Μελέτη του Λάµπρου Βαρελά, Επίκουρου Καθηγητή Νεοελληνική Φιλολογία (ΑΠΘ)
Είναι αρκετά γνωστό το σκάνδαλο που προκάλεσε στους κατοίκους της ορεινής Ναυπακτίας η περιγραφή από τον Καρκαβίτσα του χωριού των ζητιάνων, τα Κράβαρα, στο περ. Εστία το 1890 («Κράβαρα (Οδοιπορικαί σηµειώσεις)», 14.10. – 30.12., σε 12 συνέχειες). Παραθέτω το σχετικό απόσπασµα από το οδοιπορικό του Καρκαβίτσα, που αποτέλεσε την πέτρα του σκανδάλου και γέµισε οργή τους καταγόµενους από την περιοχή:
Διότι, αφού είνε αλήθεια ότι οι άνθρωποι λαµβάνουν αισθήµατα και ιδέας αναλόγους τη φύσει εν τη οποία ζώσιν, οι Κραβαρίται δεν ήτο δυνατόν να είνε άλλως παρά ποταποί και αποτεθαρρηµένοι. Από του καλητέρου αυτών, του ζώντος µέσω πλούτου και δόξης µέχρι του µικροτέρου, του τρεφοµένου µε κορόµηλα και αγριαπίδια, από του ανωτέρου αξιωµατικού, του φέροντος σπάθην εις την ζώνην και διατάσσοντος µέχρι του ρυπαρού νυκτοκλέπτου πάντες έχουν την αυτήν ψυχικήν εκδήλωσιν εξ όλου των του ατόµου. είνε ορεινοί αλλ’ ορεινοί άτολµοι. Επί της αλβανικής αυτών µορφής φαίνεται η εξυπνάδα και η δολιότης, η φυσική ευχέρεια των προσωπικών µυών εις εκδήλωσιν όλων των αισθηµάτων. το σώµα των είνε συνεσταλµένον, ωσεί αποκαµόν υπό τον φόρτον της πενίας, αι δε χείρες των µακροδάκτυλοι φαίνονται πλασµέναι διά την επαιτείαν ή την λαθροχειρίαν. Όπως δε η φυσική αύτη κατάστασις του τόπου διέπλασε τον άνθρωπον ούτω και ο άνθρωπος διέπλασε τας παραδόσεις του.
Αρκετά γνωστές αλλά όχι πλήρως βιβλιογραφηµένες είναι και οι αναµενόµενες οργισµένες αντιδράσεις κατοίκων της ορεινής και πεδινής Ναυπακτίας ή καταγόµενων από αυτά τα µέρη για την προσβολή του τόπου τους, αντιδράσεις που στοίχισαν στον Καρκαβίτσα εικοσαήµερη φυλάκιση από τη στρατιωτική υπηρεσία του και µια πρόσκληση σε µονοµαχία από ναυπάκτιους στρατιωτικούς και φοιτητές, την οποία τελικά απέφυγε.2 Αξίζει να παρατεθεί εδώ η ακόλουθη αβιβλιογράφητη διαµαρτυρία του καταγόµενου από τη Ναύπακτο Γιάννη Βλαχογιάννη, τελειόφοιτου τότε της Φιλολογίας, ο οποίος υποδεικνύει τη λύση της µονοµαχίας για το ξέπλυµα της προσβολής:
Κύριε Διευθυντά του «Άστεος»,
Τω όντι ευτελής τρόπος εκδικήσεως θα ήτο η παρά τω υπουργείω των Στρατιωτικών ενέργεια προς εφαρµογήν κατά του κ. Καρκαβίτσα του νόµου περί των εις την δηµοσιογραφίαν άνευ αδείας κατερχοµένων αξιωµατικών, διά τας εν τη “Εστία” υπό τον τίτλον “Κράβαρα” καταχωρισθείσας υπ’ αυτού εντυπώσεις εκ της επαρχίας Ναυπακτίας. Αν έγεινε παρά τω υπουργείω ενέργειά τις, αύτη έπρεπε να αφεώρα ουχί εις την ακίνδυνον ταύτην του νόµου παράβασιν υπό του κ. Καρκαβίτσα, αλλ’ εις όσα προσβλητικά των Ναυπακτίων αξιωµατικών (των Κραβαριτών αξιωµατικών, κατά τον Καρκαβίτσαν) ωρισµένως υπ’ αυτού εγράφησαν εν ταις υπό τον άνω τίτλον εντυπώσεσιν αυτού εκ της Ναυπακτίας. Αν δε το υπουργείον εδράξατο tτης ευκαιρίας να αναστυλώση (κατά την συνήθη φράσιν) εις βάρος του κ. Καρκαβίτσα τον υπ’ αυτού αθώως µη τηρηθέντα νόµον, ουδείς λόγος. Αλλ’ ιδού το σχετικόν χωρίον (Εστίας, αριθ.43) [… ]
Ηµείς απορούµεν πώς, πλην του περιγραφικού µέρους των εντυπώσεων και των δακτυλοµετρικών παρατηρήσεων, κατώρθωσεν ο κ. Καρκαβίτσας να µελετήση εις ελαχίστας ηµέρας ταχυπορίας τον χαρακτήρα και την ηθικήν κατάστασιν λαού ολοκλήρου, συµπεριλαµβανοµένων και των αξιωµατικών µέχρι του ανωτάτου µάλιστα! πλην αν, ως προς τους τελευταίους τούτους, το πόρισµα αυτού συνήγαγεν επιχειρήσας συµπληρωµατικήν και µακροχρόνιον ανά τα διάφορα σώµατα του στρατού περιοδείαν προς ειδικήν των Ναυπακτίων αξιωµατικών συµπληρωµατικήν µελέτην!
