Γράφει ο Γιώργος – Νεκτάριος Παναγιωτίδης, συγγραφέας
Είδαμε αυτές τις μέρες τη νέα ταινία, αμερικανικής παραγωγής, του Gareth Edwards με τίτλο «Ο Δημιουργός».
Η ταινία αυτή πραγματεύεται ένα «δυστοπικό», όπως λέγεται συνήθως, μέλλον.
Η αφήγηση ξεκινά να ξετυλίγεται το –όχι και τόσο- μακρινό 2055. Τότε, όχι μόνο η ρομποτική Τεχνητή Νοημοσύνη έχει περάσει σε ένα άλλο επίπεδο, με υπέρβαση του σημείου «Singularity» και συνακόλουθη δυνατότητα ο άνθρωπος να μπορεί να μεταφέρει την προσωπικότητά του στα «Προσόμοια» ρομπότ, αλλά επίσης τα ρομπότ αυτά φέρονται ως ενεχόμενα σε μια τεράστια καταστροφή, ανάλογη με αυτή του 9/11, εφόσον μια πυρηνική κεφαλή εκρήγνυται στο κέντρο του Λος Άντζελες της Καλιφόρνια, με τεράστιες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές και περιβαλλοντική καταστροφή. Ο κόσμος, μετά την καταστροφή αυτή, έχει χωριστεί στα δύο: από τη μία οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται στο συνήθη ρόλο τους -στα πλαίσια της Νέας Τάξης που είχε ήδη κηρύξει ο πατέρας Μπους- του παγκόσμιου αστυνόμου που έχει απαγορεύσει τα Προσόμοια. Εντούτοις, από την άλλη βρίσκεται ένας ισχυρός αντίπαλος, η «Νέα Ασία», που κάνει χρήση και ευνοεί τα Προσόμοια.
Κεντρικός χαρακτήρας ο Τζόσουα, ένας Αφροαμερικανός που ανήκει στις μυστικές υπηρεσίες των ΉΠΑ, που στα πλαίσια της προσέγγισης της «Πηγής», μιας γυναίκας που θεωρείται σημαντική μέσα στους φιλικά προσκείμενους στην Τεχνητή Νοημοσύνη Νεοασιάτες, θα την ερωτευτεί και μάλιστα θα την παντρευτεί. Όταν αυτή μετά από μεγάλο διάστημα, και όντας έγκυος, θα μάθει για το ότι εκείνος δεν είχε ακόμα αφήσει το ρόλο του ως κατασκόπου, θα φύγει και θα θεωρείται αγνοούμενη, μετά και από το επικείμενο χτύπημα του Νομάδα, ενός αεροσκάφους που μοιάζει πολύ με το… Enterprise και που λογίζεται η ελπίδα της ανθρωπότητας εναντίον της «εξεγερμένης» ΤΝ.
Κάπου εδώ αρχίζουν οι ομοιότητες με ένα «κλασικό» και αριστοτεχνικά γραμμένο έργο –τόσο που να χρειάζεσαι λεξικό- επιστημονικής φαντασίας, το «Τελευταίο κάστρο» του –επίσης Αμερικανού- Jack Vance, που εκδόθηκε το 1966 και τιμήθηκε με 2 σημαντικά λογοτεχνικά βραβεία.
Αν και η φόρμα του μοιάζει με αυτή του μεσαιωνικού χρονικού, ο Vance τοποθετεί την αφήγησή του στο μακρινό μέλλον. Εδώ, αντί για τα Προσόμοια, έχουμε τους Μεκ, που είναι μια εξωγήινη φυλή, με την έννοια ότι υπάρχουν μόνο στην ανθρώπινη αποικία στον πλανήτη Έταμιν 9, η οποία έχει δημιουργηθεί με γενετική τροποποίηση και υποδουλωθεί από τους ανθρώπους, ώστε να έχει τεθεί σε αποκλειστικό ρόλο υπηρέτη. Ωστόσο, οι Μεκ κάποια στιγμή εξεγείρονται και επίσης η ανθρωπότητα κινδυνεύει με ολοσχερή εξαφάνιση, εφόσον έχουν μείνει άπαρτα μόνο δύο κάστρα: το Τζανέιλ και το Χέιτζντορν.
