/O φανταστικός βίος του Γουόλτ Ντίσνεϊ

O φανταστικός βίος του Γουόλτ Ντίσνεϊ

Το 1928, μια φήμη έφτασε στ’ αυτιά ανώτερων στελεχών της MGM, πως υπήρχε ένας ποντικός ανάμεσά τους. Φυσικά, ζήτησαν να τον δούν στην οθόνη. Ο Βίκτορ Φλέμινγκ, ο οποίος έμελλε να σκηνοθετήσει τον «Μάγο του Οζ» και το «Οσα παίρνει ο άνεμος», έμεινε εκστατικός βλέποντάς τον. Η Φράνσις Μάριον, η σεναριογράφος, που ήταν μια από τις λίγες ισχυρές γυναίκες του Χόλιγουντ, ενθουσιάστηκε τόσο πολύ που τράβηξε τον Λούις Μάγιερ από το γραφείο του στην αίθουσα προβολής για να τον δει. Ο Μάγερ, ωστόσο, έγινε έξαλλος. «Δεν ξέρετε ότι υπάρχουν και έγκυοι που βλέπουν ταινίες της MGM;» τους φώναξε. «Δεν ξέρετε ότι οι γυναίκες φοβούνται τους ποντικούς;» Βγήκε έξω κλείνοντας την πόρτα με ορμή στα μούτρα του νεαρού, που ήταν ο δημιουργός του ποντικού: του Γουόλτ Ντίσνεϊ.

Χάρη στον Φρανκ Κάπρα, ο οποίος σύστησε τον Ντίσνεϊ και το δημιούργημά του στο αφεντικό του, στην Κολούμπια, ο Μίκι Μάους βγήκε στη μεγάλη οθόνη λίγο αργότερα. Εγινε αμέσως διάσημος, παίρνοντας 30.000 επιστολές θαυμαστών μέσα σε τρεις εβδομάδες και αποκτώντας τη λάμψη «του πιο δημοφιλούς κινηματογραφικού αστέρα», όπως γράφηκε σε εφημερίδες της εποχής.

Ο Τσάπλιν, ο οποίος υπήρξε μια από τις πηγές έμπνευσης για τη δημιουργία του, ζήτησε να παίζονται τα καρτούν Μίκι Μάους πριν από τις ταινίες του·

ο Ρούζβελτ επέμεινε να υπάρχει πάντα μια ταινία Μίκι Μάους στον Λευκό Οίκο. Στο βιβλίο του «Γουόλτ Ντίσνεϊ: Ο θρίαμβος της αμερικανικής φαντασίας», μια καλογραμμένη και εξαντλητικά τεκμηριωμένη βιογραφία, ο Νιλ Γκάμπλερ υποστηρίζει ότι ο Μίκι Μάους ήταν μια αντανάκλαση του ίδιου του Γουόλτ Ντίσνεϊ – αεικίνητος, ακούραστος, αθεράπευτα αισιόδοξος. Οι καρτουνίστες του Ντίσνεϊ βάσισαν τις κινήσεις του Μίκι σε αυτές του Ντίσνεϊ, ο οποίος δάνεισε στο κινούμενο σχέδιο και τη φωνή του. Ο άνθρωπος και το καρτούν λειτουργούσαν συμβιωτικά. «Αγαπώ τον Μίκι Μάους περισσότερο από οποιαδήποτε γυναίκα έχω γνωρίσει», δήλωσε κάποτε ο Ντίσνεϊ. Η γυναίκα του είχε χαρακτηρίσει τον εαυτό της «χήρα εξαιτίας ποντικού». Τόσο ο Μίκι όσο και ο Ντίσνεϊ ήταν «καλλιτέχνες της απόδρασης», όπως λέει ο Γκάμπλερ, και αμφότεροι έγιναν σύμβολα της εποχής τους.

Στα Στούντιο Ντίσνεϊ ο ρεαλισμός γρήγορα επικράτησε. Ενώ προηγουμένως οι ήρωες των καρτούν άγονταν και φέρονταν από τα περιστατικά, τώρα απέκτησαν βαρύτητα. Τα ευμετάβλητα, αόριστα χαρακτηριστικά τους απέκτησαν συναίσθημα και προσωπικότητα. Οι σχεδιαστές δούλευαν με βάση την ιδιοφυή έκφραση του Ντίσνεϊ «η εύλογη απιθανότητα». Και ο Μίκι Μάους μεταμορφώθηκε βαθμιαία από ένα αναρχικό, παλαβιάρικο πλάσμα σε ένα καλοβαλμένο, καλότροπο αγοράκι.

Παρόλο που η διαδρομή του Ντίσνεϊ δεν αντανακλά ακριβώς αυτήν του Μίκι (ο Ντίσνεϊ σίγουρα δεν έγινε πιο ευγενικός με την πάροδο του χρόνου), η απώλεια του αυθορμητισμού και ο εναγκαλισμός του συντηρητισμού οπωσδήποτε συνδέουν τους δύο χαρακτήρες.

Ο Ντίσνεϊ έγινε απροκάλυπτα αντιδραστικός μετά μια μεγάλη απεργία στα Στούντιο Ντίσνεϊ, το 1941. Ο Γκάμπλερ, πάντως, απορρίπτει τις κατηγορίες για αντισημιτισμό, αν και παραδέχεται ότι ο Ντίσνεϊ ξενάγησε στο στούντιο τη Λένι Ρίφενσταλ, την περίφημη κινηματογραφίστρια του Χίτλερ, ένα μήνα μετά τη Νύχτα των Κρυστάλλων.