Ως προς δε τον τρόπον της επανορθώσεως των ανακριβειών τούτων και της προσγενοµένης αδικίας, ηµείς δεν θεωρούµεν προσφορώτατον τον διά της υπηρεσιακής οδού, υπάρχοντος άλλου, όστις πλην του προσόντος τούτου δύναται να είνε και αξιοπρεπέστερος. Τοιούτον δε µετά βεβαιότητος προσδοκώµεν παρά των εν Αθήναις Ναυπακτίων αξιωµατικών, οίτινες είνε αρµοδιώτεροι λόγω προτεραιότητος. Εις ηµάς δε ανήκουσι τα δευτερεία.
Εν Αθήναις τη 18 Ιανουαρίου 1891.
Ιωάννης Οδ. Βλαχογιάννης
τελειόφοιτος της Φιλολογίας εκ Ναυπάκτου
Εντούτοις, παρ’ όλες τις αντιδράσεις ο Καρκαβίτσας δεν πτοήθηκε πολύ και ετοίµαζε για την Εστία του 1893 το διήγηµα «Ο Κραβαρίτης», το οποίο και είχε αναγγελθεί από το περιοδικό ως προσεχής δηµοσίευση (αρ. 49, 6.12.1892). Το έργο εντέλει δεν δηµοσιεύτηκε, αλλά είναι µάλλον βέβαιο πως αποτελούσε πρόπλασµα του Ζητιάνου, τον οποίο ο συγγραφέας δηµοσίευσε τελικά στα 1896 τοποθετώντας την κεντρική δράση του στον θεσσαλικό κάµπο. Ο Καρκαβίτσας δεν προκάλεσε µόνο τότε το αναγνωστικό κοινό και την ελληνική κοινωνία συνολικότερα. Στη χριστουγεννιάτικη Ακρόπολη του 1895, όπου δηµοσιεύονται απόψεις λογίων µε αφορµή την εορτή των Χριστουγέννων, διατυπώνει µια απροσδόκητη κρίση για τη δράση του Ιησού απέναντι στην πατρίδα του, την Ιουδαία:
Αν δεν εγοήτευε το πνεύµα η αφέλεια των λόγων του και δεν εκολάκευε τον άνθρωπον πάσχοντα η άµετρη συµπάθειά του, ο Χριστός δεν θα είχεν έως σήµερα άλλη στην ιστορία θέσι παρά του προδότου. Σ’ εποχή που ο Ισραήλ Μεσσίαν εζητούσε, της πατρίδος ελευθερωτήν, αυτός ονειροπόλος σπουδάζει να σύρη τη φλογερή νεολαία του στους ουρανούς, αντί να την τινάξη καταστρεφτική επάνω στις Ρωµαϊκές λεγεώνες. Από την απάτριδα εκείνη πράξι του, σέρνεται άπατρις έως σήµερον ο µέγας Ισραήλ σ’ όλο το πρόσωπο της γης. Για τούτο στη µεγάλη αυτήν τραγωδία, ποτέ δεν µε συγκινεί ο πάσχων ήρωας. Το θαυµασµό και τη συµπάθειά µου πέρνουν τ’ άλλα πρόσωπα, οι Γραµµατείς και οι Φαρισαίοι. Αυτοί αγωνίζονται υπέρ βωµών και εστιών. Και ακόµη σήµερον, µετά δεκαενηά αιώνες από τότε, µόνο οι υπέρ βωµών κ’ εστιών αγωνιζόµενοι στεφανούνται
Και δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε δηµοσιεύσει τέτοιες βέβηλες θέσεις. Ανάλογες απόψεις είχε διατυπώσει και νωρίτερα, στις αρχές του 1892, όταν είχε επισκεφτεί το Βελεστίνο, την πατρίδα του εθνοµάρτυρα Ρήγα. Η συγκίνηση που νιώθει για τον τόπο γέννησης του Ρήγα είναι καταλυτική συγκριτικά µε τη γέννηση του Ιησού:
Τί έχει να κάµη η φάτνη της Βηθλεέµ απέναντι της κοίτης ενός εθνοµάρτυρος; Ο Χριστός εκήρυξε το Ευαγγέλιόν του δι’ όλον τον κόσµον. αλλ’ ο Ρήγας εκήρυξε το ιδικόν του διά τον δούλον εθνισµόν. Ο Χριστός είχε εις τα στήθη του ολόκληρον την ανθρωπότητα. και ο Ρήγας είχεν εις τα ιδικά του στήθη µίαν µεγάλην Πατρίδα, δεσµευµένην, τυπτοµένην, εξηυτελισµένην. Ο Χριστός έκραζεν εις τον νεκρόν Λάζαρον εγείρου, και ο Ρήγας έλεγε το αυτό εις ολόκληρον νεκρόν λαόν. και η φωνή τού στέντωρος ηκούσθη και ο νεκρός ανέστη άνευ θείας τινός συµπράξεως, παρά διά των ασµάτων του µόνον. Ας συλλογίζωνται άλλοι ότι είνε άνθρωποι και α ς λατρεύουν τον σωτήρα του κόσµου. εγώ θέλω να είµαι µόνον ο αναστάς Έλλην και τιµώ και δοξάζω τον αναστήσαντά µε!…
Αλλά και αργότερα τις ίδιες απόψεις επαναλαµβάνει, µε αφορµή τον επετειακό εορτασµό της 25ης Μαρτίου. Στο εορταστικό φύλλο της εφ. Εστία το 1901 δηµοσιεύει το κείµενο «Ο ναός µου», όπου εµφανίζει την περσόνα του, τον Πέτρο Αβράµη, να δηλώνει τα εξής:
«Όταν κάποτε σκεφθώ –πολύ σπάνια ευτυχώς– πως αποτελώ κ’ εγώ µέρος της ανθρωπότητος, γονατίζω µπροστά στη γλυκειά και ήρεµη µορφή του Ιησού, τη µορφή που µιλεί τρανολάλητα το “αγαπάτε αλλήλους”. Γονατίζω, φιλώ ταπεινά την εσθήτα της Μητρός Του και δοξάζω τους Αποστόλους Του, οι οποίοι µε τη σακκούλα στον ώµο και το ραβδί στο χέρι εγύρισαν τον κόσµο και υπέφερον τα µύρια για την αγάπη της ανθρωπότητος και του διδασκάλου των.
