/Ο Αλέξης Μινωτής εξομολογείται…

Ο Αλέξης Μινωτής εξομολογείται…

Ο Αλέξης Μινωτής μιλάει για τον Μινωτή. Και όσα έχει να πει για τον εαυτό του συμβαίνει, από νωρίς και για πολλά συνεχόμενα χρόνια, να συνδέονται άρρηκτα με την τέχνη που υπηρέτησε με πάθος: το θέατρο. Αυτό άλλωστε φανερώνει και ο τίτλος του βιβλίου «Ο ηθοποιός».

Ηταν ο σκηνοθέτης και ηθοποιός που σφράγισε με το έργο αλλά και την προσωπικότητά του την ιστορία του ελληνικού θεάτρου, την ίδρυση και την πορεία του Εθνικού Θεάτρου, την εξέλιξη του αρχαίου δράματος.

Σ’ αυτό το βιβλίο μιλάει για τα παιδικά του χρόνια, την αγάπη για την ποίηση και αργότερα για το θέατρο, το πρώτο του ξεκίνημα στη σκηνή. Θυμάται ρόλους και παραστάσεις, τα χρόνια της Αμερικής, επιτυχίες, εξομολογείται τις σκέψεις του για το θέατρο, την εμπλοκή του κοινού, τη σκηνοθεσία και την ηθοποιία.

Ξεδιπλώνει τις ιδέες του για την τραγωδία τονίζοντας την πνευματική αξία αυτών των κειμένων, καθώς και την άποψή του για τη χρήση του αρχαίου θεάτρου της Επιδαύρου. Και βέβαια η σύντροφός του στη σκηνή και στη ζωή, η μεγάλη Κατίνα Παξινού, είναι πάντα παρούσα. Μιλάει ακόμα για τον τρόπο δουλειάς του Κάρολου Κουν πάνω στο αρχαίο δράμα, προσέγγιση που έβρισκε «καθαρά θεατρική, αλλά ελάχιστα πνευματική».

Ο Αλέξης Μινωτάκης γεννήθηκε στα Χανιά στις 8 Αυγούστου 1898. Μετά την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο διορίζεται υπάλληλος στην Τράπεζα Αθηνών, μετέπειτα Εθνική Τράπεζα, των Χανίων. Το 1921 έρχεται στην Αθήνα και αρχίζει να εμφανίζεται ως ερασιτέχνης ηθοποιός με διάφορους θεατρικούς θιάσους. Η αγάπη του για τις τέχνες τον φέρνουν σε σύγκρουση με τον πατέρα του και αναγκάζεται να περικόψει το επίθετό του σε Μινωτής. Γρήγορα συμμετέχει σε παραστάσεις ως επαγγελματίας ηθοποιός σε περιοδείες στην επαρχία με τους θιάσους Βεάκη και Νέζερ. Θα προσληφθεί από τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη και το 1925 κάνει την πρώτη του μεγάλη επιτυχία στο έργο «Πόλεμος» του Αρτζιμπάσεφ.

Ο αυτοδίδακτος Μινωτής εξελίσσεται σ’ έναν σπουδαίο καλλιτέχνη του θεάτρου, διαγράφει μια καριέρα διεθνούς ακτινοβολίας, αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους πρωταγωνιστές του Εθνικού Θεάτρου -με την ερμηνεία του στον «Αμλετ» του Σέξπιρ το 1939 χαρακτηρίζεται από τους Αγγλους κριτικούς ως ο καλύτερος Αμλετ των τελευταίων πενήντα χρόνων παγκοσμίως.

Επαιξε όλους τους πρωταγωνιστικούς ρόλους από την τραγωδία και το κλασικό ρεπερτόριο μέχρι την όπερα, τη φάρσα, την κωμωδία: «Ιούλιος Καίσαρ», «Αμλετ», «Δον Κάρλος», «Ιβάν ο τρομερός», «Πέερ Γκιντ», «Μάκβεθ», «Βασιλιάς Λιρ», «Βρυκόλακες», «Πατέρας» κ.ά.

Η σύνδεσή του με τον ρόλο κάθε φορά ήταν για τον ίδιο μια προσωπική περιπέτεια αποκάλυψης, όπως γράφει:

«Υπάρχουν ρόλοι που έχουν εξομολογητικό χαρακτήρα σε σχέση με την ανθρώπινη προσωπικότητά μας. Τολμώ να υποπτεύομαι πως ιδιοσυγκρασιακά διαθέτω κάτι από τη σεξπιρική σύσταση και το τραγικό πνεύμα των αρχαίων Ελλήνων. Παίζοντας τον Αμλετ είχα διακρίνει μια συγγένεια του ηρώα με τον δικό μου ψυχισμό κι αυτό γιατί -επιτρέψτε μου να σας εξομολογηθώ πως- δεν υποκρινόμουν αλλά ήμουν μέχρι δακρύων ειλικρινής σ’ όλη την πορεία της παράστασης ή και των παραστάσεων».

