Ο χολιγουντιανός πρωταγωνιστής του σινεμά, του έρωτα και της ζωής!
Την ώρα που ο ιρλανδός γίγαντας της υποκριτικής Πίτερ Ο’Τουλ παραμένει ο μεγάλος αδικημένος των Όσκαρ με τις 8 υποψηφιότητες και τις μηδενικές βραβεύσεις του, ο ουαλός συνάδελφός του έρχεται μόλις δεύτερος, με 7 υποψηφιότητες και ισάριθμες αποτυχίες!
Παρά το γεγονός ότι βοήθησε κι αυτός καθοριστικά στην καθιέρωση του Χόλιγουντ ως την παγκόσμια βαριά βιομηχανία του σινεμά, η Αμερικανική Ακαδημία δεν του το αναγνώρισε ποτέ, αν και λίγη σημασία θα έπαιζε αυτό για το βαρύ πυροβολικό της εγχώριας κινηματογραφίας.
Εφτά φορές λοιπόν υποψήφιος για Όσκαρ και δυο φορές παντρεμένος (και χωρισμένος) με την ίδια γυναίκα, τη σπουδαία Ελίζαμπεθ Τέιλορ, γράφοντας ένα θυελλώδες και μοιραίο love story που σπάνια έχουμε ξαναδεί στα παγκόσμια χρονικά, ο γιος του φτωχού ουαλού ανθρακωρύχου έμελλε να γράψει τη δική του ιστορία στο θέατρο και το μεγάλο πανί, αφήνοντας παρακαταθήκη μια σειρά από κλασικά πλέον φιλμ όπως «Ο Χιτώνας», «Η Κλεοπάτρα», «Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» και το αριστουργηματικό «Equus».
Η διασημότητα του μεγάλου πρωταγωνιστή καθορίστηκε τόσο από την έκλυτη προσωπική του ζωή (καταχρήσεις στα πάντα και απίστευτες σπατάλες, την ίδια ώρα που στο ημερολόγιο που κρατούσε για 44 χρόνια, από το 1939-1983, κάνει λόγο για πλάγιασμα με 3 διαφορετικές γυναίκες κάθε εβδομάδα για μισό αιώνα!) όσο και από τα αξιοσημείωτα υποκριτικά του χαρίσματα, καθώς κατάφερε να γίνει ένας από τους κορυφαίους σεξπιρικούς ηθοποιούς της Βρετανίας πριν καν κλείσει τα 27 χρόνια ζωής!
Με το τραχύ αρρενωπό του παρουσιαστικό, τον μαγνητισμό που απέπνεε στο θεατρικό σανίδι και τα κινηματογραφικά πλατό αλλά και την απαράμιλλη χροιά της φωνής του, «τόσο πλούσια και ακατανίκητη που έκανε ακόμα και την ανάγνωση μιας συνταγής για βραστό κουνέλι να μοιάζει με απαγγελία στίχων», όπως έγραφε το περιοδικό Time, ο Μπάρτον ήταν ένας πρωταγωνιστής ιδιαίτερος και επιβλητικός, αφήνοντας κληρονομιά περισσότερες από 40 ταινίες.
Για τους φίλους του ήταν ένας «σχολαστικός τελειομανής» αλλά και ένα «ταραγμένο πνεύμα», την ίδια στιγμή που για τον σκανδαλοθηρικό Τύπο παρέμενε ένας άνθρωπος κυνικός και αυτοκαταστροφικός. Περισσότερο όμως απ’ όλα, ήταν ένας άνθρωπος που λάτρεψε τη ζωή τόσο όσο και την υποκριτική…
Πρώτα χρόνια
Ο άντρας που θα έμενε γνωστός ως Ρίτσαρντ Μπάρτον γεννιέται ως Ρίτσαρντ Γουόλτερ Τζένκινς στις 10 Νοεμβρίου 1925 σε χωριό της Ουαλίας ως το δωδέκατο από τα δεκατρία παιδιά ενός πάμφτωχου ανθρακωρύχου που το είχε ρίξει στο ποτό και τον τζόγο για να ξεχνά την καταραμένη ανέχεια. Η φαμίλια χάνει τη μητέρα όταν ο Ρίτσαρντ ήταν μόλις 2 ετών και η κατά πολλά χρόνια μεγαλύτερη αδερφή του τον παίρνει στο σπίτι της, παρέχοντάς του την απαραίτητη θαλπωρή.