Όταν όµως συλλογισθώ –και αυτό συχνώτερα– ότι είµαι Έλληνας, µόνον τότε η µορφή του Ιησού χάνεται µπροστά στην αρρενωπή κορµοστασιά του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου. Η Παναγία σβύνει µπροστά στη Μπουµπουλίνα, και οι Απόστολοι µπροστά στους Μάρτυρας της Επαναστάσεως. Και νοµίζω πως δεν έχω άδικο. Σαν Έλληνας, λατρεύω εκείνους που αµέσως και µόνον για την πατρίδα µου εµαρτύρησαν. Ας γένη Ελλάς η ανθρωπότης όλη, και τότε να δοξάσω και όλους τους µάρτυράς της.
Αν κατορθώσω ποτέ ―α, τι όνειρο― αν κατορθώσω ν’ αποχτήσω κ’ εγώ µόνιµη κατοικία, µέσα της θα κάµω ένα ναό ―τον Ναό µου. Γύρω της θα βάλω εικονίσµατα― δικά µου προσκυνητάρια. Και θα είνε προσκυνητάρια µου οι αρµατωλοί, εκείνοι οι τραχείς κάτοικοι των βουνών που µε το καρυοφύλι επάλαιβαν εναντίον της δουλείας του Γένους. Θα είνε οι ταπεινοί ρασσοφόροι που µέσα στα ερηµοκκλήσια τους έσµιγαν τους ιερούς ψαλµούς µε τα τραγούδια της ελευθερίας. Θα είνε οι ακούραστοι πολεµισταί του εικοσιένα που εσκοτώθηκαν, εσουβλίσθηκαν, εψήθηκαν ζωντανοί, εκατακοµµατιάσθηκαν, εγυµνώθηκαν, ατιµάσθηκαν για τη δόξα και το µεγαλείον της Πατρίδος.
Και ανάµεσα σ’ αυτούς θα κρεµάσω ένα άλλο εικονοστάσι, εικονοστάσι πρωτάκουστο.Γύρω τριγύρω κορνίζα γαλανόλευκη και το βάθος του αδειανό. Αδειανό για τους ξένους, για µένα ολόγιοµο σαν το φεγγάρι. Και θ’ ατενίζω πρώτα τις µορφές τις γνώριµες. Μα θα λιβανίζω έπειτα τις άγνωστες µορφές, τ’ άγραφα και τ’ αµνηµόνευτα ονόµατα εκείνων που παράµερα εµαρτύρησαν. Εκείνων που εµαρτύρησαν, κ’ εκείνων που θα µαρτυρήσουν ακόµη για την αποκατάστασιν του Γένους µας. Πόσοι θα είνε, κανείς δεν τους ξέρει. Μα τους φαντάζοµαι πως θα είνε άµετροι…»
Την άνοιξη του 1896, εν µέσω του έξαλλου εθνικού ενθουσιασµού για τη νίκη του µαραθωνοδρόµου Σπύρου Λούη, αντιτίθεται στη λατρεία της ταχύτητας και του τσαρουχιού του νικητή και σχολιάζει καυστικά τη στάση της ελληνικής κοινωνίας, επειδή έτσι αποδείκνυε την ανωριµότητά της:
Λαοί και άτοµα την πρόοδό τους σηµειώνουν µε τα ιδανικά και τα σύµβολά τους. Τη γοργότητα των ποδιών και τη βάναυση ρώµη, τον βαρύν όγκο των σαρκών καθώς και τα πηχιαία κόκκαλα µόνο ο πρωτογενής και βάρβαρος άνθρωπος εδόξασε κ’ εθεοποίησε. Μόνο εκείνου που ο αδρανής και απολιθωµένος ακόµη νους, δεν είνε ικανός να κεντηθή από άλλες λεπτότερες εντυπώσεις, να δεχθή άλλες υψηλότερες εκπλήξεις, εκπλήττεται εµπρός στο βάναυσο και το χυδαίο κ’ εκείνο ανακηρύττει ιδανικό του και σύµβολο.
