απίστευτες αλλαγές όχι μόνο στο κείμενο αλλά και στο casting. Η «Premiera» από την πρώτη φορά που ανέβηκε μέχρι σήμερα έχει δυναμώσει. Έκανα κάποιες παρεμβάσεις, άλλαξα σκηνές και ορισμένους ρόλους. Όλα αυτά βέβαια με την βοήθεια του κορυφαίου Δημήτρη Βασιλειάδη. Έγιναν όμορφες αλλαγές και αυτό έχει να κάνει και με τον τρόπο που έχω μάθει να λειτουργώ και θεατρικά και συγγραφικά. Η εμπειρία είναι πολύ σημαντική αγάπη μου, είναι σοφός σύμβουλος. Εγώ θέλω αυτό το έργο να ψυχαγωγήσει τον κόσμο. Θέλω οι θεατές να έρθουν να γελάσουν, να χαρούν, να ακούσουν ωραίες μουσικές και να φύγουν με μία ψυχική ανάταση.
Η υπόθεση διαδραματίζεται σε ένα μπουζουξίδικο όπου το 1986 έγινε μία έκρηξη την ώρα που έκαναν πρόβα κάποιοι καλλιτέχνες και καταστράφηκαν όλα. Ο υπεύθυνος για την έκρηξη ήταν ο ιδιοκτήτης του νυχτερινού κέντρου προφανώς μεν την οργάνωσε για να πάρει τα χρήματα από την ασφάλεια όμως δεν γνώριζε ότι υπήρχαν άνθρωποι που έκαναν πρόβα. Χρόνια μετά το συγκεκριμένο νυχτερινό κέντρο ξαναχτίζεται αλλά δεν λειτουργεί ποτέ. Ο ιδιοκτήτης πεθαίνει και το κληρονομεί στα τρία ανίψια του από το χωριό και όλα αποτυχημένοι τραγουδιστές σε διαφορετικά μουσικά είδη. Η μία ανιψιά είναι παντρεμένη με έναν τύπο, έχουν ένα γιο και τραγουδούν σε πανηγύρια. Ο δεύτερος ανιψιός είναι αποτυχημένος τραγουδιστής της όπερας, παντρεμένος με μία τραγουδίστρια που τον λατρεύει και έχουν μία κόρη και η τρίτη ανιψιά είναι μία αποτυχημένη έντεχνη τραγουδίστρια παντρεμένη με έναν λογιστή με τον οποίο δεν αγαπιούνται και έχουν έναν μπάτλερ από το Μπαγκλαντές. Τα ανίψια κληρονομούν αυτό το μέρος αλλά για να περάσει στα χέρια τους πρέπει όλοι να συμμετάσχουν σε ένα πρόγραμμα υπό τις οδηγίες μίας πολύ γνωστής μάνατζερ των Αθηνών. Επίσης, υπάρχει μία δικηγόρος που ουσιαστικά κανονίζει να γίνουν όλα με τον τρόπο που πρέπει ενώ παρουσιάζεται και μία λουλουδού κομβικό πρόσωπο στην ιστορία. Κατά την διάρκεια της πρόβας τους με όλα τα ευτράπελα που μπορεί να συμβαίνουν, κάτι από το παρελθόν έρχεται για να κάνει την ζωή τους ακόμα πιο δύσκολη. Όλο το έργο καταλήγει σε μία πρεμιέρα η οποία πραγματοποιείται αλλά δεν μπορώ να αποκαλύψω περισσότερα τι γίνεται μέσα σε αυτήν.
Τι σε παρακίνησε να γράψεις αυτό το θεατρικό έργο και γιατί επέλεξες να το τοποθετήσεις στην αρχή της υπόθεσης στην δεκαετία του ’80;
Γ.Ο.: Είμαι πολύ καλός γνώστης της δεκαετίας του ’80. Τα 80s ήταν η δεκαετία της δικής μου νιότης όπου πρωτοπήγα σε μπουζουξίδικα όντας ένα πολύ μικρό παιδί. Εμείς πηγαίναμε τότε σε μαγαζιά όπως η Εμπατή όπου τραγουδούσε ο Βασίλης Καρράς, ο Ζαφείρης Μελάς. Στο ξεκίνημα τους τότε. Γενικά έχω μουσικές καταβολές και από το ελληνικό και από το ξένο ρεπερτόριο. Σπούδασα στην Αγγλία και είδα τα καλύτερα musicals. Όμως αυτή τη δεκαετία των 80ς ήθελα να θίξω και ήξερα που στέκομαι. Είχα ελάχιστη μελέτη να κάνω. Έπειτα το έργο το φέρνω στο παρόν γιατί οι άνθρωποι κληρονομούν το κέντρο τώρα, που αυτή την εποχή την γνωρίζω επίσης πολύ καλά. Οπότε πατούσα πολύ στέρεα στο γνωστικό κομμάτι και ποια τραγούδια κυκλοφόρησαν και έγιναν επιτυχίες το 1986 ή το 1987. Αυτά τα χρόνια τα έζησα, τα χόρεψα, τα γιόρτασα και τα χάρηκα.
