Πέθανε στα 89 του χρόνια ο συγγραφέας που έδωσε στο κατασκοπικό μυθιστόρημα βάρος και αξία, που καθρέφτισε στο έργο του όσο κανένας άλλος την ένταση του Ψυχρού Πολέμου, που δίδαξε μέχρι το τέλος εντιμότητα, ήθος και κοινωνική συνείδηση. Διαβάστηκε σε όλο τον κόσμο, οι ήρωές του, κυρίως ο καλός πράκτορας Τζορτζ Σμάιλι, έγιναν σύμβολα. ● Το τελευταίο του μυθιστόρημα είναι ένας λίβελος εναντίον του Μπόρις Τζόνσον και του Brexit.
Εβγαλε τα βιβλία του με ψευδώνυμο δίνοντάς τα στις βρετανικές Μυστικές Υπηρεσίες πρώτα για έλεγχο, αφού ήταν μέλος τους, «κατάσκοπος» και χειριστής κατασκόπων. Μέχρι που ένα βιβλίο του, το τρίτο, έκανε τόσο θόρυβο, χαιρετίστηκε σαν αριστούργημα («είναι το καλύτερο βιβλίο κατασκοπίας που έχω διαβάσει», έγραφε στο οπισθόφυλλό του ο Γκράχαμ Γκριν) και συντάραξε έναν κόσμο μπλεγμένο στον Ψυχρό Πόλεμο. Τότε οι ΜΙ5 και ΜΙ6 τού έδειξαν την πόρτα.
Το βιβλίο ήταν «Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο». Ηταν το 1963. Ενα βιβλίο μυθικό έκτοτε και μια κλασική ταινία δύο χρόνια αργότερα με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον και την Κλερ Μπλουμ. Ηταν η αρχή του τεράστιου, μοναδικού και ανεπανάληπτου λογοτεχνικού φαινομένου που λέγεται «Τζον Λε Καρέ».
Ο Βρετανός συγγραφές, για περίπου εξήντα χρόνια, έδινε το ένα μετά το άλλο μόνο σπουδαία βιβλία, του ίδιου πάντα «χαμηλού» είδους, επιβάλλοντάς το σε μια λογοτεχνική ελίτ που το κοίταζε αφ’ υψηλού. Τώρα, που η είδηση του θανάτου του αργά τη νύχτα της Κυριακής προς Δευτέρα, σε ηλικία 89 χρόνων, από επιπλοκές πνευμονίας, συγκλόνισε τους πάντες, δεν υπάρχει ούτε ένας, συγγραφέας ή κριτικός, που να μην τον αναγνωρίζει ως «Τιτάνα της λογοτεχνίας».
Εγινε κομμάτι της ζωής εκατομμυρίων αναγνωστών. Κι όμως, ο Τζον Λε Καρέ έμεινε μέχρι τέλους ένα κάποιο αίνιγμα, το προσωπικό του μυστήριο ποτέ δεν διαλευκάνθηκε πλήρως, έστω κι αν έγραψε και μια υπέροχη βιογραφία («Η σήραγγα των περιστεριών», 2016) και μίλησε πολλές φορές για τον εαυτό του.
Και συγχρόνως, ο νεαρός που «φακέλωνε» στην Οξφόρδη τους αριστερούς συμφοιτητές του και επί χρόνια, σε Αγγλία και Γερμανία, έπαιρνε μέρος σε λεπτές και δύσκολες επιχειρήσεις κατασκοπίας της Σοβιετικής Ενωσης και των δορυφόρων της γιατί πίστευε ότι ο κομμουνισμός ήταν καταστροφή για την Ευρώπη, κατάφερε μέσα στα χρόνια, με το έργο και την προσωπική του στάση, να ξεπεράσει τα πολιτικά στεγανά Αριστεράς-Δεξιάς, να διδάξει ανθρωπισμό, ήθος και τιμιότητα.
Ποιος αναγνώστης δεν έχει λατρέψει τον Τζορτζ Σμάιλι, τον ήρωα των κορυφαίων, ίσως, έργων του Λε Καρέ, της τριλογίας «Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι» (1974), «Ο εντιμότατος μαθητής» (1977) και «Οι άνθρωποι του Σμάιλι» (1979); Εναν τίμιο, αλλά σε συνεχή αμφιβολία υψηλόβαθμο Βρετανό πράκτορα, που προσπαθεί να περισώσει ό,τι μπορεί στον ηθικά διαλυμένο κόσμο των μυστικών υπηρεσιών με τη διαφθορά, τις μηχανορραφίες και τους «διπλούς» κατασκόπους.