[… ] Άρα ο ελληνικός λαός, τόσο ξετρελλαµένος τόρα για τη νίκη του Μαρουσιώτη Μαραθωνοδρόµου, τόσα καίοντας στα ποδάρια του θυµιάµατα και τόσο πιστεύοντας µ’ εκείνα να καταπλήξη τον κόσµο, δεν µαρτυρεί άλλο παρά πως ένδοξα επέρασε στο βρεφικό του στάδιο. Στα ποδάρια ακόµη βρίσκεται, στα ποδάρια! Η εξωτερική του όψις, τα φορέµατά του, οι τρόποι του. οι τέχνες και οι επιστήµες. οι τίτλοι και τ’ αξιώµατα, όλα κάθοντ’ επάνω του πρόσθετα και ξένα, χωρίς να έχουν καµµία σχέσι, χωρίς να φέρνουν καµµία ενέργεια στον εσωτερικόν άνθρωπο, στο µαλλιαρό και αναίσθητο χτήνος. Κάθοντ’ επάνω του είτε περνούν απ’ εµπρός του σαν τα γοργόφτερα πουλιά, σαν τα γαλάζια κύµατα του αιθέρος, που δεν σηµειώνουν καµµία στο γιαλί του παραθυριού µου εντύπωσι.
Ώστε οι δύο τρεις κραυγές που ακούσθηκαν µέσα στον τρελλό θόρυβον απελπισµένες κ’ ήθελαν να κοπάσουν τον θόρυβον αυτόν, δεν εσκέφθηκαν φαίνεται καθόλου τον σιδηρένιο νόµο της εξελίξεως. Επροτιµούσαν φαίνεται να ιδούν τον ελληνικό λαό να χαιρετίζη τη βάναυσην ύλη αλλά και να προσκυνή το πνεύµα και το αίσθηµα. Αυτά όµως είνε υψηλά ένστικτα και προϋποθέτουν λαό που ακολούθησεν όλα της εξελίξεως τα στάδια. Ο ελληνικός λαός όµως, µόνος του ετρανολάλησε τόρα µε τους άρχοντάς του και µε τους προύχοντάς του, ότι βρίσκεται ακόµη στο πρώτο του στάδιο. Σύµβολό του έκαµε τα ποδάρια. Αργότερα, µετά αιώνας αιώνων αν ζήση, ακολουθόντας το φυσικό και απαράβατο νόµο, θα φτάση και στηνκαρδία και στο κεφάλι ακόµη.
Και τότε θα δοξάση το πνεύµα.
Ας χαρή τόρα το νέο του σύµβολο!
Κατά τη διάρκεια επίσης των Ολυµπιακών Αγώνων, συνεχίζει να πηγαίνει κόντρα στο ρεύµα αποτελώντας µια παράφωνη νότα µέσα στο ενθουσιαστικό κλίµα από τις νίκες των ελλήνων αθλητών και σε άλλο άρθρο του («Ο Νάρκισσος», Εστία 16.4.1896) χλευάζει τον ναρκισσισµό των Ελλήνων για τις άχρηστες (για τα εθνικά ζητήµατα) νίκες των αθλητών και τονίζει ότι οι έλληνες θεατές κανονικά θα έπρεπε να χαίρονται µόνο για τη νίκη του αθλητή Καρασεβνταλή στη σκοποβολή, αφού µόνο αυτό το άθληµα/εξάσκηση θα ήταν χρήσιµο για την απελευθέρωση των αλύτρωτων περιοχών. Φυσικά ούτε αυτές οι θέσεις έµειναν χωρίς αντίδραση από το κοινό της εποχής. Αν δεν µας διαφεύγουν πάντως στοιχεία από τον σύγχρονο τύπο, οι βιβλιογραφηµένες αντιδράσεις εναντίον του Καρκαβίτσα είναι λίγες και σχετικά ήπιες συγκριτικά µε τις αιρετικές και βλάσφηµες απόψεις που διατυπώνει. Ένας αναγνώστης της εφ. Καιροί (υπογράφει µε το ψευδώνυµο «Υµέτερος Ξ». ο Γ. Βαλέτας τον ταυτίζει χωρίς τεκµήρια µε τον εκδότη της εφηµερίδας Πέτρο Κανελλίδη8) στέλνει εκτενέστατες επιστολές ύστερα από τη δηµοσίευση των απόψεων για τον Ιησού και για τον Λούη (30.12.1895 και 15.4.1896). Η εφηµερίδα δηµοσιεύει ένα µικρό τµήµα από την καθεµία, όπου εκφράζεται η αντίθεση για τα «βλάσφηµα παραληρήµατα του εγκεφάλου»9 του Καρκαβίτσα για τον Ιησού και για τον Λούη, και όπου αποτυπώνεται το εχθρικό κλίµα που είχε δηµιουργηθεί εναντίον του συγγραφέα από τµήµατα της ελληνικής κοινωνίας και του αναγνωστικού κοινού, που εξέφραζαν και τους φιλοχριστιανούς και τους αρχαιολάτρες:
Αξιότιµε κύριε,
Ο κ. Καρκαβίτσας επί τη εορτή των Χριστουγέννων εδηµοσίευσεν εν τη «Ακροπόλει» βλασφηµίαν κατά της πίστεως. Εκλήθη τότε το νόσηµά του Ντελίριουµ τρέµενς, από του οποίου δεν εθεραπεύθη δυστυχώς, ως παρετήρησα µετά θλίψεως. Επωφεληθείς τους Ολυµπιακούς αγώνας ύβρισεν εν τη «Εστία» την πατρίδα του, παρεγνώρισεν, ηλιθίως, µά την αλήθειαν, τον σκοπόν των Ολυµπιακών αγώνων και των σωµατικών ασκήσεων.