Ο μικρός βρίσκει καταφύγιο από τις δυσκολίες της ζωής στη λογοτεχνία και κυρίως στο σεξπιρικό έργο, το οποίο ξεκοκαλίζει ήδη από τα μικράτα του. Στο σχολείο δρέπει δάφνες τόσο στα μαθήματα όσο και στις ερασιτεχνικές παραστάσεις, κάνοντας τον δάσκαλό του και διευθυντή του σχολείου Φίλιπ Μπάρτον να τον πάρει υπό την προστασία του. Ο μέντοράς του θα τον μυήσει στο θέατρο και σε ένδειξη ευγνωμοσύνης ο Ρίτσαρντ θα υιοθετήσει το επίθετό του ως καλλιτεχνικό ψευδώνυμο όταν πρωτοανεβαίνει στο σανίδι ως παιδί-θαύμα της υποκριτικής.
Σύντομα, το 1943, τα απαράμιλλα υποκριτικά του χαρίσματα θα εξασφαλίσουν στο 18χρονο αγόρι υποτροφία για σεμινάρια ηθοποιίας στο φημισμένο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ενώ αργότερα θα υπηρετήσει τη θητεία του καταμεσής του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ως δόκιμος στη Βασιλική Αεροπορία…
Δύναμη πυρός στη θεατρική σκηνή
Ολοκληρώνοντας τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις το 1947, θα ξαναπιάσει τη θεατρική του καριέρα από κει ακριβώς που την είχε αφήσει: με όπλο τη φωνή και την υπέροχη ερμηνεία του, ερμηνεύει ρόλους του κλασικού ρεπερτορίου δίπλα στους κορυφαίους πρωταγωνιστές της βρετανικής σκηνής, κάνοντας ένα καλό θεατρικό όνομα. Ήξερε εξάλλου απέξω και ανακατωτά τον Σέξπιρ, έχοντας απομνημονεύσει εδάφια ολόκληρα από πολλές του τραγωδίες (κουβαλούσε πάντα στο σακίδιό του μια σειρά από δραματουργικά έργα του κορυφαίου θεατρικού συγγραφέα).
Σειρά έχει κατόπιν η ραδιοφωνική συχνότητα του BBC, στην οποία ερμηνεύει ρόλους και βγάζει τα πρώτα του χρήματα, κάτι που τον κάνει να ονειρεύεται την υποκριτική καριέρα. Το 1949 θα τον ανακαλύψει και το σινεμά, με τον Μπάρτον να κάνει το κινηματογραφικό του ντεμπούτο στο βρετανικό φιλμ «The Last Days of Dolwyn», για το οποίο οι κριτικές ήταν το λιγότερο διθυραμβικές στον εγχώριο βρετανικό Τύπο!
Την ίδια χρονιά, παντρεύεται την πρώτη από τις τέσσερις συζύγους του στον πρώτο από τους πέντε γάμους του! Η νεαρά ηθοποιός Sybil Williams του κλέβει την καρδιά, με το ζευγάρι να αποκτά τελικά δύο κόρες.
