/Ο Γιώργος Χατζηνάσιος από το αρχείο των συνεντεύξεων του Αχιλλέα Παπαδιονυσίου

Ο Γιώργος Χατζηνάσιος από το αρχείο των συνεντεύξεων του Αχιλλέα Παπαδιονυσίου

Το αρχείο του Αχιλλέα Παπαδιονυσίου περιέχει μια σειρά από εξαιρετικές συνεντεύξεις με σημαίνοντα πρόσωπα από το χώρο του πολιτισμού. Μια από αυτές είναι κι αυτή που ακολουθεί με τον μουσικοσυνθέτη Γιώργο Χατζηνάσιο.

Κυρίες και κύριοι, στη σημερινή μας εκπομπή έχουμε την τιμή και χαρά να είναι μαζί μας ένας μεγάλος μουσικοσυνθέτης, ένας μεγάλος συνθέτης και ένας μεγάλος άνθρωπος, ο Γιώργος Χαντζηνάσιος.

Σας καλωσορίζουμε στην εκπομπή μας και ευχαριστούμε που δεχτήκατε την πρόσκλησή μας να έρθετε. Ξέρουμε ότι είστε απόγονος μιας μεγάλης μουσικής οικογένειας και ακολουθήσατε αυτόν τον δρόμο. Θα θέλαμε να μας πείτε γι’ αυτή την οικογένεια και αν πήρατε το ερέθισμα από εκεί ή από κάπου άλλού για να ξεκινήσετε την μουσική σας σταδιοδρομία.