[… ] Παρέθεσα τα ανωτέρω µετ’ αηδίας διά να αποφύγω λόγους περιττούς, καταστήσω σέ πρόδηλον πού υπάρχει η κτηνωδία, περί της οποίας ο Καρκαβίτσας ούτος οµιλεί. Ο νους του, παράλυτος και συντετριµµένος, έχει πολλήν αναλογίαν προς την γλώσσαν, την οποίαν µεταχειρίζεται, την ουδαµού υπάρχουσαν, και η λογική του προσήκει µόνο εις κτήνη αληθή και εις παράφρονας. Τούτου ένεκα ο άνθρωπος δεν δύναται να συλλάβη ιδέαν τής θαυµατουργού επιρροής των σωµατικών ασκήσεων επί τε των ατόµων και των λαών, ουδέ τής από τούτων σωµατικής ευρωστίας, ήτις εµπνέει την ιδέαν του καλού και του κάλλους, εντείνει δε υπερόχως τον νουν, την βούλησιν και τα προτερήµατα και προάγει θαυµασίως τον πολιτισµόν. Κρίνει ο άνθρωπος, ότι η σωµατική ευρωστία και δύναµις ανήκει εις τα κτήνη και τιµάται υπό των αγρίων λαών, απαίδευτος δε ων, ως φαίνεται, µέχρι βαθµού ανδραποδώδους, δεν ανοίγει τα στραβά του ή δεν έχει µάτια όπως διακρίνη, ότι η υπερφυής τέχνη, η υπέροχος διάνοια και ο λαµπρότατος πολιτισµός των ηµετέρων προγόνων, ήτοι των αρχαίων Ελλήνων, βάσιν έσχε και θεµέλιον τας γυµναστικάς ασκήσεις του σώµατος και τον κότινον των Ολυµπιακών αγώνων.
Οι προκλητικές θέσεις του Καρκαβίτσα δεν σταµατούν εκεί. Είναι γνωστό ότι στον Ζητιάνο (που δηµοσιεύτηκε πρώτα ως επιφυλλίδα στην εφ. Εστία την άνοιξη του 189611) περιγράφει µε µελανά χρώµατα και εντυπωσιακή σκληρότητα τους κατοίκους του θεσσαλικού κάµπου. Τους παρουσιάζει σαν κτήνη άβουλα και υποτακτικά, στο γονιδίωµα των οποίων έχει εγγραφεί η δουλοσύνη της τουρκικής κατάκτησης, και άρα είναι άξιοι της µοίρας τους να υποστούν την πλήρη εκµετάλλευση από τον τετραπέρατο Τζιριτόκωστα. Τον Απρίλιο του 1901, µε αφορµή τα αποκαλυπτήρια του αγάλµατος του Κολοκοτρώνη στην οδό Σταδίου, διατυπώνει µια εριστική άποψη για τον πιο διάσηµο οπλαρχηγό του Επανάστασης (υιοθετεί στην πραγµατικότητα αντίστοιχες απόψεις του άγγλου ιστορικού Finley), κόντρα στο ρεύµα εθνικοπατριωτικού ενθουσιασµού που κυριαρχεί στα σχετικά µε την περίσταση δηµοσιεύµατα:
Ο Θ. Κολοκοτρώνης είνε, νοµίζω, η περιεργότερη φυσιογνωµία του Εικοσιένα. Όχι γιατί δεν βρέθηκαν και άλλοι ανώτεροι και ίσοι του. Αλλά γιατί αυτός είχε µέσα του όλα τα προτερήµατα και όλες τις αδυναµίες όλων µαζί των άλλων. Ήτο πολύτροπος. Περισσότερο κοµµατάρχης παρά πολεµιστής. περισσότερο τερτιπλής παρά ήρωας. περισσότερο δηµοκόπος παρά επιβλητικός. Σωστός διαβολάνθρωπος. Πότε µε µύθους, πότε µε καραγκιοζιλίκια, πότε µε δάκρυα και µικροκακοµοιριές και πότε µε θρασύτητα κατώρθωνε να κερδίζη την εµπιστοσύνη µεγάλων και µικρών και να τους παίζη στα χέρια του σαν νευρόσπαστα.
