ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΚΕΨΗΣ ΤΟΥ ΦΡΟΫΝΤ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Ο Φρόυντ μία φορά το χρόνο, συνήθιζε να κάνει ένα ταξίδι διάρκειας αρκετών εβδομάδων είτε στην ιταλική ύπαιθρο είτε σε κάποια Μεσογειακή ακτή. Σ’ ένα από αυτά τα ταξίδια, επισκέφθηκε την Αθήνα μία και μοναδική φορά τον Σεπτέμβριο του 1904 συνοδευόμενος από τον κατά 10 χρόνια μικρότερο αδερφό του Αλέξανδρο. Τον Αύγουστο του 1904, ο Αλέξανδρος μπορούσε να λείψει μόνο για μία εβδομάδα λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων, κι έτσι αποφάσισαν να ταξιδέψουν στην Τεργέστη κι από εκεί θα συνέχιζαν για λίγες μέρες στην Κέρκυρα (Simmons, 2006). Πληροφορίες για αυτό το ταξίδι περιέχονται στα γράμματα που έγραψε ο Φρόυντ στον Κ. Γ. Γιούνγκ (1909) και αργότερα στον Ρ. Ρολάν (1936), από τις καρτ ποστάλ που έστειλε στη γυναίκα του Μάρθα ενώ βρίσκονταν στην Ελλάδα καθώς και μέσα από βιβλιογραφικές αναφορές.
Στις αρχές Αυγούστου αναχώρησαν με τρένο από το Γκρατς σε ένα κουπέ μόνο οι δυο τους, το οποίο κόστισε μόλις 2 κορόνες, με προορισμό την Τεργέστη (Kivland, 2008). Φτάνοντας εκεί συναντήθηκαν με έναν ντόπιο εμπορικό αντιπρόσωπο που ήταν γνωστός του Αλέξανδρου, ο οποίος τους απέτρεψε από το να πάνε στην Κέρκυρα λόγω καύσωνα και τους πρότεινε να επισκεφθούν την Αθήνα μιας και η Lloyds εκτελούσε τακτικά και βολικά δρομολόγια. Αρχικά δυσανασχέτησαν, έβρισκαν μόνο εμπόδια και ήταν πολύ επιφυλακτικοί μπροστά σ’ αυτή την αλλαγή προορισμού. Παρόλα αυτά και αφού τους καθησύχασε ο Έλληνας πρόξενος για τα ταξιδιωτικά τους έγγραφα, μόλις άνοιξαν τα γραφεία της Lloyds έκλεισαν τα εισιτήρια τους για Αθήνα χωρίς δεύτερη σκέψη.
Στο κατάστρωμα του πλοίου ο Φρόυντ αναγνωρίζει τον καθηγητή κλασικής Αρχαιολογίας Ντέρπφελντ, που ήταν βοηθός του Σλίμαν στις ανασκαφές της Τροίας. O Φρόυντ κοίταζε με θαυμασμό τον καθηγητή, όμως δε τόλμησε να του μιλήσει επειδή ντρεπόταν. Το πάθος του Φρόυντ για την αρχαιολογία είναι ευρέως γνωστό και συχνά αναφερόταν στην ψυχανάλυση ως την αρχαιολογία της ψυχής. Επίσης, ήταν παθιασμένος συλλέκτης και κατείχε περισσότερα από 2,500 αντικείμενα αρχαίων πολιτισμών.
Το δρομολόγιο της Lloyds ξεκινούσε από το Μπρίντιζι με προορισμό την Κωνσταντινούπολη και ενδιάμεσες στάσεις στην Πάτρα, την Κέρκυρα και τον Πειραιά. Στις 29 Αυγούστου 1904, οι αδερφοί Φρόυντ επιβιβάστηκαν στο ατμόπλοιο «Ουρανός» από την Τεργέστη. Έκαναν μία τρίωρη στάση στην Κέρκυρα και στη συνέχεια κατευθύνθηκαν προς τον Πειραιά αποφεύγοντας τον Ισθμό της Κορίνθου και πλέοντας γύρω από την Πελοπόννησο. Το μεσημέρι της 3ης Σεπτεμβρίου 1904 έφτασαν στην Αθήνα όπου παρέμειναν για τρεις μέρες. Στις 6 Σεπτεμβρίου αναχώρησαν με τρένο για την Κόρινθο, την πόλη όπου μεγάλωσε ο Οιδίποδας, κι από εκεί μετέβηκαν στη Πάτρα. Το ίδιο βράδυ στις 10 μ.μ. αναχώρησαν για Τεργέστη με το ίδιο δρομολόγιο.