Χ: η μητέρα μου θυμάμαι με αγαλλίαση είχε τρελαθεί να ακούει όλη τη μέρα μουσική από όλους μας, αλλά ποτέ δεν παραπονέθηκε. Ήταν μόνο ακροάτρια της μουσικής, ο πατέρας μου όμως ήταν ένας σπουδαίος σαξοφωνίστας της εποχής του μεσοπολέμου, είχε οργανώσει μια συμφωνική ορχήστρα Jazz στη Θεσσαλονίκη που ήταν στα πολύ επάνω της, υπήρχαν πολλές κοινότητες ανθρώπων οι οποίες εξέλειπαν μετά με τα διάφορα γεγονότα του πολέμου, μια οργανωμένη κοινωνία πολύ προοδευτική όσον αφορά τις διάφορες μουσικές γιατί δεν ήταν μόνο η jazz που παιζόταν, βλέπω φωτογραφίες και τρελαίνομαι, να βλέπεις τώρα 70 χρόνων φωτογραφίες με ανθρώπους πολύ ωραία ντυμένους, με μια μεγάλη ορχήστρα, και να βλέπεις τώρα να ψάχνουμε να βρούμε μια μικρή ορχήστρα για να κάνουμε μια συναυλία. Ο πατέρας μου ήταν ένας σαξοφωνίστας ο οποίος θεωρούταν ο καλύτερος των Βαλκανίων και όπως ήταν φυσικό τότε και εγώ και τα αδέλφια μου να μπούμε στη μουσική. Όταν ήμουν 6 χρονών ο πατέρας μου, μου δημιούργησε ένα δίλημμα, επειδή ήταν αποφασισμένος ότι εγώ θα γίνω μουσικός, είχε αντιληφθεί ότι εγώ δεν έπαιζα κάπου ψιλοτραγουδούσα στις καλαμιές που είχαμε στο σπίτι, δεν σφύριζα, έλεγα κάτι μελωδίες αλλά από εκεί αντιλήφθηκε ότι υπάρχει μια έφεση στο παιδί αυτό και αυτό το δίλημμα ήταν τι όργανο θα διάλεγα να παίξω, βιολί ή πιάνο. Επειδή οι περισσότεροι φίλοι του πατέρα μου που έρχονταν στο σπίτι ήταν βιολιστές και είχαν ένα σημάδι στο λαιμό εκεί που ακουμπάει το βιολί, με τα μάτια ενός μικρού παιδιού αυτό φαινόταν πολύ άσχημο και έτσι έγινε η επιλογή του πιάνου. Ήμουν επιμελής μέχρι ενός σημείου γιατί οι κοινωνίες στη Θεσσαλονίκη ήταν πολύ κοντά, οι αλάνες δίπλα απ’ τα σπίτια μας και όταν ήμουν 7 χρονών τα παιδιά, οι συμμαθητές μου έπαιζαν μπάλα και εγώ έπρεπε να μελετάω, έκλαιγα, φώναζα, αντιδρούσα, δεν είχαμε και πιάνο τότε στο σπίτι και πήγαινα σε μια θεία μου, μετά πήραμε, αλλά μετά όταν μπήκα στο ωδείο, μέσα στον ανταγωνισμό ήθελα να είμαι ο καλύτερος, και ένα κίνητρο ήταν ότι ήθελαν να με θαυμάζουν, ήθελα να παίζω τέλεια τα κομμάτια που μου έβαζε η δασκάλα στο πιάνο, μελετούσα τις κλίμακες πολύ νωρίς και ήθελα να εντυπωσιάζω τα κορίτσια της τάξης στο ωδείο και πάντα έβρισκα κίνητρα για να μπορώ να προχωράω μουσικά, αυτά είναι λίγο γραφικά που λεω αλλά είναι η καθαρή αλήθεια. Από πολύ μικρός μπήκα στη μουσική, μεροκάματο έβγαλα από 13-14 χρονών , έβγαλα τα πρώτα μου λεφτά, με έπαιρνε ο πατέρας μου μαζί του ή με σύστηνε σε ορχήστρες που πηγαίνανε σε διάφορούς χορούς τότε ή εκδηλώσεις και εγώ έπαιζα ακορντεόν, και από 14-15 άρχισα να παίζω στα καμπαρέ όπου έρχονταν ο 6ος στόλος και υπήρχε συνδυασμός του γυμνασίου, του ωδείου και της δουλειάς, αλλά όταν έρχονταν οι ναύτες από τις 6 έως τις 8 εγώ δεν ξενυχτούσα αλλά ψήθηκα μέσα στη δουλειά, γνώρισα διάφορους λαούς, συμπεριφορές ανθρώπων, έπαιζα jazz . Χωρίς να φανεί υπερβολικό έπαιζα jazz στην ηλικία αυτή ανταγωνιστική με Αμερικάνους πιανίστες, γιατί υπάρχει στην Αμερική ένας διαχωρισμός της λευκής και μαύρης μουσικής, εδώ δεν ξέραμε αυτά τα πράγματα, εγώ άκουγα τους δίσκους με τους Αμερικάνους τζαζίστες και μου άρεσαν και πάρα πολύ. Όταν έρχονταν λοιπόν οι νέγροι ναύτες και έβλεπαν ένα νεαρό ξανθό αγοράκι να παίζει μπλουζ έπαθαν πλάκα και μάλιστα είχαν εντυπωσιαστεί τόσο πολύ που με πήραν σε ένα αεροπλανοφόρο στο Saratonga που για να μπει έλληνας εκείνη την εποχή… Θυμάμαι τα μάτια της εφηβείας, τις πλατφόρμες που ανέβαινα για να παω σε ένα χώρο αξιωματικών που είχε ένα πιάνο με ουρά staway φοβερό, τα’ άκουγα εγώ στα περιοδικά, και πήγαινα και τους έπαιζα jazz και άρχισαν να μου λένε πάρε τη διεύθυνσή μου όταν πας στρατιώτης και μετά να έρθεις στην Αμερική να κάνεις καριέρα, φοβερά πράγματα. Πίστευα ότι η jazz μαζί με την κλασσική μουσική ήταν ένα εφόδιο για την καριέρα μου, τελικά και τα δυο δεν τα προχώρησα, ούτε την κλασσική γιατί την εποχή εκείνη για να γίνει ένας σολίστας έπρεπε να πας στη Βιέννη, χρειάζονταν πολλά λεφτά και γνωριμίες και δημόσιες σχέσεις που δεν είχαμε εμείς στη Θεσσαλονίκη, ήμασταν απομονωμένοι, λεφτά δεν είχαμε πολλά για να σπουδάσει ο μπαμπάς μου τον γιο του στη Βιέννη ή στο Παρίσι, η jazz παρήκμασε κάποια στιγμή, οπότε παίζαμε εδώ στην Αθήνα, παίζαμε λίγο jazz που ήταν για να καθίσει ο κόσμος, να φάει, να πιεί και μετά όταν κανένα ζευγαράκι έμενε και θέλαμε να τους διώξουμε παίζαμε jazz με ένα γρήγορο ρυθμό οπότε χανόταν το συναίσθημα, έφευγαν, έκλεινε το μαγαζί και πηγαίναμε να κοιμηθούμε. Αυτή ήταν η jazz για μένα, παρ’ όλ΄ αυτά όταν είμαι με κάποιους φίλους μου που είναι μυημένοι, γιατί ξέρετε ότι η jazz είναι και στάση ζωής και είναι και δογματική μουσική, όλοι οι τζαζίστες έχουν μια ιδιαίτερη προσωπικότητα και μια διανόηση διαφορετική απ’ την αναλώσιμη μουσική που λέμε εμείς , που παίζεται στα κέντρα, και αυτό έπρεπε να πάω στο εξωτερικό για να το υποστηρίξω. Και από εκεί η διέξοδος για να φύγω πια απ’ το πατάρι, γιατί κάποια στιγμή η μόδα είχε φέρει τη φαρφίζα που ήταν ένα όργανο σαν πλάγιο ακορντεόν που ούτε πιανίστας δεν μπορούσε να το παίξει γιατί έπρεπε να είσαι τελείως αδέξιος για να παίξεις αυτό το όργανο, οπότε η λύση για μένα δηλ άρχισε σαν λύση και μετά κατάλαβα ότι μπορεί να γράφω τραγούδια, ήταν σαν διέξοδος το θέμα του συνθέτη Χαντζηνάσιου.