Η ταινία ωστόσο που είχε κάνει άρεσε πολύ στο χολιγουντιανό στούντιο Fox, το οποίο τον καλεί στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού για να πρωταγωνιστήσει ήδη από νωρίς στην καριέρα του σε μια από τις πλέον αξιοσημείωτες ταινίες του, στην «Ξαδέλφη μου Ραχήλ» (1952), η οποία θα του φέρει και την πρώτη υποψηφιότητα για Όσκαρ, τη μόνη μάλιστα για Β’ Ανδρικό Ρόλο…
Ακολουθεί την επόμενη χρονιά το βιβλικό έπος «Ο Χιτών» (1953), η πρώτη ταινία που γυρίστηκε με τη νέα τεχνική του σινεμασκόπ, για την οποία έλαβε άλλη μια υποψηφιότητα για χρυσό αγαλματίδιο…
Είναι πια μεγάλος πρωταγωνιστής του Χόλιγουντ και παινεύεται για τις τρομερές υποκριτικές του ικανότητες, παρά το γεγονός ότι ήταν (σχεδόν) αυτοδίδακτος! Τρία χρόνια αργότερα θα έρθει άλλη μια μεγάλη στιγμή του, όταν ενσαρκώνει τον «Μέγα Αλέξανδρο» (1956), αφήνοντας άπαντες με το στόμα ανοιχτό…
Ακολουθούν, με μικρότερη και μεγαλύτερη επιτυχία, μια σειρά ακόμα από ταινίες, αν και θα σταθούμε στο σπουδαίο βρετανικό φιλμ «Look Back in Anger» του 1959, την ταινία που υπενθύμισε στους συμπατριώτες του στην Ευρώπη τι μπορούσε να κάνει ο ουαλός πρωταγωνιστής στο μεγάλο πανί.
Στο περιθώριο των γυρισμάτων, επέστρεφε πάντα στη Βρετανία για να ερμηνεύει σεξπιρικό ρεπερτόριο στους κορυφαίους λονδρέζικους θιάσους Old Vic και Royal Shakespeare, την ίδια στιγμή που εμφανίστηκε σε πάμπολλες παραγωγές και στο νεοϋορκέζικο Μπρόντγουεϊ, γράφοντας μια από τις πιο χρυσές σελίδες της αμερικανικής θεατρικής σκηνής…
Ο μοιραίος έρωτας με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ
Ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1960 όταν ο Μπάρτον γνώρισε τη συνάδελφό του στα πλατό της ακριβότερης παραγωγής που είχε δει ποτέ ο κόσμος, της πολυδάπανης «Κλεοπάτρας» (1963).
Ο Μπάρτον δεν περιλαμβανόταν μάλιστα στο αρχικό καστ και προσλήφθηκε την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή ως Αντώνιος για να αντικαταστήσει τον Stephen Boyd.
Ο Μπάρτον είχε έρθει στο γύρισμα έπειτα από τρομερό ξενύχτι και δεν μπορούσε να παίξει, καθώς τα χέρια του έτρεμαν και η λαλιά δεν έβγαινε από το στόμα του, όπως ανακαλούσε η Τέιλορ. Εκείνη λοιπόν του έφερε την κούπα με τον καφέ στα χείλη και οι δυο τους κοιτάχτηκαν. Κοιτάχτηκαν καλά και αυτό ήταν όλο! Αμφότεροι παντρεμένοι εκείνη την εποχή, επιδόθηκαν σε ένα παθιασμένο ειδύλλιο σαν να μην υπήρχε αύριο, κάτι που έφερε τη μήνη της συντηρητικής κοινωνίας, ακόμα και την κατακραυγή του Βατικανό.
Τίποτα όμως δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στον ανεπανάληπτο δεσμό και το βασιλικό πλέον ζευγάρι του Χόλιγουντ μετατρέπεται στους μεγάλους αγαπημένους του σκανδαλοθηρικού Τύπου για τις επόμενες δεκαετίες. Αφού χώρισαν από τα στεφάνια τους, οι δυο τους παντρεύτηκαν στις 15 Μαρτίου 1964 τόσο εκτός οθόνης όσο και εντός σινεμά, αφού το δίδυμο θα έκανε 11 ταινίες μαζί, στις οποίες περιλαμβάνονται τα αριστουργηματικά «Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» (1966) και το «Ημέρωμα της Στρίγγλας» (1967). Η «Βιρτζίνια Γουλφ» έφερε υποψηφιότητες για Όσκαρ και στους δύο πρωταγωνιστές, αν και μόνο η Τέιλορ θα έφευγε τελικά από την τελετή απονομής με το χρυσό αγαλματίδιο στο χέρι. Ο Μπάρτον είχε βέβαια τα εκατομμύρια από τους ρόλους του να παρηγορείται.