Το ξέσπασμα της απεργίας ήταν από καιρό αναμενόμενο. Ο Ντίσνεϊ αρνιόταν να αναγνωρίσει την προσωπική δουλειά των σχεδιαστών και σπανίως έβαζε τα ονόματά τους στους τίτλους των ταινιών. Απέλυσε έναν από αυτούς για ασήμαντη αφορμή. Το Οκτώβριο του 1947 έδωσε μαρτυρία στη Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών κατηγορώντας ψευδώς τα μέλη της Ενωσης Γυναικών Ψηφοφόρων ότι ήταν κομμουνίστριες και του έκαναν μποϊκοτάζ.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 εστίασε όλες τις δυνάμεις του για να δημιουργήσει την Ντίσνεϊλαντ, ένα σύμπαν υλοποιημένης νοσταλγίας στα μέτρα της παιδικής ηλικίας. Στη διάρκεια της ζωής του γνώρισε τεράστια κινηματογραφική επιτυχία: η «Χιονάτη», το πρώτο φιλμ μεγάλου μήκους κινουμένων σχεδίων, αναδείχτηκε το 1939 στην αμερικανική ταινία με τις μεγαλύτερες έως τότε εισπράξεις. Το 1966, τη χρονιά του θανάτου του, οι εισπράξεις των ταινιών του είχαν φτάσει τα 600 εκατ. δολάρια. Ωστόσο, η Ντίσνεϊλαντ ήταν το μεγάλο καμάρι του, το δημιούργημα που πάνω του επένδυσε την επιθυμία του «να ζήσει αυτό το Disney thing πολύ καιρό μετά τον θάνατό μου».

Ηταν η ζωή του Ντίσνεϊ πραγματικά εκπληκτική ή απλώς μια καλοστημένη υπερπαραγωγή; Ο ίδιος ήταν ένας φοβερός σκηνοθέτης του εαυτού του, στήνοντας τη δημόσια εικόνα του με το εμβληματικό μουστάκι, τις βερμούδες και τις ζωηρόχρωμες καρό κάλτσες μέχρι το γόνατο. Δεν είχε χρόνο για ν’ αποκτήσει ή να διατηρήσει φιλίες. Είχε μια σύζυγο, αλλά κάθε βράδυ εκείνη κατέληγε να κοιμάται στον καναπέ του στούντιο, ενώ εκείνος γύριζε πίσω τους δείκτες του ρολογιού έτσι ώστε όταν η γυναίκα του ξυπνούσε να μην καταλάβει πόσες ώρες είχαν περάσει εκεί μέσα.

Σκληρά παιδικά χρόνια

Η ανεξάντλητη αισιοδοξία του -όταν ο Γουόλτ ήρθε στο Χόλιγουντ στα 22 του, ο αδελφός του, Ρόι, περιέγραψε την κατάστασή του σαν «μολυσματική αρρώστια»- είχε οικοδομηθεί πάνω σε μια σκληρή παιδική ηλικία. Ο πατέρας του, Ιλάιας, τον έδερνε σχεδόν καθημερινά και, όταν μετακόμισαν από μια ειδυλλιακή αγροτική περιοχή στο Κάνσας Σίτι, ο μικρός Γουόλτ βοηθούσε πριν και μετά το σχολείο τον μπαμπά του στη δουλειά που είχε αναλάβει, να μοιράζει εφημερίδες. Αργότερα, παράτησε στη μέση το γυμνάσιο και δούλεψε στο εργαστήρι ενός εμπορικού εικονογράφου, όπου απέκτησε τις πρώτες σχεδιαστικές δεξιότητες.

Παρά την εργασιομανία του και τις όχι και τόσο ευχάριστες παιδικές αναμνήσεις, ήθελε ν’ αποκτήσει πολλά παιδιά. Ωστόσο, τον καιρό που έδινε ζωή στα πλάσματα της φαντασίας του, η γυναίκα του είχε τρεις αποβολές που την έκαναν ράκος (απέκτησαν τελικά μια κόρη και υιοθέτησαν άλλη μία). Τα κινούμενα σχέδια ήταν μια δουλειά προμηθεϊκή, που τη λάτρευε – μπορούσε να κάνει άψυχες ζωγραφιές να κινούνται, να μιλούν και να νιώθουν με τρόπο που ποτέ δεν είχε φανταστεί όταν ξεκινούσε ως εικονογράφος.

Μετά τον θάνατό του, τον Δεκέμβριο του 1966, κυκλοφόρησε μια φήμη ότι είχε καταψυχθεί σε κέντρο κρυογενικής, έτσι ώστε να μείνει σε νάρκη, σαν την Ωραία Κοιμωμένη, και να ξυπνήσει το 1975.

Η φήμη δεν ανταποκρινόταν στην αλήθεια, αλλά επέμεινε για πολύ καιρό σάμπως να μην ήθελε ο κόσμος να πιστέψει ότι ο Ντίσνεϊ ήταν ένας θνητός όπως όλοι. Εκείνο που οι φήμες αγνούσαν ήταν πως καλώς ή κακώς, αυτό το «Disney thing» όπως ο ίδιος το αποκαλούσε, προορίζεται να επιβιώσει χωρίς εκείνον επ’ αόριστον.

The Obesrver