Όταν έφτασαν στην Αθήνα το μεσημέρι της 3ης Σεπτεμβρίου κατέλυσαν στο δωμάτιο 31 στον πρώτο όροφο του ξενοδοχείου «Αθηνά». Επισκέφθηκαν το Θησείο, ήπιαν καφέ και ανέβηκαν στην Ακρόπολη. Εκεί, μια δυνατή βροχή τους ανάγκασε να βρουν καταφύγιο στον προθάλαμο του μουσείου κι επειδή ήταν κλειστό έμειναν να απολαύσουν τη θέα από το βράχο. Ο Φρόυντ γράφει στη σύζυγό του Mάρθα «Φόρεσα το καλύτερο πουκάμισο και ανέβηκα στο λόφο της Ακροπόλεως, για δύο ώρες στις 3 Σεπτεμβρίου, για ολόκληρη την ημέρα στις 4 Σεπτεμβρίου». Η θέα από το βράχο της Ακρόπολης τον ενθουσιάζει και περιγράφει στη μαθήτρια και φίλη του Μαρί Μποναπάρτε ότι «οι στύλοι της Ακροπόλεως με το χρώμα του κεχριμπαριού είναι το ωραιότερο που έχει δει στη ζωή του» (Φρόυντ, 1936).
Η εμπειρία που βίωσε ο Φρόυντ πάνω στην Ακρόπολη ήταν τόσο έντονη που συχνά επανερχόταν στη σκέψη του, όμως δε κατάφερε να γράψει για αυτήν παρά μόνο μετά από πολλά χρόνια. Αρχικά, εκμυστηρεύτηκε το συμβάν σε μια επιστολή του στον Κ. Γ. Γιούνγκ στις 16.4.1909. Τελικά, 32 χρόνια αργότερα και μόλις τρία χρόνια πριν το θάνατο του στις 23 Σεπτεμβρίου 1939, περιγράφει εκτενώς όσα βίωσε σε ένα γράμμα που έστειλε στον φίλο του, Γάλλο συγγραφέα Ρομέν Ρολάν. Αυτό το γράμμα εστάλη ως δώρο στον Ρολάν με αφορμή τα εβδομηκοστά του γενέθλια και είχε τίτλο «Ανάμνηση μιας Διαταραχής στην Ακρόπολη».
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του στην Ακρόπολη, ο Φρόυντ βίωσε μια ψυχική ταραχή που ο ίδιος ονόμασε “διαταραχή της μνήμης”. Ήταν σαν να μην πίστευε ότι το μνημείο αυτό, για το οποίο είχε διαβάσει τόσα από μικρή ηλικία, υπήρχε όντως. Συγκεκριμένα είπε «Ώστε όντως είναι πραγματικότητα όλα αυτά, έτσι όπως τα μάθαμε στο σχολείο» Διηγείται ακόμη ότι «η Ακρόπολη υπερβαίνει κάθε τι που έχει δει μέχρι τότε, ή που μπορεί να φανταστεί κανείς» και συνεχίζει γράφοντας ότι «ο Άλεξ κάθεται στο μαρμάρινο θρόνο που σίγουρα ανήκε σε έναν Αθηναίο Άρχοντα», και ο ίδιος γράφει «δίπλα σε έναν ίππο του Φειδία. Η θέα από το κάστρο της Ακροπόλεως είναι επίσης υπέροχη» (Φρόυντ, 1936).