ΑΧ: Πως ξεκινήσατε σαν συνθέτης;

Χ: σαν συνθέτης ξεκίνησα με την παρότρυνση του Σπύρου του Ράλλη του παραγωγού, βλέπετε εγώ είμαι απ’ αυτούς τους καλλιτέχνες που πάντα αναφέρουν αυτούς που με έχουν βοηθήσει και με έχουν στηρίξει σε αντίθεση με άλλους που εγώ έβγαλα στο προσκήνιο και τώρα δεν ανοίγουν το στόμα τους να το πούν, εγώ αυτά δεν τα καταλαβαίνω.

ΑΧ: Η αχαριστία είναι πολύ μεγάλη σήμερα.

Χ: Πάντα υπήρχε αλλά τώρα είναι και πολύ περισσότερο γιατί οι καλλιτέχνες βγαίνουν στην τηλεόραση και μπορεί έτσι να διαπιστώσει κανείς ορισμένα πράγματα πολύ εύκολα. Ο Σπύρος Ράλλης είδε ότι κάποιοι συνθέτες που έπαιζε εγώ τα κομμάτια τους σαν πιανίστας εκμεταλλευόντουσαν τις καταστάσεις και μου έλεγαν ” βρε Γιώργο εδώ δεν έχουμε βάλει εισαγωγή, μήπως θα μπορούσες να κάνουμε κάτι στο πιάνο να βάλουμε κάτι;” βεβαίως έλεγα εγώ, άλλη φορά το ίδιο γινότανε, έβλεπα αυτός απ’ το κοντρόλ και αναρωτιόταν ”τι γίνεται μ’ αυτόν τον άνθρωπο, τους γράφει τα κομμάτια”; και μου λέει λοιπόν ο Ράλλης ” επειδή είσαι κορόιδο και επειδή αν συνεχίσεις έτσι θα μείνεις μουσικός του πάλκου, θα σου δώσω στίχους της Εύης Κυριακού για να κάνουμε ένα δίσκο με τη Μαρινέλα”. Έτσι άρχισε η ιστορία και το πρώτο τραγούδι που ενορχήστρωσα και έγραψα ήταν το ”Κρίμα το μπόι σου”, ένα τραγούδι πολύ χαρούμενο το οποίο παίζεται και όταν θέλουν να κάνουν χασαποσέρβικο ή θα ανοίγει ή κλείνει ο χορός μ’ αυτό το κομμάτι. Έγινε επιτυχία εκείνη την εποχή, μάλιστα ο Καραγιάννης- Καρατζόπουλος πήρε και έκανε και ταινία με τον τίτλο αυτό, και έτσι ξεκίνησε το θέμα της δισκογραφίας, έγινε επιτυχία και όταν κάνεις την πρώτη επιτυχία ή εταιρεία σου λέει έχουμε λαβράκι εδώ πέρα, τροφοδότησέ τον και με άλλους στίχους και με άλλους στιχουργούς και σιγά-σιγά επειδή τα πράγματα είχαν μια καλή συνέχεια και μια καλή πορεία, χτίστηκε ένα οικοδόμημα για να κάνω πράγματα πολύ πιο δύσκολα όπως είναι ο κινηματογράφος, το θέατρο κ.λ.π

ΑΧ: Έχετε κυκλοφορήσει πάρα πολλούς δίσκους με ονόματα γνωστών τραγουδιστών, με Πάριο, με Μαρινέλα, Μητροπάνο,με ποιους άλλους έχετε συνεργαστεί;

Χ: Με την Μούσχουρη, Γαλάνη, Σταμάτη Κόκοτα ,Μητσιά, Τσανακλίδου, Κανελλίδου, Παπακωνσταντίνου, είναι πολλοί, μόνο με τον Νταλάρα δεν έχω κάνει.

ΑΧ: Πόσους δίσκους έχετε βγάλει;

Χ: 50 δίσκους, περιέχονται και τα soundtrack των ταινιών, γιατί εγώ όταν έγραφα και είχα συμβόλαιο με κάποια εταιρεία έγραφα 12 τραγούδια το χρόνο και κανένα παραπάνω. Ποτέ δεν έδινα τρία κομμάτια σε έναν τραγουδιστή, έλεγα θα κάνουμε Γιώργου Χατζηνάσιου ”Λεύκωμα” ή Γιώργου Χατζηνάσιου ”Επίθεση αγάπης”, αυτό όμως κόπηκε πριν λίγα χρόνια, δεν θέλουν οι εταιρείες να υποστηρίξουν τους συνθέτες. Δώσανε όλο το βάρος στους τραγουδιστές και εγώ επειδή επέμενα και δεν ήθελα να χάνονται τα κομμάτια μου μέσα σε ένα δίσκο, ούτε το όνομά μου δεν έλεγαν, έδωσα στον Γιάννη Πλούταρχο ένα τραγούδι, γιατί ποτέ δεν δίνω συμμετοχές αλλά επειδή συμπαθώ τον Γιάννη και έχει και καλή φωνή, μου είχε πει να του δώσω 2-3 τραγούδια, του είπα συμμετοχές δεν δίνω, και μου λέει ”εκφράζεσαι για μένα με τα καλύτερα λόγια και σ’ έχω ακούσει, αν μου δώσεις ένα κομμάτι κανείς δεν θα πει τίποτα ,ούτε ότι το έκανες για να βγάλεις λεφτά, θα φανεί σαν μια τιμητική σε ένα νέο τραγουδιστή” και του έδωσα το ”Δεν είναι ο έρωτας παιδί της λογικής” που ήταν και ο τίτλος του δίσκου και ούτε ένας Έλληνας δεν ξέρει ότι έδωσα τραγούδι στον Πλούταρχο.