Εκατομμύρια που ξόδευε πλέον αφειδώς για τα μάτια της καλής του. Από τα εξαντλητικά ημερολόγια του Μπάρτον μάθαμε ότι η Τέιλορ ήταν «η ακριβή μου αγάπη». Κυριολεκτικά! Στις 30 Σεπτεμβρίου 1967 της αγόρασε ένα ολόκληρο τζετ: «Κόστισε 960.000 δολάρια. Δεν μπορώ να πω ότι δεν χάρηκε», σημειώνει. Δύο μήνες μετά δώρισε στην πανευτυχή «Ε», όπως την αποκαλεί στο ημερολόγιό του, το περίφημο διαμαντένιο δαχτυλίδι των 69,42 καρατίων, αυτό που έκλεψε την τελευταία στιγμή από τον Ωνάση σε δημοπρασία και έμεινε στην Ιστορία ως το «Διαμάντι Τέιλορ-Μπάρτον», το οποίο όπως μαθαίνουμε τους παραδόθηκε «συνοδεία ένοπλων φρουρών».
Πέρα από την προσωπική του ευτυχία και τις κινηματογραφικές επιτυχίες του, ο Μπάρτον επιστρέφει ανελλιπώς στο Μπρόντγουεϊ για να ερμηνεύει τον λατρεμένο του Άμλετ, την ίδια στιγμή που απολαμβάνει για άλλη μια φορά διθυραμβικές κριτικές για τον σπουδαίο «Μπέκετ» (1964), τον «Κατάσκοπο που Γύρισε από το Κρύο» (1965) και την «Άννα των Χιλίων Ημερών»…
Είναι η χρυσή εποχή της καριέρας και της ζωής του, αν και δεν έμελλε να μακροημερεύσει…
Διαζύγιο, ξαναπαντρειά και κατοπινά χρόνια
Όπως γράφει και στο ημερολόγιό του, όταν το ζευγάρι έπαιξε στο «Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» ερμήνευε στην πραγματικότητα τους εαυτούς του. Τον Μάρτιο του 1967 περιγράφει τους τελευταίους 6-8 μήνες με την Τέιλορ ως «εφιάλτη»: «Είμαι υπεύθυνος για το μισό και η Ελίζαμπεθ για το υπόλοιπο. Ξύνουμε ο ένας τις πληγές του άλλου, έτσι ώστε να μη μας απομένει παρά ο χωρισμός», ενώ δυο αράδες πιο κάτω τονίζει: «Είμαστε δεμένοι με ατσάλι». Κι έτσι καταφεύγει στο ποτό και τις καταχρήσεις για να γλιτώσει από τις δυσκολίες της προσωπικής του ζωής, με το ήδη και εδώ μια τετραετία αποξενωμένο ζευγάρι να παίρνει χωριστούς δρόμους το 1974.
Αν και η μοίρα δεν είχε πει ακόμα τον τελευταίο της λόγο: οι δυο τους ξαναβρίσκονται, ερωτεύονται και πάλι και ξαναπαντρεύονται το φθινόπωρο της επόμενης χρονιάς (1975) στην Μποτσουάνα(!), μόνο και μόνο για να χωρίσουν τον αμέσως επόμενο χρόνο (1976), αν και αυτή τη φορά οριστικά: «Έχω υπάρξει ασυνήθιστα τυχερός στη ζωή μου αλλά η μεγαλύτερη τύχη απ’ όλες ήταν η Ελίζαμπεθ (…) Είναι η μόνη που μπορεί να ανεχτεί τις ανεπάρκειές μου και τα μεθύσια μου, είναι ένας πόνος στο στομάχι όταν βρίσκομαι μακριά της και με αγαπάει». Αλλά και αλλού: «Δεν μπορώ να πάρω τα χέρια μου από πάνω της», «είναι το παντοτινό μου one night stand», «είναι όμορφη πέρα και πάνω από το πιο ιδανικό πορνογραφικό όνειρο»…
Την επόμενη χρονιά (1976) παντρεύτηκε το μοντέλο Suzy Hunt (χώρισαν το 1982), πρώην γυναίκα του πρωταθλητή της Formula 1, James Ηunt, αν και πλέον ήταν ξεκάθαρο ότι δεν ήταν παρά σκιά του καλού του εαυτού.