Οι Μεκ μοιάζουν πολύ στα Προσόμοια ως προς το ότι –τουλάχιστον όπως φαίνεται- «δε γνωρίζουν το συναίσθημα, αλλά μόνο τη λογική»– όπως άλλωστε και ο Σποκ από το Σταρ Τρεκ.
Άλλη ομοιότητα του έργου του Vance με τον «Δημιουργό» είναι αυτό που αποκαλύπτεται σταδιακά (προσοχή: spoiler): ότι τα ρομπότ δεν επιθυμούν την κυριαρχία τους πάνω στον άνθρωπο, αλλά όπως λέει το μικρό παιδί –ο «Άλφι»- που φαίνεται να είναι το πιο εξελιγμένο Προσόμοιο στον Τζόσουα: «επιθυμώ τα ρομπότ να είναι ελεύθερα». Επίσης βαθμιαία, αποκαλύπτεται ότι όχι μόνο τα Προσόμοια επιθυμούν απλώς την ελευθερία τους, αλλά και ότι το χτύπημα στο Λος Άντζελες προκλήθηκε από «ανθρώπινο λάθος» και όχι δική τους πρωτοβουλία. Αντίστοιχα, οι Μεκ εξεγείρονται λόγω της τρισάθλιας κατάστασής τους.
Το «τελευταίο κάστρο» κλείνει με την «πύρρεια» ήττα των Μεκ αλλά και ταυτόχρονη αλλαγή νοοτροπίας των ανθρώπων πάνω στα ερείπια και τα πτώματα του πολέμου. Οι εκπρόσωποι της ανθρώπινης φυλής (True men) και ειδικά ο πρωταγωνιστής επικεφαλής τους φαίνεται πως καταλαβαίνουν μέσα από τη βίαιη κοινωνική, θα λέγαμε, επανάσταση και τις συνακόλουθες απώλειες τα τεράστια λάθη, την πλεονεξία και αλαζονεία τους, με τα οποία στράφηκαν εξαρχής ενάντια στους Μεκ.
Αντίστοιχα γεγονότα φαίνεται πως συμβαίνουν και στον Δημιουργό, μόνο που θα αφήσουμε τον αναγνώστη αυτού του άρθρου να τα ανακαλύψει.
O Δημιουργός είναι μια ταινία, που έχει εντυπωσιακό οπτικό περιεχόμενο, σκηνικά και εφέ, επαρκείς ερμηνείες, αλλά και μια αφήγηση που, όπως και το «τελευταίο κάστρο», έχει να μας πει πολλά για τον ανθρώπινο κυνισμό και μηδενισμό και το κυρίαρχο ανθρωπολογικό μοντέλο,
που με την άτη που έχει κυριαρχήσει στο νου του, οδηγεί τον εαυτό του και τους άλλους, αυτούς πάνω στους οποίους κυριαρχεί, στον όλεθρο. Θα άξιζε να θυμηθούμε εδώ και την πρόσφατη πολύμηνη απεργία των σεναριογράφων και των ηθοποιών του Χόλυγουντ και τις ιταμές απαντήσεις των εταιρικών CEO. Όπως είχε πει τότε η επικεφαλής τους, Φραν Ντρέσερ, «βρίσκεστε στη λάθος πλευρά της Ιστορίας». Και πράγματι η καταπίεση και οι αδικίες, παρ’ ότι δημιουργούν ένα αίσθημα οίησης, τελικά έχουν πάντα μέσα τους, αν και αφανή, το σπόρο της αυτοκαταστροφής τους…
Απόσπασμα:
«Οι ευγενείς των κάστρων, για την πλήρη ασφάλειά τους, απέφευγαν να περιφέρονται στην ύπαιθρο τη νύχτα, εξ αιτίας εκείνο που (κάποιος το) ειρωνευόταν σαν προληπτικό φόβο. Άλλοι ανέφεραν ταξιδιώτες που τους πρόλαβε η νύχτα, κοντά σε μουχλιασμένα ερείπια και τα οράματα που είδαν ή την απόκοσμη μουσική που είχαν ακούσει (…)
Εκατοντάδες τέτοιες περιπτώσεις ήταν γνωστές. Κι ενώ οι ορθολογιστές χλεύαζαν, ούτε ένας αν δεν υπήρχε ανάγκη δεν διέσχιζε την ύπαιθρο τη νύχτα» («Το τελευταίο κάστρο», σελ. 51)