Το 1940 παντρεύεται την Κατίνα Παξινού και μαζί εμφανίζονται στο Βασιλικό Θέατρο που δημιουργούν. Στα χρόνια της γερμανικής κατοχής φεύγουν στην Αμερική. Το 1946 συμμετέχει στην ταινία του Χίτσκοκ «Υπόθεση Νοτόριους» μαζί με τον Κάρι Γκραντ και την Ινγκριντ Μπέργκμαν. Την ίδια χρονιά συμμετείχε ακόμη στη ταινία «Chase» μαζί με τη Μισέλ Μοργκάν.

Το 1952 προσκαλείται με την Κατίνα Παξινού από το Εθνικό Θέατρο στην Αθήνα για έκτακτες εμφανίσεις, ενώ συγχρόνως συμμετέχει σε παραστάσεις τραγωδίας του Εθνικού Θεάτρου στη Νέα Υόρκη. Σκηνοθετεί «Οιδίποδα Τύραννο», «Εκάβη» (1955) και «Μήδεια» (1956) με ερμηνεύτρια την Κατίνα Παξινού, την «Αντιγόνη» (1956), με πρωταγωνίστρια την Αννα Συνοδινού, τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ», με πρωταγωνιστή τον ίδιο.

Το 1958 σκηνοθετεί στην Αμερική (Dallas Civil Opera) και στο Κόβεντ Γκάρντεν στο Λονδίνο την όπερα του Κερουμπίνι «Μήδεια» με τη Μαρία Κάλλας και ανεβάζει στο Μπροντγουέι την «Ηλέκτρα» με τη Μαρίκα Κοτοπούλη.

Το 1973 χάνει τη σύντροφό του στη σκηνή και τη ζωή. Εμεινε πίσω «χρεώστης», όπως λέει, να μοχθεί καλλιτεχνικά και «να δουλεύει στην άσβηστη μνήμη». Ο Μινωτής έβλεπε την πνευματικότητα καλλιτεχνικά αρτιωμένη και εκφρασμένη πάνω στην Κατίνα Παξινού: «Η δοκιμασία της μουσικής από την άλλη πλευρά την ολοκλήρωνε στον βαθμό που εγώ, που εργάστηκα τόσα πολλά χρόνια μαζί της, θα την ονόμαζα την κατ’ εξοχήν ηθοποιό της ψυχής». Και ομολογεί πως «σε επίπεδο καλλιτεχνικό και όχι αναγκαστικά και βιογραφικό, δεν μπορεί να γραφεί οτιδήποτε για μένα χωρίς ν’ αναφερθεί και η Κατίνα Παξινού».

Τελευταίος ρόλος στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου είναι το 1989 με τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» του Σοφοκλή, ένα θεατρικό αλλά και προσωπικό στοίχημα μιας ολόκληρης ζωής. Εναν χρόνο μετά την «ανάληψή» του από την ορχήστρα της Επιδαύρου ως Οιδίπους επί Κολωνώ, στις 11 Νοεμβρίου, ο Αλέξης Μινωτής, ο ηθοποιός, πεθαίνει. Και όπως γράφει ο ίδιος:

«Ο ηθοποιός είναι ο άνθρωπος που, μέσω του καθημερινού αλλά και συγχρόνως του συνειδητού μόχθου, αποκτά μια καλλιτεχνική σοφία η οποία πηγάζει από ψυχικούς κραδασμούς κι όχι από τη γοητεία μιας οσοδήποτε βαθιάς μελέτης […].

Μιλώντας για ηθοποιό εννοώ πάντοτε τον καλλιτέχνη που συνειδητοποιεί από τα έγκατά του το υλικό του και μπορεί έτσι να μεταδώσει στο κοινό την πεμπτουσία της ανάληψης π.χ. του Οιδίποδα στον Κολωνό στο τέλος της ομώνυμης τραγωδίας. Αναμφισβήτητα βέβαια κι ο καλύτερος ακόμη ηθοποιός προϋποθέτει τον ποιητή ή το συγγραφέα χωρίς τον οποίο δεν είναι παρά μίμος ή ρήτορας».

efsyn