Ποτέ δεν επήγε να σµίξη τον κίνδυνο –πολεµικό είτε πολιτικό κίνδυνο– µούτρο µε µούτρο αλλά πάντα το γύρω-γύρω. ποτέ δεν έρριξε κάτω τον αντίπαλο µε γερά µπράτσα. αλλά πάντα µε διπλοποδιές. Και αν εκαταλάβαινε από πριν πως ούτε οι διπλοποδιές θα τον ωφελούσαν, έφευγεν επίτηδες για να µη κινδυνέψη την δηµοτικότητά του. Είχε όµως πάντα και την παροιµία πρόχειρη για να δικαιολογήση στον κόσµο το φέρσιµό του αυτό. Σε όλη του τη ζωή βοήθηµά του είχε τον νου και ποτέ το χέρι του. Ενσάρκωση του Μωραϊτισµού δεν ηθέλησε ν’ αφίση ποτέ το Μωρηά του, όπως το ψάρι τα νερά.
Ο ακριβοδίκαιος ιστορικός θα εύρη και σ’ αυτόν τις κηλίδες. Αλλά κηλίδες έχει και ο ήλιος. Όµως ο ήλιος είνε απαραίτητος για τη ζωή και τη συντήρησι του κόσµου. Έτσι και ο Κολοκοτρώνης, µε όλες τις κηλίδες του ήτον στα χρόνια εκείνα η µεγαλίτερη δύναµη της επαναστάσεως και από τους κυριώτερους δηµιουργούς της ελευθερίας µας.
Η αιρετική στάση του Καρκαβίτσα καλύπτει, µε διάφορες αφορµές, σχεδόν όλη την περίοδο της ζωής του, αλλά δεν επαρκεί ο χώρος εδώ για να καταγραφούν όλες οι περιπτώσεις. Θα µπορούσα να συνεχίσω µε πολλά ακόµη παραδείγµατα, π.χ. την αιρετική του άποψη απέναντι στους εθνικούς ευεργέτες («Εθνικοί ευεργέται», εφ. Εστία, 31.5.1896: «Τα χτίρια δεν την ωφελούν. τα Στάδια τίποτε δεν της προσθέτουν. Αν δεν της δίνουν όπλα δεν είνε παιδιά της αληθινά και µεγαλόψυχα. […] Δεν είνε όχι εθνικοί ευεργέται. είναι πλειοδόται της δόξης των µόνον»), την επίθεση εναντίον της αυταρχικής πατριαρχικής οικογένειας, όπου ο άντρας είναι απόλυτος αφέντης της γυναίκας («Ισχυρόν φύλο», εφ. Εστία, 24.1.1897), την πικρή ειρωνεία µε την οποία περιγράφει τις πολιτικές δοσοληψίες στο στράτευµα («Ο γάµος της Ασήµως», εφ. Εστία, 29.3.1892. αναδηµοσιεύεται µε τον τίτλο «Ο αποσπασµατάρχης» στις Παλιές αγάπες), την ένταση µε την οποία επικρίνει τον αρχαϊσµό στον Αρχαιολόγο (1903/1904), την ένστασή του, στα 1911, εναντίον της διάδοσης των σοσιαλιστικών ιδεών σε µια περίοδο κατά την οποία οι ιδέες αυτές ανθούν και θάλλουν (ο ίδιος µάλιστα έχει πυκνή αλληλογραφία µε τον σοσιαλιστή Κ. Χατζόπουλο). Τότε δίνει συνέντευξη στην εφ. Αθήναι και δέχεται ερώτηση για τον σοσιαλισµό και το µέλλον του, και ενώ δεν διαφωνεί µε αυτή την πολιτική ιδεολογία, υποστηρίζει ότι είναι πρώιµη για τον ελληνισµό, επειδή
προ παντός άλλου εγώ σήµερον λογαριάζω την Ελλάδα και τους υποδούλους της και εν όσω η Ελλάς είνε εις την κατάστασιν αυτήν φρονώ, ότι δεν επιτρέπεται να σπείρωνται τοιαύται ιδέαι, αι οποίαι τείνουν να καταστρέψουν την ιδέαν της πατρίδος. Η Ελλάς έχει υποχρεώσεις να οργανωθεί ως κράτος ισχυρόν, (το οποίον πιστεύω ότι δεν θα το καταφέρη ποτέ,) διά να ελευθερώση και τους άλλους υποδούλους
Η αντιρρητική και κόντρα στο ρεύµα στάση του Καρκαβίτσα είναι διαρκής και τον συνοδεύει µέχρι το τέλος της ζωής του, µε ακριβό κάποιες φορές τίµηµα, όπως ήταν ο κατ’ οίκον περιορισµός και η εξόρισή του ως αντιβενιζελικού.
Είναι όµως ώρα να δοκιµάσουµε µια ερµηνεία αυτής της αντιρρητικής στάσης, που έρχεται σε βαθιά ρήξη µε αντιλήψεις, πεποιθήσεις και παγιωµένα ιδεολογήµατα της ελληνικής κοινωνίας.
