Το αρχείο του Αχιλλέα Παπαδιονυσίου περιέχει μια σειρά από εξαιρετικές συνεντεύξεις με σημαίνοντα και ιστορικά πρόσωπα από το χώρο του πολιτισμού. Μια από αυτές είναι κι η συνέντευξη που ακολουθεί με τον ηθοποιό Νίκο Σταυρίδη.
Κύριε Σταυρίδη θα θέλαμε να μας κάνετε μια αναδρομή για το ξεκίνημά σας στο θέατρο.
Να μου επιτρέψετε να πω ότι είμαι πολύ χαρούμενος που επικοινωνώ έστω και μέσω ραδιοφώνου με τους αγαπημένους συμπατριώτες. Είχα έρθει στην Αμερική δεν θυμάμαι ποιο έτος ήταν, πέρασα πολύ ωραία, δούλεψα και με περιποιηθήκανε πάρα πολύ και εγώ έδωσα όλον μου τον εαυτό για να τους ευχαριστήσω. Τώρα όσον αφορά για την αναδρομή στο θέατρο ξεκίνησα αφού τελείωσα το στρατιωτικό μου, είμαι απ’ τη Σάμο, υπηρέτησε 4 μήνες εκεί σαν στρατιώτης, έβγαλα το γυμνάσιο αλλά η μανία μου ήταν στραμμένη προς το θέατρο, βλέπετε αυτό που λέγεται ταλέντο άρχισε να αναπτύσσεται. Από μικρός έπαιζα καραγκιόζη στο σπίτι μου και είχα βάλει και είσοδο και ερχόταν και με βλέπανε τα παιδιά. Μετά στο γυμνάσιο είχα αναλάβει μια καλλιτεχνική πρωτοβουλία και ανεβάζαμε εργάκια για φιλανθρωπικούς σκοπούς και με είχαν οι καθηγητές στα όπα-όπα. Τότε είχε έρθει ένας θίασος και απ’ τη μανία μου πήγαινα κοντά να πλησιάσω τους ηθοποιούς, να τους χαιρετάω και όταν ρώτησα ως νέος τότε τι πρέπει να κάνει κανείς για να μπει στο θέατρο βέβαια μου έλεγαν πρέπει να έχεις ταλέντο, να σε δοκιμάσουν όταν έρθεις στην Αθήνα και εκεί σιγά-σιγά όλα θα πάνε καλά. Ήρθα στην Αθήνα και έπιασα δουλειά κάπου σε μια γενική αποθήκη υλικού στρατού, έπαιρνα ένα μεροκάματο που δεν μου έφτανε ούτε να φάω, καθόμουν στο Θησείο τότε και εκεί ήταν ένα θέατρο που λεγόταν ΑΙΤΕΝ, εκεί έπαιζε ο Αυλωνίτης, η Μαντινιού, ο Μακριδάκης, η Ζαφειρίου και μπήκα μέσα στο θέατρο με την αναίδεια εκείνη που με διέκρινε γιατί όπως σας είπα πρέπει κανείς στο θέατρο να είναι και αναιδής και αφού πήγα στο αφεντικό τον ρώτησα μήπως χρειάζεστε κανέναν εδώ να βοηθήσει στο θέατρο, εμένα μου αρέσει τι θέατρο και έχω και φωνή του λεω. Τον καιρό εκείνο στα νιάτα μου είχα ωραία φωνή, ήμουν τενόρος, αυτός με κοίταξε καλά και μου λεει να σε δοκιμάσω , με παει στο μαέστρο γιατί είχαν πρόβα εκείνη την ώρα και λεω το τραγούδι που ήταν σουξέ την εποχή εκείνη που έλεγε ”θέλω εγώ τρελά να μ’ αγαπήσεις, με έρωτα τρελό να με μεθύσεις”, μου λεει σε τι τόνο το λες και του λεω πιάσε ότι τόνο θέλεις. Έπιασε έναν τόνο πολύ ψηλά, εγώ το είπα τόσο ωραία το τραγούδι που ο μαέστρος το διέκοψε και μου λεει άκου εδώ νεαρέ μου εδώ δεν έχεις καμία δουλειά, να πας στο ωδείο να καλλιεργήσεις τη φωνή σου και εγώ του απάντησα μου λέτε να καλλιεργήσω τη φωνή μου αλλά με τι τσάπα να την καλλιεργήσω; με τι λεφτά, ήμουν πάμφτωχος, με προσέλαβαν εκεί και έκανα στην έναρξη μιας επιθεώρησης που λεγόταν ”Λοβιτούρα” το 1931 με βάλανε και έκανα ένα λούστρο και γυάλιζα τα παπούτσια του Αυλωνίτη. Την εποχή εκείνη είχανε βάλει φόρους σε όλα τα πράγματα και κολάγανε και χαρτόσημο και έτσι και εγώ γυάλιζα τα παπούτσια του Αυλωνίτη και αν είχα το συρταράκι απ’ το κασελάκι