ΑΧ: Ο Πλούταρχος δεν το λέει;

Χ: ο Πλούταρχος το λέει αυτό όμως δεν αρκεί. Πρέπει οι συνθέτες να φαίνονται σε μια θέση, εμείς είχαμε μάθει με το όνομά μας πάνω στο εξώφυλλο, τώρα βλέπεις με κάτι ψιλά γράμματα από πίσω απ’ το δίσκο.

ΑΧ: Αυτό είναι αδικία.

Χ: Και τι να κάνω; Τα μισά τα κλέβουν οι έγχρωμοι οι πειρατές, στα άλλα δεν έχουν καν το όνομά σου, το μόνο που εξυπηρετείς είναι το μεροκάματο που θα βγάλουν οι τραγουδιστές γιατί κάνοντας επιτυχία θα πας και στο μαγαζί.

ΑΧ: Οι τραγουδιστές εξυπηρετούνται βασικά.

Χ: Ναι, και το ξέρουν και οι ίδιοι και πολλοί απ’ αυτούς αισθάνονται και άσχημα και ενοχές και μου το λένε ότι οι συνθέτες είναι αδικημένοι.

ΑΧ: Αυτό είχε ξεκινήσει και από παλιά απ’ την Ένωση Μουσικοσυνθετών που έλεγαν ” αυτό το τραγούδι είναι του Πάριου”.

Χ: Μα και τώρα το λένε σε εμένα, που έρχονται παιδιά για ακρόαση και λένε ”θα πω τα Γαλάζια σου γράμματα της Γαλάνη”

ΑΧ: Εγώ πίστευα ότι αυτό θα είχε ξεπεραστεί κάποια στιγμή

Χ: Αυτό πάντα υπήρχε και τώρα ακόμα περισσότερο. Εγώ ακούω τραγούδια στο ραδιόφωνο και δεν έχω μάθει ποτέ ποιος τα έχει γράψει και είμαι και μέσα στη δουλειά.

ΑΧ: Γι΄αυτό όμως δεν έπρεπε να έχει γίνει κάτι;

Χ: Δεν υπάρχει συνδικαλισμός στους δημιουργούς γιατί έχουν το σύνδρομο της μοναδικότητας, αυτό το σύνδρομο που έχει ο θεός. Επομένως δεν συνδικαλίζονται, δεν παραδέχονται κανέναν, δεν θέλουν κανέναν άλλο, δεν αποδέχονται και γι’ αυτό δεν υπάρχει συνδικαλισμός στους δημιουργούς.

ΑΧ: Θυμάμαι ότι είχατε ξεκινήσει κάποτε κάποιες συναυλίες με τον Σπανό στο Mishel , με νέους τραγουδιστές και ξέρανε όλοι τα ονόματα τα δικά σας, εσείς ήσασταν τα ονόματα στο κέντρο… 

Χ: Αυτό δεν είχε καμία συνδικαλιστική έννοια αλλά ήταν μια ιδέα δική μου να φωνάξω τον Γιάννη Σπανό, γιατί ο επιχειρηματίας ήθελε εμένα και εγώ του λέω ότι εγώ δεν βγαίνω πάλι στο μεροκάματο, θέλω μια ιδέα, και μετά από μια εβδομάδα που του είπα εντάξει θα συνεργαστούμε του είπα και την ιδέα και πήρα τον Γιάννη Σπανό ο οποίος αποδέχτηκε και συνεργαστήκαμε αλλά όχι για λόγους συνδικαλιστικούς.

ΑΧ: Αυτό θέλω να πω και μετά έγινε Κατσαρός-Πλέσσας.

Χ: Μετά επειδή εγώ δεν ήθελα να το αφήσω να αιωρείται σαν σταθμός αυτό το πράγμα, δεν ήθελα να το αναλώσω και να μείνει σαν δυο συνθέτες που κάνουν πρόγραμμα, τότε λοιπόν ο επιχειρηματίας που του έδωσα εγώ την ιδέα και φίλος μου ο Μιχάλης Γιαννουσάκης μου λέει ΄”καλά είχες πολύ ωραία ιδέα, αν δεν την είχες εσύ ποιους άλλους θα σκεφτόμουν να πάρω;” του λεω ”τον Κατσαρό και τον Πλέσσα”. Την άλλη χρονιά ήταν και οι δυο στο κέντρο και έτσι έγινε η διδυμοποίηση των συνθετών.

ΑΧ: Και αυτό έχει αφήσει εποχή.