Π.Κ.: Μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για ένα παρακμιακό μαγαζί, ένα μπουζουξίδικο το 1986 στο Δερβένι. Ήταν το λεγόμενο σκυλάδικο που θα έβρισκες και στην Εθνική Οδό.
Γ.Ο.: Εμείς τότε σαν νέοι άνθρωποι, στα 18-19, όταν βγαίναμε με τους φίλους πηγαίναμε σε clubs όπως το L.A. το οποίο ήταν από τα καλύτερα μαγαζιά της πόλης ή θα πηγαίναμε στον Ζυγό. Στο Ακρόαμα πηγαίναμε τις Πέμπτες και ερχόταν όλη η ομάδα του Άρη. Για κάποιο περίεργο λόγο μπαίναμε πάντα εγώ με μία φίλη μου. Μέσα σε εκείνο το μικρό μαγαζί έβλεπες πρώτο τραπέζι τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, τον Φιλίππου, στο διπλανό τραπέζι την Βουγιουκλάκη κ.α. Αυτά είναι βιώματα και γινόταν ένα γλέντι αδιανόητο. Αυτά τα γλέντια τότε ήταν αγνά. Ζούσαμε κάτι άλλο! Σήμερα, τα πιο νέα παιδιά δεν τα ζούνε αυτά. Δυστυχώς ζούνε σε τοξικές εποχές.
Π.Κ.: Η δεκαετία του ‘80 είχε και λίγο την υπερβολή σε όλα τα σημεία. Κυρίως στο στυλ. Για ένα μπουζουξίδικο εκτός Θεσσαλονίκης ήταν υπερβολικό όλο αυτό.
Ποιοι είναι οι ρόλοι που ενσαρκώνετε στην παράσταση;
Π.Κ.: Εγώ υποδύομαι ένα τραγουδιστή που τραγουδάει σε τα πανηγύρια, ένας ξεπεσμένος καλλιτέχνης ο οποίος είναι μέσα σε όλη αυτή την συνθήκη που περιέγραψε ο Γιώργος. Έχω Τα ξαδέλφια μεταξύ μας έχουμε κακές σχέσεις αλλά πρέπει να έρθουμε σε επαφή και να συμμετέχουμε σε αυτή την πρεμιέρα για να μπορέσουμε να πάρουμε τα χρήματα και το μαγαζί που μας άφησε ο θείος.
Γ.Ο.: Να προσθέσω ότι ο Παναγιώτης στο ρόλο του έχει και μια συνεχή διένεξη με τον γιο του γιατί σαν ρόλος αδυνατεί να κατανοήσει την εξέλιξη της εποχής και τα αποδίδει όλα στα λάθος πράγματα. Θα ήθελα να επισημάνω ότι είναι σημαντικό πως θα αποδώσει ο καθένας τον ρόλο του. Όταν υποδυόμουν τον ρόλο του Παναγιώτη δεν είχα την δυνατότητα να το ερμηνεύσω με τον τρόπο που τον ερμηνεύει ο Παναγιώτης. Όταν είδα τον Παναγιώτη στην προηγούμενη εκδοχή της παράστασης σκέφτηκα ότι χρειάζεται να βάλω παραπάνω στοιχεία και πραγματικά ο ρόλος του φέτος ανθίζει περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Αυτό οφείλεται αντικειμενικά στον Παναγιώτη. Όχι στον άνθρωπο αλλά στον ηθοποιό.
Εγώ υποδύομαι μια έντεχνη τραγουδίστρια. Ο ρόλος μου είναι γυναικείος άλλα δεν μπορώ να αποκαλύψω παραπάνω, θα κάνω spoiler.
Πως καταφέρνουν οι ήρωες, οι οποίοι εκπροσωπούν διαφορετικά μουσικά είδη, να ενωθούν και να συμπράξουν με σκοπό να κληρονομήσουν το κέντρο διασκέδασης «MOONLIGHT»;
Π.Κ.: Σ’ αυτή την προσπάθεια τους έχει δομηθεί ολόκληρο το έργο ώστε να μπορέσω ως χαρακτήρας να συνυπάρξω με τον ξάδερφο της λυρικής και της έντεχνη τραγουδίστρια οι οποίοι είναι αντιπαθέστατοι. Εμείς είμαστε πιο λαϊκοί άνθρωποι, του πανηγυριού και του χωριού. Πάνω σε αυτή την προσπάθεια βγαίνει το γέλιο, με τις αντιπαλότητες, τις συγκρούσεις μέχρι να φθάσουμε στο τελείωμα που γίνεται η πρεμιέρα.