Μια αναµφισβήτητη ερµηνευτική γραµµή για πολλές από τις αιρετικές απόψεις του είναι –το έχουν επισηµάνει ορθά οι µελετητές του Καρκαβίτσα– η αθεράπευτη πατριδολατρία του, ο µεγαλοϊδεατισµός του και η µόνιµη έγνοια του για την απελευθέρωση των υπόδουλων περιοχών και την ένταξη των αλύτρωτων στο ελλαδικό κράτος.14 Γι’ αυτό και ο Καρκαβίτσας δεν συµπαθεί τους κατοίκους του θεσσαλικού κάµπου. υποτάχθηκαν στον Τούρκο και δεν αγωνίστηκαν για την αποτίναξη του ζυγού του, όπως αντίθετα έπραξαν οι αγωνιστές στα βουνά (αυτό διαπνέει ολόκληρο το κείµενο «Η πατρίς του Ρήγα», που αναφέραµε παραπάνω). Από εκεί έλκει την προέλευσή της και η λατρεία που έχει προς τα βουνά (σύµβολα εθνικής αντίστασης και ελευθερίας) και η απέχθεια για τον κάµπο (συνδεδεµένος µε την υποταγή). Είναι αποκαλυπτικό ως προς αυτή την κατεύθυνση ένα απόσπασµα από επιστολή που στέλνει από την ορεινή Άµπλιανη της Ρούµελης στον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο, στις 23.5.1895:
[… ] Υποθέτω πως η κοιτίς των προγόνων µου τα βουνά ήσαν και αλλοιώς δεν ηµπορώ να εξηγήσω τη λατρεία µου σ’ αυτά και την απέχθειά µου στον κάµπο.
Το δεύτερο που πρέπει να έχουµε υπόψη είναι η βαθιά του επίδραση από το θετικιστικό πνεύµα της εποχής, από τον επιστηµονικό υλισµό που κυριάρχησε στο δεύτερο µισό του 19ου αιώνα, αυτό που ευρύτερα χαρακτηρίζεται ως «δαρβινικό κείµενο».16 Κατά πάσα πιθανότητα όµως ο Καρκαβίτσας δεν επηρεάστηκε τόσο (ή µόνο) από τις θεωρίες του Δαρβίνου αλλά από το έργο ενός άλλου διανοητή, εξίσου διάσηµου στην εποχή του αλλά σχετικά λησµονηµένου σήµερα, του Ludwig Büchner (1824-1899). Ειδικότερα φαίνεται να δέχτηκε βαθιά επίδραση από τις απόψεις που ο γερµανός διανοητής διατυπώνει στο Kraft und Stoff (Τυβίγγη 1855). Η εµβληµατική αυτή µελέτη του Büchner συνοψίζει και επιβάλλει τις βασικές θέσεις του επιστηµονικού υλισµού που κυριάρχησε στη Γερµανία του 19ου αιώνα (εκφράστηκε κυρίως από τους Ludwig Feuerbach, Karl Vogt, Jacob Moleschott κ.ά.), η οποία µεταφράστηκε και στα ελληνικά το 1882 από τον Ανδρέα Φαρµακόπουλο17 και φαίνεται πως είχε µεγάλη απήχηση ιδιαίτερα στους σπουδαστές των φυσικών επιστηµών, αν κρίνουµε, τουλάχιστον, από την εκτενή αναφορά που κάνει σε αυτό το έργο στην αυτοβιογραφία του ο Γρηγόριος Ξενόπουλος.18 Ο Ξενόπουλος (φοιτητής λίγο αργότερα της φυσικοµαθηµατικής σχολής) αναφέρει ότι δανείστηκε το βιβλίο από τον λίγο µεγαλύτερο σε ηλικία «φοιτητή των Φυσικοµαθηµατικών» Νικόλαο Μοντσενίγο και περιγράφει την ανάγνωσή του ως σοκαριστική «αποκάλυψη», που τον καθόρισε για µεγάλο διάστηµα. Φοιτητής των θετικών επιστηµών (από την ιατρική σχολή αποφοίτησε) ήταν και ο Καρκαβίτσας, άρα το πιθανότερο ήταν πως είχε έρθει σε επαφή µε το «πολύκροτο βιβλίο του Μπύχνερ» (κατά τον χαρακτηρισµό και πάλι του Ξενόπουλου).
Στη µελέτη αυτή ο Büchner, πέρα από την ακράδαντη πίστη του στην επιστηµονική ερµηνεία του κόσµου (κόντρα στις µεταφυσικές ερµηνείες), διατυπώνει απόψεις που τις συναντούµε επίµονα στα πεζά του Καρκαβίτσα: τη σκληρότητα και την «ανηθικότητα» της φύσης, την ύπαρξη πανίσχυρων φυσικών νόµων στους οποίους υπόκειται και ο άνθρωπος, την καθοριστική επιρροή του φυσικού περιβάλλοντος στη διαµόρφωση (σωµατική και συµπεριφορική) των κατοίκων και άλλα πολλά.19
Συνδυάζοντας, συνεπώς, τον αµείωτο πατριωτισµό του Καρκαβίτσα και την πιθανότατη επίδρασή του από τις υλιστικές (και αθεϊστικές) απόψεις του Büchner (αλλά και άλλων δαρβινικών και µεταδαρβινικών επιστηµόνων), µπορούµε να κατανοήσουµε καλύτερα τις βλάσφηµες θέσεις του για πρόσωπα της χριστιανικής θρησκείας (όπως αυτές που παρουσιάστηκαν παραπάνω), αλλά και να διαγνώσουµε καθαρότερα τις συνολικότερες προθέσεις του Καρκαβίτσα στη Λυγερή, στον Ζητιάνο και σε άλλα έργα του, που ανοίγουν το πεδίο και σε συµφραζόµενα ευρύτερα από στενές νατουραλιστικές λογοτεχνικές επιδράσεις.
