/Ο Άνθρωπος που Έβλεπε τα Τρένα να Περνούν … στις ράγες της επιθυμίας

Ο Άνθρωπος που Έβλεπε τα Τρένα να Περνούν … στις ράγες της επιθυμίας

Γράφει ο Ελισσαίος Βγενόπουλος

Οι νέοι πριν υποψιαστούν τι θέλουν, ήδη, μέσω του σύντομου και αλάνθαστου δρόμου των ενστίκτων και των επιθυμιών το γνωρίζουν. Το κακό είναι μέχρι να  αφομοιώσουν αυτή τη γνώση, μέχρι να την κάνουν επιδερμίδα του κορμιού τους, μέχρι να την αισθανθούν ολοκληρωτικά, έχουν χάσει την ορμή και την τρέλα και έχουν απομείνει έρμοι και μόνοι μέσα στα γερατειά και την ακινησία, όπως τα τρένα σε απόσυρση έξω από τις ράγες της ζωής. Στο ταξίδι της ενηλικίωσης δυο αγωνίες οδηγούν στην ποθητή ολοκλήρωση, της γνώσης και της ερωτικής επιθυμίας. Η πρώτη είναι πιο εγκεφαλική και πιέζεται και από τον κοινωνικό περίγυρο αλλά η δεύτερη όταν δεν μπορεί να βρει τον δρόμο της μπορεί να αφανίσει τον αφιονισμένο νέο, να στείλει στα τάρταρα την αυτοπεποίθησή του και να σκορπίσει τον κόσμο γύρω του. Ένα ασφαλές μέτρο για την δύναμη ενός νέου ανθρώπου είναι η δύναμη, το σφρίγος και η ένταση αυτών που λαχταρά. Όλο αυτό το υπέροχο  παιχνίδι της γνώσης, του πόθου και της αδημονίας είναι ένα όμορφο ταξίδι αρκεί η «ολοκλήρωση» και ιδιαίτερα στον άνδρα να μην έρθει πιο γρήγορα από την επιθυμία.

«Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν» που βγήκε σε επανέκδοση σε νέες και αποκατεστημένες κόπιες, είναι η πιο γνωστή ταινία του τσέχικου σινεμά και έργο του υπέροχου νέου κύματος, η οποία βραβεύτηκε το 1968 με το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας.

Είναι μια ασπρόμαυρη λεπτεπίλεπτη ιστορία ενηλικίωσης που αναπτύσσεται σ’ ένα μικρό σταθμό της Βοημίας, κατά τη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου.

Ένας δόκιμος υπάλληλος αποπειράται να κόψει τις φλέβες του, από ερωτική και όχι μόνο απογοήτευση.

Ο Μίλος Χρμα, ένας νεαρός ετοιμάζεται να δουλέψει ως υπάλληλος τοπικού σταθμού τρένου, καμαρώνει για τη στολή του, γιατί έχει την εντύπωση ότι μέσω αυτής θα οδηγηθεί κατευθείαν στην καταξίωση και την ενηλικίωση. Ο πρωταγωνιστής μας εξιστορεί και συγκρατημένα χλευάζει τον ανέφελο και παρασιτικό τρόπο που ζει η οικογένειά του, με τον πατέρα του να κάθεται όλη μέρα, μετά από πρόωρη συνταξιοδότηση. Ο Μίλος συνδέεται με μία όμορφη κοπέλα, τη Μάσα και όλα πια για τον Μίλο γίνονται μύλος.

Τα τρένα πάνε κι έρχονται και ο ήρωάς μας δεν είναι καν ένα απλό εξάρτημά τους για να ξεκουνήσει από τη μικρή πόλη, μένει εκεί σαν ξεχασμένος από τη ροή της ζωής, να μετρά τρένα, βαγόνια, αμαξοστοιχίες και ανεκπλήρωτες επιθυμίες, ενώ κάποιοι άλλοι παραδίπλα του μετρούν συνευρέσεις, ερωτικές επιτυχίες και αναρίθμητες απαραίτητες υπαρξιακές επιβεβαιώσεις. Η ναζιστική εισβολή ολοκληρώνει το σκουρόχρωμο παζλ και η χιτλερική κατοχή δημιουργεί την ανάγκη αντίδρασης στο απάνθρωπο καθεστώς που ενσταλάζεται στη ζωή των ανθρώπων της πόλης.  

