Στην Αθήνα του 19ου αιώνα ο παλαιότερος ανδριάντας είναι του Έλληνα πρίγκιπα της Μολδοβλαχίας, γενικού επιτρόπου της Αρχής της Φιλικής Εταιρείας Αλέξανδρου Υψηλάντη (1792-1828), ο οποίος βρίσκεται στο προβληματικό σήμερα Πεδίον του Άρεως, μπροστά από το ναό των Ταξιαρχών. Το μνημείο αυτό έχει τη μικρή ιστορία του που δεν είναι τόσο πολύ γνωστή. Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.
Ο θάνατος
Η ευγενέστερη και ποιητικότερη μορφή του ελληνικού επαναστατικού αγώνα πέθανε από υδρωψία του στήθους και του καρδιακού θυλακίου, άγαμη, στο πανδοχείο An der goldenen Birne (Στη Χρυσή Αχλαδιά) της Βιέννης στις 19/31 Ιανουαρίου 1828, μέρα σημαδιακή για την αναγνώριση της αυτονομίας της χώρας μας και τον ρόλο σε αυτήν του Ιωάννη Καποδίστρια.
Ενταφιάστηκε στις 2 Φεβρουαρίου 1828, αρχικά στο καθολικό τμήμα του νεκροταφείου Sanκt Marx, νοτιοανατολικά της Βιέννης, όπου βρίσκεται ο τάφος του Mozart και τάφοι παλιών ελληνικών οικογενειών, ανάμεσα στις οποίες και στενών συνεργατών του Ρήγα. Μετά από την παρέλευση εξαμήνου, η σορός του Υψηλάντη μεταφέρθηκε και ενταφιάστηκε στο ελληνορθόδοξο τμήμα του νεκροταφείου.
Μόλις ο αδελφός του Δημήτριος πληροφορήθηκε τον θάνατο του Αλέξανδρου, τέλεσε μνημόσυνο στις 15 Μαΐου 1828 στο πρώτο Στρατόπεδο Μεγάρων, που το διοικούσε ο ίδιος. Με φροντίδα του άλλου αδελφού του Γεωργίου Υψηλάντη (1795-1846), μνημόσυνο τελέστηκε επίσης στην Αθήνα, στον τότε καθεδρικό ναό της Αγίας Ειρήνης, στις 3 Απριλίου 1843.
Ο καθηγητής Φιλοσοφίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών αρχιμανδρίτης Νεόφυτος Βάμβας (1776-1855) στον επιμνημόσυνο λόγο του είπε ότι ο Γεώργιος είχε μεταφέρει μαζί του από τον ναό του Αγίου Γεωργίου της Βιέννης και την καρδιά του Αλέξανδρου, σύμφωνα με την εντολή του να μεταφερθεί και το σώμα του στην πατρίδα! Η καρδιά φυλάχθηκε στην Αγία Ειρήνη, ώσπου, αμέσως μετά από το 1859, να μεταφερθεί στον ναό των Ταξιαρχών της οδού Στησιχόρου, παρεκκλήσιο του Αμαλίειου Ορφανοτροφείου για κορίτσια, με τη φροντίδα της χήρας του Γεωργίου Μαρίας Υψηλάντη (1802/10-1862).
Στις 18 Φεβρουαρίου 1903 έγινε μετακομιδή των οστών του Αλέξανδρου Υψηλάντη από το νεκροταφείο Sankt Marx στον τάφο Σίνα-Υψηλάντηδων, στη Rappoltenkirchen, από την οποίαν έχουν καταλήξει στην Αθήνα. Το ανάκτορο Σίνα-Υψηλάντηδων είναι έργο του Δανού Theophil von Hansen (1813-1891), του αρχιτέκτονα που ο βαρόνος Σίμων Γ. Σίνας (1810-1876) είχε επιλέξει για να του αναθέσει και την Ακαδημία Αθηνών. Το ανάκτορο αυτό δεν ανήκει πλέον σήμερα στην οικογένεια Υψηλάντη, εκποιημένο από τον Αλέξανδρο Εμμ. Υψηλάντη τον τρίτο (1907-1994).
Ο ανδριάντας
Έργο ανυπόγραφο, ο ανδριάντας του Αλέξανδρου Υψηλάντη αποδίδεται στον κλασικιστή γλύπτη της Ακαδημίας Αθηνών Λεωνίδα Δρόση (1834-1882), χρονολογημένο γύρω στο 1869 και ευρισκόμενο αρχικά στο προαύλιο του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου. Όσο μπορεί κανείς να ελέγξει, καμία αναφορά στον ημερήσιο ή περιοδικό Τύπο της Αθήνας δεν έχει εντοπιστεί που να μετατρέπει την απόδοση αυτή σε βεβαιότητα.
Κατά την παράδοση, το σχέδιο του μνημείου έγινε το 1842 από τον Δανό αρχιτέκτονα Christian Hansen (1803-1883). Υπάρχει, όμως, και η πληροφορία που είχε δώσει η πριγκίπισσα Μαρία Υψηλάντη (†1964), χήρα του μεγάλου σταβλάρχη των βασιλέων Κωνσταντίνου (1914-17) και Γεωργίου Β’, καθώς και ιδρυτή της Ενώσεως Ελλήνων Φασιστών (1922), πρίγκιπα Θεόδωρου Γρ. Υψηλάντη (1881-1943).
Την ίδια πληροφορία έδωσε και ο πρίγκιπας Αλέξανδρος Εμμ. Υψηλάντης (1904-;), γιος του Εμμανουήλ Γρ. Υψηλάντη (1877-1940) και ανιψιού του Θεόδωρου Γρ. Υψηλάντη. Σύμφωνα με αυτούς ο Θεόδωρος φρόντισε το 1917 για τη φιλοτέχνηση μαρμάρινου μαυσωλείου στη Βιέννη και για τη μεταφορά του στην Ελλάδα, προκειμένου να φιλοξενήσει τα οστά του Αλέξανδρου Υψηλάντη.