Έχουµε ακόµη τη δυνατότητα να κατανοήσουµε και ειδικότερα χαρακτηριστικά του, όπως, π.χ., την εµµονή του να περιγράφει µε στερεότυπα τους κατοίκους των διαφορετικών περιοχώ ν της Ελλάδας, ανάλογα µε τον τόπο στον οποίο ζουν. Αρκούν λίγα παραδείγµατα σχετικά µε το πώς παρουσιάζει τους κατοίκους του θεσσαλικού κάµπου. Η υποτίµηση του Καρκαβίτσα προς τους Καραγκούνηδες του θεσσαλικού κάµπου είναι διάχυτη στο έργο του. Η άµεση εµπειρία του από την πεδινή Θεσσαλία προέρχεται από τη σύντοµη διαµονή του ως γιατρού στη Λάρισα, από την 1.6.1891 ώς τον Σεπτέµβριο του ίδιου χρόνου, αφού στις 5.10.1891 προσλήφθηκε ως υγειονοµικός γιατρός στο ατµόπλοιο «Αθήναι». Κατά το διάστηµα που διαµένει στη Θεσσαλία γνωρίζει το µεγαλύτερο τµήµα της, µε συνεχείς µετακινήσεις στον Κίσσαβο, στα Τρίκαλα, στα Φάρσαλα, στο Βελεστίνο κ.α. Και τις εντυπώσεις του τις καταγράφει σε αρκετά κείµενα, λογοτεχνικά, ταξιδιωτικά και λαογραφικά, τα οποία δηµοσιεύει στην εφηµερίδα Το Άστυ και στο περιοδικό Εστία. Σε όλα αυτά τα κείµενα ο Καρκαβίτσας παρουσιάζει τα πρόσωπα που συναντά ή πλάθει µε στερεότυπα σχετιζόµενα µε τον τόπο της καταγωγής τους και την επίδραση που ο τόπος άσκησε στον χαρακτήρα τους, αποδεικνύοντας έτσι τις οφειλές του στο θετικιστικό πνεύµα της εποχής του και στις θεωρίες του Büchner. Έτσι, δεν είναι τυχαίο ότι ο τίτλος του πρώτου µέρους του Ζητιάνου στη δηµοσίευσή του στην εφ. Εστία ήταν «Κάθε τόπος και άνθρωπος» (στην αυτοτελή έκδοση το µετέτρεψε σε «Το συναπάντηµα»). Ενώ, συνδυάζοντας την έµµονη ιδέα του για την ανάγκη εθνικών αγώνων και την απέχθειά του για τον κάµπο, που κατά την αντίληψή του ώθησε τους κατοίκους στην εθνική υποταγή, µπορούµε να κατανοήσουµε από πού πηγάζουν οι χαρακτηρισµοί του για το «επτοηµένον ήθος του» των Καραγκούνηδων και για το «το ζωώδες ύφος»20 των γυναικών του κάµπου καθώς και άλλους πολλούς παρόµοιους που συναντούµε στον Ζητιάνο.
Βιβλιογραφία
Καρκαβίτσας, Ανδρέας: Άπαντα, τόµ. 1-4. Παρουσίαση Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος. Εισαγωγή- επιµέλεια Νίκη Σιδερίδου. Αθήναι, εκδ. οίκος, Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, 1973.
Καρκαβίτσας, Α.: Τα άπαντα. Αναστύλωσε και έκρινε Γ. Βαλέτας, τόµ. 1-5. Αθήναι, εκδ. οίκος Χρήστος Γιοβάνης, 1973.
Σιδερίδου, Νίκη: «Η βιβλιογραφία Α. Καρκαβίτσα». Αθήνα 1973 (ανάτυπο από τα Άπαντα, τόµ. 4).
«Επιστολαί προς το “Άστυ”. Τα Κράβαρα του κ. Καρκαβίτσα». Εφ. Το Άστυ, 21.1.1891.
Ξ., Υµέτερος: «Παράνοια και παραλογισµός». Εφ. Καιροί, 30.12.1895.
Ξενόπουλος, Γρηγόριος: «Η ζωή µου σαν µυθιστόρηµα. Αυτοβιογραφία», Άπαντα, τόµ. 1. Αθήνα, Μπίρης, 1958: 55-363.
Παλαµάς, Κωστής: «Οι Μαζανιέλοι». Εφ. Το Άστυ, 22.2.1899.
Πολίτη, Τζίνα: «Δαρβινικό κείµενο και Η Φόνισσα του Παπαδιαµάντη (Πρόταση ανάγνωσης)», Συνοµιλώντας µε τα κείµενα. Αθήνα, Άγρα, 1996: 155-181.
Σταυροπούλου, Έρη: «Ανδρέας Καρκαβίτσας», στη σειρά Η παλαιότερη πεζογραφία, τόµ. 8. Αθήνα, εκδ. Σοκόλη, 1997: 174-217.
«Τρέλλας συµπτώµατα». Εφ. Καιροί, 15.4.1896.
Büchner, Louis: Δύναµις και ύλη. Κοινωφελείς µελέται επί της φυσικής και φιλοσοφικής ιστορίας µεταγλωττισθείσαι υπό Ανδρέου Π. Φαρµακοπούλου Σπουδαστού της εν Παρισίοις Ιατρικής Σχολής. Αθήνησι, εκ του τυπογραφείου των «Νέων Ιδεών», 1882.