έβγαζα ένα χαρτόσημα και το κόλλαγα στο παπούτσι. Ακούω κάποιον προς στιγμή απ’ το κοινό που λεει ”παλιά μας τέχνη κόσκινο”, με είπε λούστρο και σηκώνομαι και εγώ αναιδέστατα και γυρίζω προς τα εκεί που ήρθε η φωνή και του λεω ”γειά σου κύριε συνάδελφε”, του ανταπέδωσα αυτό που μου είπε, χάλασε ο κόσμος από τότε πήρα μπροστά, έπαιξα το καλοκαίρι και από τότε στην επαρχία με πήρε ένας θίασος, μου δώσανε ρόλους , ήμουν μελετηρός και ο νους μου ήταν στη δουλειά μου, αυτοσχεδίαζα μόνος μου και άρεσα πολύ στην επαρχία.. στην Αθήνα μάθανε ότι κάποιος νεαρός απ’ την επαρχία ήταν πολύ καλός κει έτσι με πήρανε στο θέατρο ”Λαού” στο Μεταξουργείο και εκεί έκανα ένα νούμερο έναν κάποιο λιγάκι κουνιστό και μετά έκανα ένα ντουέτο τιμή μου με αυτό το μεγάλο κωμικό με τον Βασίλη Αυλωνίτη που άρεσε πολύ και ήμουν πολύ καλός και ανέκαθεν μπορούσα να επικοινωνώ με το κοινό και έπαιζα κωμωδία. Περάσανε οι μέρες και συν τοις άλλοις πήγαινα στο θέατρο μισή ώρα νωρίτερα και αυτό έχω να συμβουλεύσω τους νέους να πηγαίνουν στην ώρα τους και όχι την τελευταία στιγμή. Καθόμουν σε ένα καφενείο κοντά στο θέατρο και έξαφνα βλέπω κάποιον να μου γνέφει πηγαίνω κοντά του και μου λεει είσαι ο Σταυρίδης; του λεω ναι και μου λεει είναι ο αδελφός του Μακέδου. Μακέδος την εποχή εκείνη ήταν ο πρώτος γερός θεατρικός επιχειρηματίας που είχε το θέατρο Μουντιάλ. Μου λεει ο κύριος Μακέδος σας θέλει αν μπορείτε αύριο να έρθετε στο γραφείο του, καταλαβαίνετε τότε τη χαρά μου, δεν κοιμήθηκα όλη τη νύχτα. Πηγαίνω εκεί αλλά αυτός δεν μου έδωσε αρχικά σημασία γιατί ήταν σκυμμένος στο γραφείο του και κάτι έγραφε, του λεω καλημέρα, σηκώνεται, με βλέπει και μου λεει τι θέλεις; λεω εσείς με ζητήσατε, είμαι ο ηθοποιός ο Σταυρίδης και μου λεει, εσύ είσαι; κάτσε, έμαθα μου λεει ότι είσαι καλούτσικος, εκείνη την εποχή δεν έδιναν θάρρος πολύ να πουν ότι είσαι καλός φοβούμενος μην του ζητήσω πολλά λεφτά, του λεω ότι μπορώ κάνω και με ρωτάει θες να έρθεις εδώ στο θέατρο; Μου κόπηκε η φωνή, ποιος στραβός δεν θέλει το φως του είπα, τον κολάκευσα κιόλας. Μετά βλέπω και μπαίνουν με ορμή δυο κοπέλες και αμέσως το μυρίστηκα ότι ήταν οι αδελφές Καλουτά. Μου λεει η Άννα θέλεις να κάνουμε ένα νούμερο μαζί; Αχ λεω τι τιμή ήταν αυτή, μου κόπηκε η αναπνοή και λεω αστειεύεστε τώρα ή σοβαρολογείτε; Μου λεει σοβαρολογώ, το ναι ούτε το κατάλαβα πως βγήκε, βγήκε απ’ την ψυχή μου, τέλος πάντων σε 3 μέρες κάναμε πρόβα, κάναμε το ντουέτο και χάλασε ο κόσμος, γεμάτο το θέατρο, η Άννα είχε το λόγο γιατί ήταν η φτασμένη αλλά πήρα φως απ’ αυτή τη μεγάλη αρτίστα και έκτοτε έμεινα στο θέατρο με μια καλύτερη θέση. Ο Μακέδος είχε και θερινό θέατρο το ΑΘΗΝΑΙΟΝ και με περάσανε και εκεί, τότε έφυγαν οι Καλουτά και πήγανε στην Αίγυπτο Κι πήρε ο Μακέδος την Βέμπο, τον Τραϊφόρο, την Λίλη Κοντονή με μπαλέτο, τον Ματρίδη και με αυτούς εμφανίστηκα γερά. Εκείνο που με συγκινεί και είναι τιμή και για μένα και για την Ελλάδα και τους Έλληνες του εξωτερικού γιατί πήγα παντού Γερμανία, Καναδά, Μόντρεαλ με υποδεχτήκανε με πολλή αγάπη.