Μέσα από αυτό το γράμμα, ο Φρόυντ επιχειρεί να κάνει μια αυτοανάλυση και αναφέρεται στο ταξίδι στην Αθήνα ως αντικείμενο επιθυμίας ανάμικτης με ενοχή. Από μικρή ηλικία ονειρευόταν να ταξιδέψει και να ξεφύγει από τα στενά όρια, τους περιορισμούς και τη φτώχεια του οικογενειακού περιβάλλοντος στο οποίο μεγάλωσε. Παράλληλα, ένιωθε ενοχή, γιατί το ταξίδι στην Αθήνα σήμαινε ότι είχε ξεπεράσει τον πατέρα του, έναν έμπορο χωρίς γυμνασιακή εκπαίδευση και χωρίς το παραμικρό ενδιαφέρον για αυτά τα μέρη. Έτσι, για τον Φρόυντ, η άνοδος στην Ακρόπολη ήταν η επιβεβαίωση ότι είχε ξεπεράσει τον πατέρα του, κάτι που ένας γιος δεν επιτρεπόταν να κάνει.
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΚΕΨΗΣ ΤΟ 1904
Σ’ αυτό το σημείο, αξίζει να αναφέρουμε ότι στην περίοδο πριν και λίγο μετά την επίσκεψη του Φρόυντ στην Αθήνα, είχαν ήδη συμβεί μια σειρά από πολύ σημαντικά γεγονότα στη ζωή του. Το 1900 εκδίδεται η «Ερμηνεία των Ονείρων» που ο ίδιος θεωρούσε ως το έργο της ζωής του, λαμβάνοντας αρνητικές κριτικές που το χαρακτήριζαν αντιεπιστημονικό και εσωτεριστικό. Από το 1901-1905 εκδίδει άλλα τέσσερα σημαντικά έργα («Ψυχοπαθολογία της καθημερινής ζωής», «Τρία δοκίμια της θεωρίας της σεξουαλικότητας», «Σχέση αστείου και ασυνείδητου» και «Η περίπτωση Ντόρα: Απόσπασμα μιας ανάλυσης μιας υστερίας»). Σε προσωπικό επίπεδο, ο πατέρας του πεθαίνει τον Οκτώβριο του 1896, η πολύ σημαντική φιλία του με τον ωτορινολαρυγγολόγο Β. Φλις λήγει ενώ έχει ήδη ξεκινήσει την αυτοανάλυσή του.
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΤΟ 1936
Ο Φρόυντ έγραψε την παρούσα επιστολή στον Ρολάν το 1936 μόλις τρία χρόνια πριν τον θάνατο του στις 23 Σεπτεμβρίου 1939, εν μέσω έντονων προσωπικών και πολιτικών γεγονότων. Πιο ειδικά, στις αρχές της δεκαετίας του 1930 διαφαινόταν ξεκάθαρα η πρόθεση για την ενσωμάτωση της Αυστρίας στη Γερμανία, ενώ με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία το 1933 ένα κόμμα ναζιστικού τύπου γιγαντώθηκε στη χώρα. Το στενό περιβάλλον του Φρόυντ προσπαθεί να τον πείσει να μεταναστεύσει στην Αγγλία αλλά εκείνος αρνείται μέχρι και το 1938, που πλέον δεν είχε άλλη εναλλακτική. Σε προσωπικό επίπεδο, το 1930 πεθαίνει η πολυαγαπημένη μητέρα του ενώ μια καρδιακή προσβολή τον αναγκάζει να κόψει το κάπνισμα παρόλο που ήταν μανιώδης καπνιστής. Παράλληλα, από το 1919 είχε διαγνωστεί με καρκίνο στη γνάθο και μεταξύ 1923 – 1938 είχε υποστεί περίπου εικοσιπέντε επεμβάσεις. Το 1933 έχει αλληλογραφία με τον Αϊνστάιν για τα δεινά του πολέμου και οι Ναζί καίνε κάποια από τα βιβλία του λόγω της Εβραϊκής του καταγωγής. Το 1934 που λαμβάνει χώρα το 13ο Διεθνές Ψυχαναλυτικό Συνέδριο στη Λουκέρνη ήδη πολλοί Γερμανοί ψυχαναλυτές έχουν αναγκαστεί να μεταναστεύσουν. Κατά την ταραγμένη αυτή περίοδο, ο Φρόυντ έχει ήδη συγγράψει τον μεγαλύτερο όγκο του έργου του, συνεχίζει την προσπάθειά του για την εδραίωση της ψυχανάλυσης, ενώ το 1935 ανακηρύσσεται Επίτιμο Μέλος της Βρετανικής Βασιλικής Ακαδημίας Ιατρικής.