Παρά ταύτα, συνέχισε τις εμφανίσεις του στο σινεμά καθ’ όλη τη δεκαετία του 1970, με αξιοσημείωτα φιλμ της περιόδου τα «Villain» (1971), «Brief Encounter» (1975) και «Εξορκιστής II» (1977), την ίδια στιγμή που προτάθηκε για το έβδομο Όσκαρ της καριέρας του το 1977 για τον κλασικό ρόλο του ψυχίατρου στο εμβληματικό «Equus».
Το 1980, ο Μπάρτον επέστρεψε και πάλι στη θεατρική σκηνή της Νέας Υόρκης, αν και η παράσταση έμελλε να κοπεί πριν της ώρας της καθώς ο ίδιος έπαιρνε πια φάρμακα για τον πόνο στη σπονδυλική στήλη που τον ταλαιπωρούσε και δεν μπορούσε να στέκεται όρθιος για πολύ.
Αφού υποβλήθηκε σε επιτυχημένη εγχείρηση, επέστρεψε στο σανίδι, στο πλάι μάλιστα του μεγάλου του έρωτα Ελίζαμπεθ Τέιλορ, για την οποία έγραψε στο ημερολόγιό του: «Πιθανότατα καμία γυναίκα δεν κοιμάται με τόση παιδική ομορφιά όση η λατρεμένη μου, η δύστροπη και ανυπόφορη πρώην γυναίκα μου».
Η τελευταία ταινία που έκανε ο Μπάρτον ήταν το «1984», η κινηματογραφική μεταφορά του κλασικού βιβλίου του Τζορτζ Όργουελ.
Το συκώτι του είχε ήδη αρχίσει να διαμαρτύρεται από το 1970 και έντεκα χρόνια μετά η κίρρωση το είχε καταστρέψει ανεπανόρθωτα. Το τέλος πλησίαζε, καθώς από τον πατέρα του κληρονόμησε όπως φαίνεται την έφεση στο αλκοόλ. Ο μεγάλος πρωταγωνιστής χτυπήθηκε από εγκεφαλικό επεισόδιο στο ησυχαστήριό του στην Ελβετία και έφυγε από τη ζωή στις 5 Αυγούστου 1984, σε ηλικία 58 ετών.
Στο πλευρό του ήταν η τέταρτη σύζυγός του, η δημοσιογράφος Sally Hay, καθώς και τα τέσσερα παιδιά του: οι δύο κόρες, Kate και Jessica, που απέκτησε από τον πρώτο του γάμο, η κόρη της Τέιλορ από προηγούμενο γάμο, Elizabeth «Liza» Todd, που υιοθέτησε ο Μπάρτον και άλλη μια κόρη που υιοθέτησαν από κοινού με την Τέιλορ, τη Maria.
Σε μια από τις τελευταίες του καταχωρίσεις στο μακροσκελές ημερολόγιό του διαβάζουμε: «Προσπαθώ να ξεφύγω από το ποτό. Οι γιατροί μου κάνουν συνέχεια τεστ αίματος και προσπαθούν να με ταΐσουν. Είμαι χάλια και δείχνω διαβολικός. Αλήθεια, πρέπει να σταματήσω να πίνω από εδώ και πέρα. Ίσως μόνο ένα ποτήρι κρασί με το βραδινό». Δεν το έκοψε ποτέ…