Ποιες είναι οι καλές και οι κακές στιγμές σε έναν ηθοποιό;
Οι καλές είναι όταν μπλέξει με καλούς και ενσυνείδητους επιχειρηματίες δηλ να ξέρουν πότε ωρίμασε το έργο από πρόβες και να λενε την τάδε μέρα έχουμε πρεμιέρα. Μερικοί ηθοποιοί ήθελαν να τα πιάσουν και σου έλεγαν την τάδε μέρα έχουμε πρεμιέρα και το έργο ήταν αμάθευτο ακόμα και γινόταν η πρεμιέρα κακήν κακώς. Δεν πηγαίνανε καλά τα πράγματα γιατί όπως ξέρετε κακή αρχή-κακό τέλος. Μια κακή στιγμή ήταν όταν έπαιζα στο θέατρο Ακροπόλ και βρίσκω τον επιχειρηματία και του λεω πέθανε η μητέρα μου και δεν είμαι σε θέση να παίξω και μου λεει ”όπως θες εγώ τότε θα το κλείσω το θέατρο”. Να μια κακή στιγμή, με εξεβίασε να παίξω, η μανούλα μου νεκρή και εγώ έπαιζα, τώρα τι έπαιζα και τι είπα δεν ξέρω. Και μια άλλη κακή στιγμή ήταν όταν έχασα τη δεύτερη γυναίκα μου απ’ την καταραμένη αρρώστια, ξόδεψα πολλά λεφτά, την έστειλα στην Οξφόρδη αλλά δεν κατάφερα να τη σώσω. Το θέατρο εδώ περισσότερο στην Ελλάδα είναι φθορά για τον καλλιτέχνη διότι δεν βρίσκει επιχειρηματίες, δεν βρίσκει κατανόηση, βέβαια ότι μπόρεσα μόνος μου έκανα. Πήρα σύνταξη γιατί κουράστηκα αλλά εκεί που ήμουν σπίτι μου, στους φίλους μου που πήγαινα όλο ήθελα να σηκώνομαι και να παίζω και με πείραζε που είχα φύγει απ’ το θέατρο, κοιτούσα βέβαια να διασκεδάσω την απομάκρυνση αλλά δεν μπόρεσα. Κάθε τόσο με παίρνανε τηλέφωνο έλα μου έλεγα για μια σεζόν, μου τηλεφωνούσε η Άννα η Καλουτά και μου έλεγε έλα Νίκο να παίξουμε και η πιο μεγάλη συγκίνηση ήταν η επανεμφάνισή μου που με χειροκροτούσε το κοινό για 10 λεπτά όρθιο. Τότε φάνηκε η μεγάλη αγάπη του κοινού και έκτοτε συνεχίζω όχι για πολύ βέβαια γιατί περάσανε και τα χρόνια και κουράζομαι εύκολα.
Από τους Έλληνες θεατρικούς συγγραφείς ποιοι έχουν προσφέρει στο θέατρο;
Οι παλιοί, Ασημακόπουλος-Σπυρόπουλος-Παπαδούκας, ο Τραϊφόρος, ο Ρηγόπουλος, ο Καπετανάκης, αυτοί ήταν γεροί συγγραφείς, ο Σακελάριος, αυτοί καθόταν σε απομόνωση και γράφανε. Οι σημερινοί γράφανε στο γόνατα, προχειρότητες και τώρα στην Ελλάδα βασιλεύει μια βρωμιά στις επιθεωρήσεις, το ρίξανε πολύ στο σόκιν, τέτοια πράγματα την εποχή που εγώ ήμουν στην ακμή μου δεν υπήρχαν βρωμιές. Τώρα πας σε ένα θέατρο και ακούς τις χειρότερες βρωμιές γι’ αυτό το είδος έχει πέσει.
Απ’ τα είδη του θεάτρου ποιο νομίζετε ότι αρέσει στο κοινό;
Πρώτα αρέσει η επιθεώρηση γιατί ο κόσμος θέλει να ξεσκάσει λίγο, περνάει στενοχώριες, άγχος και παει να ακούσει συνδυασμό μουσικής, χορού, γέλιου, οι πρόζες ακόμα δουλεύουν γιατί απαρτίζονται από 7-8 πρόσωπα, βγαίνουν όμως γιατί ο κόσμος θέλει να παει να ξεκουραστεί διανοητικά και γι’ αυτό δουλεύουν πολύ τα μουσικά θέατρα.
Σε κάποιο νέο που θέλει να ασχοληθεί με το θέατρο τι τον συμβουλεύετε;
Να μην βγει στο θέατρο και δεν κάνει τίποτα. Να νιώσει μέσα του ότι έχει κέφι, ότι έχει το ταλέντο μέσα του , πρέπει να παει σε μια σχολή να φοιτήσει και να πάρει τα πρώτα βήματα, εκεί διδάσκεται η υποκριτική, κίνηση και να καταλάβει ότι μπορεί να σταθεί αλλιώς να μην μείνει στο θέατρο. Προσοχή, να καταλάβουν ότι θα βγούνε αλλά κάτι θα γίνουν αλλιώς να κάτσουν εκεί που κάθονται.