Χ: Ε πως, μετά εγώ πήρα τον Μάριο Τόκκα το ’89, δεν είχε βγει στο προσκήνιο δυναμικά, εγώ όμως εκτιμούσα το ταλέντο του, έγραφε ωραία κομμάτια, και τον πήρα τηλέφωνο και δεν το πίστευε ότι τον έχω πάρει τηλέφωνο και μου λεει ”εσείς είστε κύριε Χατζηνάσιε, δεν το πιστεύω”, και του λεω ”εγώ είμαι Μάριε και σε εκτιμώ, και το έχεις μάθει ότι έχω πει ότι γράφεις πολύ ωραία” και μου λέει ” εγώ δεν είμαι πιανίστας όπως εσείς, εγώ μόνο φυσαρμόνικα παίζω και κιθάρα” και του λεω ”δεν πειράζει, θα είμαι εγώ για σένα”

ΑΧ: Και έχει κάνει επιτυχίες.

Χ: Ποτέ δεν έχω πέσει έξω στις επιλογές μου, μετά πήρα τον Κορκολή το ’92 με δυο πιάνα και παίξαμε και κονσέρτα με μια μικρή συμφωνική.

ΑΧ: Όλοι αυτοί οι μεγάλοι τραγουδιστές αισθάνονται ότι έχετε κάνει κάτι γι’ αυτούς; γιατί είπατε πριν ότι κάποιοι δεν αναφέρουν ούτε καν το όνομά σας.

Χ: Είναι δυνατόν να μην αισθάνονται; Δεν είπα όλοι, κάποιοι που είναι περισσότερο ευνοημένοι από έναν σύνθετη, αυτοί συνήθως αποκρύπτουν τους συνθέτες γιατί θέλουν να μονοπωλήσουν την ιδέα ότι είναι παρθενογέννητοι, ότι κι αν ακόμα ακουστήκανε κάποια τραγούδια εμείς τα τραγουδήσαμε και έγιναν και αν δεν τα έδινε σε μας δεν θα γινόταν ποτέ. Υπάρχει μια ανάποδη σκέψη που δεν υπάρχει την ώρα που καθόμαστε στο πιάνο.

Αχ: αυτό όμως δεν το σκέφτονται οι ίδιοι ότι οι συνθέτες δεν θα τους ξαναδώσουν τραγούδια;

Χ: Αφού τώρα γράφουν οι ίδιοι τραγούδια, ξέρετε κανέναν τραγουδιστή που να μην γράφει τραγούδια μόνος του;

ΑΧ: Δεν ξέρω κάποια τραγούδια που να έγιναν επιτυχίες.

Χ: Εγώ όμως ξέρω αλλά δεν θα πω γιατί θα αποκαλύψω ονόματα και δεν θέλω.

ΑΧ: Θα θέλαμε να μας μιλήσετε για τη συνεργασία σας γράφοντας μουσική για το θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.

Χ: Έχω γράψει πολύ θέατρο και πολύ κινηματογράφο, ουσιαστικά άρχισα να γράφω τις πρώτες ταινίες της Φίνος Φιλμ την δεκαετία του ’70 και ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία για μένα με την έννοια του συνθέτη γιατί πρίν έπαιζα σε πολλές ταινίες του Κώστα Καπνίση σαν πιανίστας. Αυτός ο φοβερός μουσικός, ο καταπληκτικός μουσικός που είναι για μένα ο αρχιερέας της κινηματογραφικής ελληνικής μουσικής, ο Καπνίσης εμένα δεν μου έδινε παρτιτούρα όπως σε άλλους μουσικούς , μου έδινε οδηγό και εγώ αυτοσχεδίαζα πάντα στη μουσική και ήμουν το δεξί του χέρι, δεν έκανε ταινία ο Καπνίσης κάποια χρόνια χωρίς τον Χατζηνάσιο και ήταν γι μένα δάσκαλος μεγάλος γιατί είδα πως σκέφτεται κινηματογραφικά, μετά απ’ όλα αυτά που παίζαμε στο στούντιο πήγαινα και έβλεπα την ταινία στον κινηματογράφο και εκεί που βάζαμε μουσική δυναμική είδα δράση, εκεί που ήταν πολύ ρομαντικό ήταν μια συναισθηματική στιγμή των ηρώων της ταινίας και δεν χρειάστηκε ποτέ να πάρω βιβλία απ’ την Αμερική για να σπουδάσω κινηματογραφική μουσική, εμπειρικά μπήκα στο χώρο.

ΑΧ: Ποιες ταινίες έχετε κάνει;

Χ: Δικές μου πολλές. Η κορυφαία είναι η ” Γλυκιά Συμμορία” του Νικολαίδη που άφησε εποχή και σαν δίσκος και σαν ταινία, το ”Σ’ αγαπώ” με την Αλίκη Βουγιουκλάκη , το ”Ένα γελαστό απόγευμα” με τον Νίκο Κούρκουλο, είναι 40 ταινίες.

ΑΧ: Ποιοι ηθοποιοί είχαν παίξει στις ταινίες;
Χ: Δεν πήγαινα στα γυρίσματα, κανένας μουσικός δεν παει απλά συνεννοείσαι με τον σκηνοθέτη και με τον παραγωγό, γράφεις τη μουσική, πας εκεί σου δείχνουν μια βουβή ταινία και δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο άχαρο είναι αρκεί να κλείσετε μια φορά τον ήχο της τηλεόρασης, έτσι τις βλέπει ο συνθέτης τις ταινίες και εκεί παίρνεις μέτρα πόσο περίπου τρέχουν τα αυτοκίνητα, πόσο έχουν μια περίπτυξη ερωτική οι άνθρωποι, αυτά μετρούνται σε λεπτά και δευτερόλεπτα και κάθεσαι στο πιάνο, βάζεις και το χρονόμετρο και αρχίζεις να παίζεις και μετά να ηχογραφείς.