Ο Αλεκ Γκίνες στην ιστορική σειρά του BBC (1979) και ο Γκάρι Ολντμαν στο πρόσφατο κινηματογραφικό ριμέικ του «Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι» από τον Τόμας Αλφρεντσον (2011) του χάρισαν και πρόσωπο για τους αιώνες που έρχονται.
Κι όταν έπεσε ο κομμουνισμός και ο Ψυχρός Πόλεμος τελείωσε, όλοι αναρωτιούνταν τι στο καλό θα γράφει πια ο Τζον Λε Καρέ. Το ταλέντο του δεν φοβήθηκε. Απλωσε το οξύ, σοφό, τολμηρό του βλέμμα σε άλλες σκοτεινές πλευρές του κόσμου μας: την τρομοκρατία, τις αμαρτίες του καπιταλισμού, την καταστροφή του πλανήτη, τη διαπλοκή εξουσίας, τραπεζών και μαφίας του χρήματος. «Τώρα που νικήσαμε τον κομμουνισμό, πρέπει να αρχίσουμε να νικάμε τον καπιταλισμό», λέει ένας ήρωάς του στον «Μυστικό προσκυνητή» και επανέλαβε και ο ίδιος, αυτολεξεί, σε συνέντευξή του. Το παραδεχόταν.
Οσο γερνούσε, τόσο πιο αριστερός γινόταν – κι ας απεχθανόταν τον λενινισμό, όπως έλεγε, του Εργατικού Κόμματος της Αγγλίας. Ηταν παρών, το ίδιο μαχητικός, στις μεγάλες πορείες για τον πόλεμο στο Ιράκ αλλά και εναντίον του Brexit. Και ίσως να είναι πια κάτι σημαδιακό: το τελευταίο μυθιστόρημα που πρόλαβε να γράψει, το αριστουργηματικό «Ενας έντιμος άνθρωπος» (2019), αναφέρεται όσο πιο ευθέως γίνεται στον δρόμο προς το Brexit. Είναι ένας απολαυστικός, χειμαρρώδης λίβελος για τον Μπόρις Τζόνσον και την Αγγλία του εθνικισμού και του λαϊκισμού με ήρωα έναν ρομαντικό, οργισμένο νεαρό ευρωπαϊστή, που για να σώσει τη χώρα του από την απομόνωση του Brexit γίνεται «προδότης!
Τραυματικά παιδικά χρόνια
«Είχα την τύχη να γεννηθώ με ένα λογοτεχνικό θέμα», έλεγε το 2019 στον άλλο μεγάλο συγγραφέα, Τζον Μπάνβιλ. Και δεν εννοούσε τον Ψυχρό Πόλεμο, αλλά κάτι πιο βαθύ και δύσκολο και προσωπικό, που τον προετοίμασε για τον κόσμο της κατασκοπίας. «Την εντυπωσιακή, ακόρεστη εγκληματικότητα του πατέρα μου».
Ο πατέρας του Ρόνι Κρόμγουελ (ο Τζον Λε Καρέ γεννήθηκε ως Ντέιβιντ Κρόμγουελ) ήταν ένας επαγγελματίας απατεώνας, που πέθανε στην φυλακή, αλλά πρόλαβε να χαρίσει στους δυο γιους του μαρτυρικά παιδικά χρόνια. Ο μικρός Ντέιβιντ έμαθε να ζει μέσα στα ψέματα και τις απάτες του πατέρα του, προσπαθώντας να τα αποκωδικοποιήσει, ενώ συγχρόνως κρυβόταν, παρίστανε κάποιον άλλον. Και στα μάτια του πατέρα του, που αστυνόμευε κυριολεκτικά τα παιδιά του, αλλά και αργότερα στα οικοτροφεία και τα καλά ιδιωτικά σχολεία, όπου φοίτησε.