Κάποιες φορές, όταν θέλει κάποιος να μιλήσει για τα σοβαρά και τα σπουδαία, ένας είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος, ο κωμικός.

Όμως ο τρόπος αυτός βρίσκεται παρασάγγες μακριά από το χάχανο, τη ρηχή φάρσα και το εκβιασμένο γέλιο. Πρέπει να είναι  σάτιρα γεμάτη αιχμές, νύξεις, που το γέλιο γίνεται μεταποιημένο πικρό χαμόγελο και η συγκίνηση μοιάζει με αναποφάσιστο και ημιτελές δάκρυ.

Επειδή «Ερωτισμός είναι η στύση, όχι ο οργασμός» όπως έγραφε η Γαλλίδα συγγραφέας Emmanuelle Arsan, ο έρμος ο Μίλο την κρίσιμη ώρα που πρέπει να δείξει ότι μεγάλωσε, ωρίμασε αλλά κυρίως αντρείεψε, ο ανδρισμός του, τον προδίδει, του παίζει παιχνίδια πρόστυχα, η συνεύρεση δεν ολοκληρώνεται επιτυχώς κι εκεί αρχίζει το μαρτύριο του ήρωά μας και ένα ταξίδι πάνω στις γραμμές της εναγώνιας ενηλικίωσης και τις πράξεις της ακατέργαστης, ενστικτώδους αντιστασιακής αντίδρασης, στον ζόφο που τον κατακλύζει. Ο μύλος αλέθει το προσωπικό δράμα του ήρωα με την σκοτεινή πραγματικότητα που απλώνεται γύρω του και προκύπτει ένα ασπρόμαυρο ποίημα κάτω από τη διεύθυνση του του 28χρονου, τότε, Γίρι Μένζελ ο οποίος μεταπλάθει γοητευτικά το μυθιστόρημα του Μπόχουμιλ Χράμπαλ, δημιουργώντας μια ταινία που θα λειτουργήσει σαν ατμάμαξα, η οποία θα τραβήξει ολόκληρο το τσέχικο σινεμά προς την ενηλικίωσή του, δίνοντας μας σπουδαίες ταινίες. Ανεξάρτητα από το ότι στη συνέχεια ο καημένος ο τσέχικος κινηματογράφος, κάτω από την καταπίεση του άλλου ολοκληρωτισμού, θα απομείνει να κοιτάζει τα καλύτερα και πιο ευαίσθητα μυαλά του, να περνούν, να φεύγουν για άλλες πολιτείες πιο ανοικτές, ελεύθερες, πιο ανθρώπινες, για να μπορέσουν να μιλήσουν με την κινηματογραφική γλώσσα που γνώριζαν καλά, γι αυτά που πονούν, θλίβουν και συντρίβουν τους ανθρώπους αυτού του πλανήτη. 

Όταν το κύμα της έκρηξης, φέρει το καπέλο της ευαισθησίας στον σταθμό που περιμένουν οι ιδιοτελείς, οι ευπροσάρμοστοι, οι «ιδεολόγοι» όλων των ιδεολογιών και οι «καλοσυνάτοι» όλης της υποκρισίας, καλύτερα να «λείπουμε σε ταξίδι για δουλειές». Σε αυτή τη μικρή ζωή που μας έχει χαριστεί, το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι αλλού είμαστε και αλλού θέλουμε να βρισκόμαστε, αυτό ισχύει και κυριολεκτικά, (μπορεί να έχω επηρεαστεί κι από κάποιο ημιτελές ταξίδι), αλλά και μεταφορικά, , μην ψάχνουμε για κάποιο στριφνό, ακατανόητο, κρυμμένο νόημα, ο Τσάρλι Τσάπλιν μας το είπε καθαρά, ορθά και κοφτά, «Για ποιο λόγο χρειάζεστε ένα νόημα; Η ζωή είναι επιθυμία, όχι νόημα».