ΑΧ: Για το θέατρο σε ποια θεατρικέ έργα έχετε γράψει μου6σική;

Χ: Στο θέατρο είχα κάνει και με την Δανδουλάκη, τη Γαληνέα, τον Φασουλή, τον Λαζόπουλο, τον Λιβαδά και με άλλους παραγωγούς, τότε κάναμε μα τον Φασουλή και τον Λαζόπουλο επιθεωρήσεις πολύ αιχμηρές και πολύ προοδευτικές οι οποίες είχαν και μια διανόηση παραπάνω απ’ ότι η συνηθισμένη επιθεώρηση δηλ έβγαινες και με ένα κέρδος, σκέψεις κ.λ.π.

ΑΧ: Πιστεύω ότι η σωστή επιθεώρηση, η σωστή γελοιογραφία δεν είναι ότι γελάς μόνο βασικά προβληματίζεσαι όταν έχει το καυστικό, το ωραίο νούμερο.

Χ: Μα αυτό είναι το νόημα της τέχνης, να διασκεδάζεις αλλά να μένει και κάτι μετά.

ΑΧ: Ενώ σήμερα δεν υπάρχουν επιθεωρήσεις τόσο καλές.

Χ: Σήμερα δεν είναι σε ακμή, δεν έχουν την σπιρτάδα που είχαν οι παλιοί συγγραφείς.

ΑΧ: Είναι στην παρακμή μπορώ να πω, δεν υπάρχουν ωραία νούμερα, ωραία λόγια και καυστικό χιούμορ αυτό που πρέπει, πάρα πολύ λίγα λεπτά είναι αυτά που μπορείς να πάρεις κάποιο νόημα όλα τα άλλα είναι βωμολοχίες.

Χ: Η επιθεώρηση κατά 90% βασίζεται στην πολιτική σάτιρα. Τώρα τα μεγέθη τα πολιτικά δεν είναι φορτισμένα όπως τη δεκαετία ΄70, ’80, και δεν έχουν και κίνητρο να γράψουν οι συγγραφείς κάτι που να αφορά τον κόσμο. Τπάρχε8ι βέβαια και ο προβληματισμός για την φτώχεια, την ακρίβεια και όλα αυτά αλλά δεν υπάρχει η πολιτική ζελατίνα για να τα περικλείσει και να τα προσφέρει όπως στο παρελθόν.

ΑΧ: Γιατί δεν υπάρχουν ίσως διαφορές,

Χ: Όλα είναι ισοπεδωμένα, τα πρόσωπα εναλλάσσονται μόνο.

ΑΧ: Για την τηλεόραση τι γνώμη έχετε;

Χ: Για μένα η τηλεόραση ήταν η λύση της συνέχειας του κινηματογράφου γιατί από ένα σημείο και μετά δεν υπήρχαν κινηματογραφικές ταινίες, δεν έχει την αξία του κινηματογράφου η τηλεόραση, είναι και διαφορετική η σκέψη του συνθέτη ο οποίος πρέπει να βάλει ένα τραγούδι που πρέπει να αγαπηθεί απ’ τον κόσμο και κρίνεται η μουσική απ’ το τραγούδι των τίτλων και όχι από το υπόβαθρο το μουσικό. Αλλά ο κόσμος θέλει τραγούδι και έτσι έγιναν επιτυχίες το ”Άγγιγμα ψυχής”, το ”Τμήμα ηθών”, τα ”Φτερά του έρωτα”, πέρσι τι ”Φιλί της ζωής” που τραγούδησε ο γιος μου ο Χρήστος και το ”Παιχνίδι της συγνώμης” του Μαρκίδη.

ΑΧ; Θα θέλαμε να μας μιλήσετε για το θεσμό της Γιουροβίζιον, ποια είναι η άποψη σας;

Χ: Προχθές έβλεπα κάτι αποκόμματα, είχα δει το ’69 που εγώ τότε διηύθυνα την ορχήστρα και είχα και ένα τραγούδι και διάβαζα το ρεπορτάζ που είχε κάνει ο Γιώργος Λιάνης τότε που ήταν ρεπόρτερ στα καλλιτεχνικά. Είχε μια σελίδα και το βρισίδι που γινόταν ανάμεσα στους καλλιτέχνες, το πόσο ριγμένοι αισθανόταν που δεν πήραν το βραβείο, γιατί έκλεισαν τα μικρόφωνα, γιατί ο άλλος με κοίταξε έτσι, αμαν λέω τι μου θυμίζει, τα διάβαζα και γέλαγα. Ακούω τώρα ότι υπάρχει σκέψη για αναβίωση. Αυτά πάντα υπάρχουν στα φεστιβάλ, βέβαια πληγώνονται πολύ οι άνθρωποι από τέτοιες αδικίες γιατί δεν είναι πάντα αξιοκρατικά τα βραβεία, υπάρχει μια αξιοκρατία όταν ψηφίζει το κοινό, αλλά το κοινό κολακεύεται πολλές φορές με εύκολα πράγματα οπότε…

ΑΧ: Αυτό είπε και ο Πασχάλης ότι ο τρόπος που θα πάρει ο σκηνοθέτης το πρόσωπο επηρεάζει την ψηφοφορία του κοινού.