«Στα παιδικά μου χρόνια απαλλάχτηκα από την πραγματική σημασία της αλήθειας. Αλήθεια έγινε αυτό που με βόλευε να τα βγάλω πέρα», έχει πει. «Και έτσι, έφτασα στην καρδιά του συστήματος, στην ιδιωτική εκπαίδευση -με έναν πατέρα στη φυλακή- σαν ένα είδος κατασκόπου, σαν κάποιος που έπρεπε να μεταμφιεστεί, να παρουσιάσει ένα ψεύτικο μπακγκράουντ για να μπορέσει να ενσωματωθεί». Η ζωή με τον Ρόνι ήταν, δηλαδή, μια μαθητεία στην κατασκοπία. Γρήγορα, με καλές σπουδές (γερμανικών στη Βέρνη και αγγλικών στην Οξφόρδη) και όντας γόνος καλής τάξης, ο Τζον Λε Καρέ στρατολογήθηκε από τις Μυστικές Υπηρεσίες και πέρασε αρκετά χρόνια στα κεντρικά του Λονδίνου, αλλά κυρίως σε Γερμανία, Βόννη και Βερολίνο, ανεβαίνοντας στην ιεραρχία.
Ο ίδιος έχει προσπαθήσει να υποβαθμίσει τις αποστολές και τη δουλειά κατασκοπίας που έκανε, να παρουσιάσει τη θητεία του σε ΜΙ5 και MI6 ως ρουτινιάρικη, άνευ σημασίας. «Πολλά από αυτά που στα μυθιστορήματά μου εκλαμβάνονται ως εσωτερικές πληροφορίες, είναι στην πραγματικότητα δημιουργήματα της φαντασίας μου», έλεγε στον Τζον Μπάνβιλ.
Παραδεχόταν, όμως, ότι όταν με μεγάλη ανακούφιση εγκατέλειψε τις Μυστικές Υπηρεσίες, είχε στο μυαλό του «έναν θησαυρό από φανταστικές επιχειρήσεις κατασκοπίας, που όμως βασίζονταν στις ματιές που είχα προλάβει να ρίξω στις πραγματικές». Ασχετα, όμως, με αυτά που έλεγε, τα βιβλία του τον έκαναν μύθο για κάθε πραγματικό κατάσκοπο. Οι άνθρωποι της CIA τον μισούσαν, οι Ισραηλινοί τον θεωρούσαν αντισημίτη. Και οι Ρώσοι;
Ο Τζον Λε Καρέ διηγιόταν γελώντας πως όταν κάποτε επισκέφτηκε το Λονδίνο ο Γεβγένι Πριμακόφ, πρώην αρχηγός της Kα Γκε Μπε, που παρά τρίχα να γίνει Πούτιν στη θέση του Πούτιν, ζήτησε επίμονα να τον γνωρίσει. Και πήγε με τη σύζυγό του ο συγγραφέας στη Ρωσική Πρεσβεία και πέρασε μαζί του υπέροχα. «Ηταν γοητευτικός, ευφυής και αρκετά ανθρωπιστής, αλλά εγώ ένιωθα γελοίος, γιατί νόμιζε ότι επειδή έγραψα τον “Κατάσκοπο που γύρισε από το κρύο” ήμουν το ίδιο σημαντικός κατάσκοπος με αυτόν».
Ο Τζον Λε Καρέ έχει ζήσει κι ένα διάστημα στην Κρήτη, όπου έγραψε το βιβλίο «Μια μικρή γερμανική πόλη». Από το 1970 ζούσε τον περισσότερο καιρό σε ένα μικρό, απομονωμένο χωριό της Κορνουάλης, το Σεντ Μπέριαν, περπατώντας, γράφοντας και κάνοντας βόλτες ανάμεσα σε ανθρώπους που ίσως δεν τον γνώριζαν. Παντρεύτηκε δύο φορές, έκανε τέσσερις γιους και απέκτησε δώδεκα εγγόνια. Αφησε το αρχείο του (προσωπικά χαρτιά, επιστολές και χειρόγραφα) στη βιβλιοθήκη Bodleian της Οξφόρδης.
Tα βιβλία του στην Ελλάδα είναι μοιρασμένα ανάμεσα στις εκδόσεις Καστανιώτη (τα παλιότερα αριστουργήματά του, όπως η Τριλογία του Σμάιλι) και στις εκδόσεις Bell. Ανάμεσά τους και τα «Η μικρή τυμπανίστρια», «Ο επίμονος κηπουρός», «Ο ράφτης του Παναμά» και «Νυχτερινή βάρδια», που έχουν γίνει ταινίες ή σειρές με μεγάλη επιτυχία.