Πιστεύεις ότι ο κόσμος, πάρα τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, έχει ανάγκη να βγει έξω, να πάει θέατρο και να διασκεδάσει παρακολουθώντας παραστάσεις όπως είναι η «Premiera»;
Π.Κ.: Βεβαία, νομίζω ότι ο κόσμος έχει μεγαλύτερη ανάγκη αυτή τη στιγμή να δει ένα πολύ καλό έργο, και όταν λέω πολύ καλό έργο δεν μπορώ να μην αναφέρω και την δουλειά που γίνεται στο «Θέατρο του Άλλοτε». Τα στοιχεία που βγάζει τόσο ο Γιώργος όσο αυτή η ομάδα τα «Μαλλιά Κουβάρια» είναι πραγματικά αγχολυτικά. Ο κόσμος έχει την ανάγκη να γελάσει, να ξεκαρδιστεί, να του έρθει η πληροφορία απλά και γρήγορα χωρίς να σκεφτεί πολλά πράγματα. Ο Γιώργος κάνει εξαιρετική δουλειά με την ροή του σεναρίου και τις ατάκες. Έχουμε δουλέψει απίστευτα με τους ρόλους και το casting και αυτό θα το διαπιστώσετε βλέποντας το έργο.
Γ.Ο.: Ζούμε σε μία εποχή όπου υπάρχει πολύ δράμα γύρω μας ακόμα και καλλιτεχνικά. Αν ανοίξεις την τηλεόραση φέτος δεν είχε πολλές κωμωδίες, το πολύ μία ή δύο. Είναι μία εποχή που θαρρείς ότι όλα προσπαθούν να βγάλουν τον κόσμο από οτιδήποτε εύπεπτο και αγχολυτικό. Είναι ανάγκη να γελάσει ο θεατής. Το έχω πει πολλές φορές ότι το γέλιο στην κωμωδία είναι μία συνθήκη που πρέπει να αγαπάμε όταν γίνεται σωστά και πιστεύω ότι το κάνουμε καλά γιατί δεν βωμολοχούμε. Η δική μου πάγια θέση είναι ότι μπορώ να πω τα πάντα χωρίς να πω ούτε μία τέτοια λέξη. Το αποφεύγω. Άλλωστε αυτή είναι και η ευφυΐα του πράγματος. Δεν ξέρω όμως πως κάποιος μπορεί να συνειδητοποιήσει αυτή την ανάγκη.
Ποιο είναι το βαθύτερο και πιο ουσιαστικό μήνυμα της παράστασης που θέλετε να περάσετε στους θεατές εκτός από το γέλιο;
Γ.Ο.: Το βαθύτερο και πιο ουσιαστικό μήνυμα που πρέπει όλοι να γνωρίζουν και να καταλάβουν είναι άνθρωποι έχουν εργαστεί σκληρά για να δώσουν χαρά και να βοηθήσουν. Σε μια εποχή που ένας youtuber με 25000 συνδρομητές εκμεταλλεύεται τα ΑΜΕΑ. Την εποχή που βλέπεις ανθρώπους να καπηλεύονται παιδάκια για σεξουαλικούς σκοπούς. Την εποχή που βλέπεις γυναικοκτονίες και νεαρούς να βιαιοπραγούν, να βιάζουν, να ληστεύουνε και να χτυπάνε ενώ οι γονείς αδιαφορούν και κοιτούν το υπερπέραν, υπάρχουν 25 άνθρωποι οι οποίοι δουλεύουν ατελείωτες ώρες για να πετύχουν κάτι καλό. Για μένα αυτή η συνθήκη είναι αδιαπραγμάτευτη. Αν υπάρχει ένα νόημα σε όλο αυτό είναι το εξής: Κοίτα γύρω και κοίτα τι κάνουν αυτοί οι άνθρωποι.
Σκεφτείτε ότι εμείς τρέχουμε από τον σχεδιασμό της αφίσας μέχρι την επικοινωνία της παράστασης, από το έργο και τις πρόβες μέχρι την διαφήμιση, από το κουβάλημα των σκηνικών μέχρι το τελευταίο ρούχο που θα φορέσουμε. Όλη αυτή η διαδικασία είναι μία κατάσταση που γίνεται ταυτόχρονα με τις δουλειές μας. Όλα αυτά γίνονται από την ομάδα μας για έναν καλό σκοπό.
Π.Κ.: Το βαθύ νόημα είναι αυτό που ανέφερε ο Γιώργος. Ισχύς εν τη ενώσει! Είμαστε άνθρωποι οι οποίοι ενωθήκαμε για να ενισχύσουμε την φιλανθρωπία. Η αλήθεια είναι αν και έχουμε την ανταπόκριση του κοινού, θα ήθελα να έρθει περισσότερος κόσμος κοντά μας στο μέλλον. Να μην μείνουμε μόνο στις αναρτήσεις και στα likes στο Facebook αλλά να μπει κάποιος στη διαδικασία να αγοράσει ένα εισιτήριο εφόσον τα χρήματα θα πάνε σε φιλανθρωπικό σκοπό.