Χ: Έχει δίκιο, αλλά τι να κάνει ένας μουσικός και ένας τραγουδιστής, δεν μπορεί να προχωρήσει επομένως κάτω από αυτές τις συνθήκες ,το φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης είναι χρήσιμο για να βγούν καλλιτέχνες και από άλλους θεσμούς πέρα από την τηλεόραση και τα ριάλιτυ.

ΑΧ: Ποια είναι η γνώμη σας για τα ριάλιτυ;

Χ: Αυτό είναι αναγκαίο κακό μπορώ να πω, τη στιγμή που έγινε μια πρώτη επιτυχία ήταν επόμενο να επεκταθεί και σε άλλα πράγματα Οι τραγουδιστές δεν γίνονται μέσα σε ένα μήνα με μαθήματα, οι τραγουδιστές είναι στόφα και γι’ αυτό και τα υπόλοιπα χρόνια από το ’70 που βγήκαν οι μεγάλοι τραγουδιστές ακόμα είναι στο προσκήνιο, δεν μπόρεσαν να παρεισφρήσουν εκεί μέσα άλλες φωνές γιατί δεν έπαιζε ρόλο η εικόνα δηλ αν ήσουν ωραίο παιδί, έπαιζε ρόλο η διαφορετικότητα του ηχοχρώματος της φωνής. Εγώ που είμαι και μουσικός δεν μπορώ να καταλάβω και ποιοι είναι οι τραγουδιστές γιατί και η ορχήστρα που τους υποστηρίζει από πίσω γίνεται με computer και είναι όλα ίδια, δεν έχει χαρακτήρα και η ενορχήστρωση για να καταλάβεις ότι είναι του τάδε συνθέτη που μπορεί μέσα από από αυτόν τον συνθέτη να καταλάβεις και ποιος είναι ο τραγουδιστής , επομένως όλα είναι τα ίδια και θα διαρκέσει, έτσι θα βγαίνουν πια οι τραγουδιστές, οι εταιρείες δεν έχουν δύναμη να προωθήσουν και να προβάλουν τραγουδιστές μέσα απ’ το ραδιόφωνο όπως έκαναν παλιά.

ΑΧ: Όλοι αυτοί που βγαίνουν θα αντέξουν στο μέλλον;

Χ: Πολλοί λίγοι και το ξέρουν και οι ίδιοι. Πολλοί με έχουν πλησιάσει να τους δώσω τραγούδια.

ΑΧ: Σκέφτεστε εσείς να δώσετε τραγούδια σ’ αυτούς;

Χ: Εγώ δεν μπορώ να δώσω μεμονωμένα κομμάτια, πρέπει να κάνω ολόκληρο δίσκο αλλά πρέπει να είναι σαν τον Χαντζηγιάννη η περίπτωση που τον φώναξα από την Κύπρο και τραγούδησε το ”Άγγιγμα ψυχής” και μετά τον πήρα στο Taboo μαζί μου για δυο χρόνια και σε συναυλίες το καλοκαίρι και επένδυσα πάνω του σαν συνθέτης, πρέπει να βρω μια αντάξια φωνή αλλιώς αν δεν μου κάνει κάτι κλίκ μέσα μου δεν θα έπαιρνα ποτέ έναν τραγουδιστή που δεν μου πάει και δεν είμαι σίγουρος αν θα εκφραστεί καλά μέσα απ’ τα κομμάτια μου

ΑΧ: Είπατε ότι δώσατε τραγούδια στον Χαντζηγιάννη, ανεβαίνει αυτός με τα δικά σας τραγούδια ενώ εσείς και κάθε συνθέτης δεν ακούγεται όσο ο τραγουδιστής. Πως νιώθετε;

Χ: Αυτό υπήρχε και παλιά, τελικά τι μένει για μας; Ξέρετε ποια είναι η πιο όμορφη στιγμή; Την ώρα που κάθεσαι στο πιάνο και έρχεται ο τραγουδιστής και αναδεικνύει τα κομμάτια σου, όταν δίνεις ένα πρωτότυπο πράγμα, μια μουσική που δεν έχει ξανακουστεί ποτέ και αναδεικνύεται από μια ωραία φωνή, αυτή η απόλαυση είναι απ’ τις ωραιότερες στιγμές που μπορεί να έχει ο άνθρωπος, είναι μια στιγμή αξέχαστη που βλέπεις να δημιουργείται ένα πράγμα που δεν υπήρχε ποτέ, είναι σαν μια γέννα. Αυτή είναι η ωραιότερη στιγμή που είσαι στο πιάνο με τον τραγουδιστή, διδάσκεις το κομμάτι και τον ακούς να το λεει. Και επειδή εμείς οι μουσικοί πρέπει να είμαστε και λίγο αιθεροβάμονες για να μπορούμε να συνεχίζουμε, δεν βλέπεις τα πράγματα όταν γράψεις ένα κομμάτι, πόσους δίσκους θα πουλήσεις για να βγάλουμε λεφτά, κολακεύεσαι με τη σκέψη ότι θα πας να παίξεις στο πιάνο σε μια συναυλία το κομμάτι και ο κόσμος θα τραγουδήσει από κάτω, και είναι η πιο μεγάλη ευχαρίστηση από το ποσό που έχεις συμφωνήσει να πάρεις.

ΑΧ: Έχετε τιμηθεί πολλές φορές στο Γαλλικό Φεστιβάλ με το α’ βραβείο. Θα θέλαμε να μας μιλήσετε γι’ αυτό.

Χ: Ναι, είχε τραγουδήσει η Γαλάνη και πήρε το α’ βραβείο με το ”Όταν γύρω νυχτώνει” και το β’ βραβείο το πήρα η Τσανακλίδου με τον ”Ανθρωπάκο”, είχα πάρει δυο βραβεία τότε. Και έχω τιμηθεί και από το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

ΑΧ: Αυτά τι λένε γεια σας;

Χ: Είναι ωραία η στιγμή που γίνεται αυτό το πράγμα αλλά μετά από λίγες μέρες το έχεις ξεχάσει. Η επιβράβευση είναι ο ίδιος ο κόσμος, αυτός σε αποδέχεται, μπορεί οι ανταγωνιστές συνθέτες να μην σε αποδέχονται αλλά εγώ πήρα τους ανταγωνιστές μου δίπλα μου και παίζαμε δυο πιάνα και αυτό δημιούργησε μια καλή σχέση με τους συνθέτες.

ΑΧ: Τι σημαίνει για σας όταν μια πόλη γίνεται πολιτιστική πρωτεύουσα;

Χ: Για εμάς είναι μια ευκαιρία να αποδείξουμε πράγματα που δεν μπορούμε να αποδείξουμε με τα τραγούδια δηλ πρέπει να είναι ένας φορέας που να χρηματοδοτεί ένα μεγάλο σύνολο όπως έγινε με τον Μέγα Αλέξανδρο στο Μέγαρο Μουσικής, αυτά δεν στα δίνουν τα εισιτήρια, δεν βγαίνει μια συναυλία με 150 άτομα, επομένως είναι χρήσιμο αυτή η σχέση με τους φορείς όπως είναι οι πολιτιστικές πρωτεύουσες διότι επενδύουν καλλιτεχνικά για να βγουν κάποια πράγματα που δεν ακουγόντουσαν ποτέ. Εγώ είχα στμμετάσχει στη Θεσσαλονίκη με το ορατόριό μου, με τη συμφωνική ορχήστρα της όπερας της Σόφιας, με τον Βαλτινό και τη χορωδία της Μακεδονίας και ήμουν ευχαριστημένος γιατί επένδυσαν στο έργο μου το οποίο παίχτηκε δυο μέρες και είχε μεγάλη επιτυχία, εγώ πλήρωσα και 1.000.000 απ’ την τσέπη μου γιατί αυτά που ζητήσαμε ήταν πολύ λιγότερα από αυτά που από άγνοια έπρεπε να επενδύσουμε για να ανεβεί με τις ενδυμασίες, τα σκηνικά , τις συμφωνικές αλλά δεν με πειράζει, το ευχαριστήθηκα.

ΑΧ: Έχετε κατορθώσει, πέρα από σημαντικός συνθέτης, να έχετε μια καλή οικογένεια και ένα άλλο το οποίο είναι θέμα χαρακτήρα ότι είστε πολύ συμπαθής σαν άνθρωπος μέσα στην κοινωνία Νομίζω ότι αυτά είναι σημαντικά γιατί δεν είστε μόνο σημαντικός καλλιτέχνης αλλά και σημαντικός οικογενειάρχης και άνθρωπος.

Χ: Αυτό το αποδέχομαι με μεγάλη ευχαρίστηση με τη διαφορά ότι όταν κάνεις κάτι τέτοιο δεν το προσπαθείς αλλά βγαίνει από μόνο του, δεν θα μπορούσα να είμαι διαφορετικός παρ’ όλο που έχω ζηλέψει ιδιοσυγκρασίες ανθρώπων που έχουν μια επιθετικότητα και κερδίζουν πράγματα που δεν κέρδισα εγώ και μου ανήκαν.

ΑΧ: Δεν ξέρω υλικά αν έχετε χάσει, ηθικά όμως είστε κερδισμένος. 

Χ: Μα αυτό είναι το μεγαλύτερο κέρδος και το μεγαλύτερο βραβείο διότι αυτό το βραβείο μεταβιβάζεται και στα παιδιά, την οικογένεια. Τα παιδιά μου δεν ξέρω αν θα βγάζουν ποτέ λεφτά στη ζωή τους αλλά τουλάχιστον τους έχω αφήσει μια περιουσία την οποία δεν μπορεί να την αμφισβητήσει κανείς, έναν πατέρα που κανείς δεν έχει να του προσάψει τίποτα και αυτό τους κάνει να είναι ισορροπημένοι άνθρωποι