Υλοποιήθηκε τότε μόνον το δίκην σαρκοφάγου τετράπλευρο βάθρο, σε διαφορετικό από τον ανδριάντα μάρμαρο, στο κάτω μέρος του, πάνω στο οποίο εκείνος εδράζεται; Ίσως στο γεγονός της μεταφοράς του μνημείου στην Ελλάδα οφείλεται και η απώλεια της υπογραφής του γλύπτη, αν δεν την αποδώσουμε σε συνεργασία του με μαθητές του, όπως ο Ιωάννης Καρακατσάνης (1857-1906) και ο Γεώργιος Ξενάκης (1864-1911). Αυτοί είχαν ολοκληρώσει, μετά από τον θάνατό του, έργα τα οποία είχε αναλάβει ο Δρόσης, όπως τους ανδριάντες του Ιωάννη Βαρβάκη στο Ζάππειο το 1884, του Σωκράτη και του Πλάτωνα στην Ακαδημία Αθηνών το 1885.
Το μνημείο φέρει από τη μία πλευρά του το οικόσημο του Υψηλάντη, με το βόδι, σύμβολο της Μολδαβίας και των κτήσεών της, και τον αετό, σύμβολο της Βλαχίας και της ηγεμονίας της. Στην άλλη πλευρά φέρει το οικόσημο του Ιερού Λόχου, με τον αναγεννώμενο φοίνικα, τον σκούφο και τα διακριτικά του Ιερού Λόχου, τη σημαία και το σπαθί. Το οικόσημο του Υψηλάντη, που επείχε και θέση της σφραγίδας του, όπως τη βλέπουμε στη Συλλογή της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας Ελλάδος, έχει αποτυπωθεί και στην επιτοίχια πλάκα του στη Rappoltenkirchen, στα περίχωρα της Βιέννης, όταν έγινε το 1903 η μετακομιδή των οστών του εκεί.
Η θέση του ανδριάντα στο προαύλιο του ΕΜΠ δεν ήταν η τιμητικότερη για τέτοιο μνημείο. Είχε ήδη πέσει θύμα βανδαλισμού στη μύτη του, που σήμερα έχει αποκατασταθεί. Έτσι το 1927 ο Νίκος Βέλμος (1890-1930) γράφει σε τεύχος του περιοδικού του Φραγκέλιο: «Καταγγέλλουμε, κι ας μας καταγγείλουνε, πως πλάι στον απόπατο του Πολυτεχνείου είναι ένα μνημείο του Δρόση του Α. Υψηλάντου. Δεν φτάνει ότι το ‘χουνε εκεί που το ‘χουνε κείνοι που διδάσκουνε την καλλιτεχνία μα και του σπάσανε τη μύτη. Κι όμως αφτό το θεόρατο μνημείο αξίζει».
Το 1929 στο λήμμα του για τον Δρόση στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαιδεία ο καθηγητής της Πλαστικής στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας Θωμάς Θωμόπουλος (1875-1937) αποδίδει στη λεζάντα φωτογραφίας του μνημείου τον άνδρα όχι ως Αλέξανδρο, αλλά ως τον νεότερο αδελφό του, πρόεδρο του Βουλευτικού Σώματος και στρατάρχη, αρχιστράτηγο των στρατευμάτων της ανατολικής Ελλάδος Δημήτριο Υψηλάντη (1794-1832).
Η απόδοση αυτή δεν δικαιολογείται ούτε από τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά ούτε από τη στρατιωτική ενδυμασία του νεκρού. Το 1936 ο δημοσιογράφος Δημήτριος Καλλονάς, σε άρθρο του στην εφημερίδα Η Βραδυνή μάς πληροφορεί για την απόκρουση της μύτης του ανδριάντα, η οποία σήμερα έχει συμπληρωθεί. Το 1994 το μνημείο επλήγη πάλι, αυτήν τη φορά με μαύρο μαρκαδόρο στο μέτωπο, στα μάτια και στον τελαμώνα, αποκτώντας χροιά μακάβριου κιτς…
Τα πρότυπα
Για τη μορφή του Αλέξανδρου Υψηλάντη βάση είναι η προσωπογραφία του από τον Ζακυνθινό ζωγράφο Διονύσιο Τσόκο (1820-1862), έργο στη Συλλογή της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας Ελλάδος. Το μοτίβο του κοιμώμενου-νεκρού το συναντάμε σε ταφικά μνημεία Ευρωπαίων γλυπτών κατά τον 19ον και τον 20όν αιώνα. Ρεαλιστικό το βλέπουμε στα ταφικά μνημεία του προτελευταίου βασιλιά του Ανόβερου Ερνέστου-Αύγουστου, δούκα του Κούμπερλαντ, το 1852 (από το 1855 σε μαυσωλείο στο Βερολίνο), έργο του Γερμανού Christian Daniel Rauch (1777-1857), από το Μουσείο Rauch στην Εθνική Πινακοθήκη του Βερολίνου. Επίσης, του Abbé Miroy το 1872, έργο του Γάλλου René de Saint-Marceaux (1845-1915), στο βόρειο νεκροταφείο της Reims. Ακόμα του Victor Noir το 1890, έργο του παρομοίως Γάλλου Jules Dalou (1838-1902), στο νεκροταφείο Père Lachaise του Παρισιού.
Θα μπορούσε ο Δρόσης, συνδεδεμένος με τη Γερμανία μέσω του πατέρα του, του μουσικού και κατασκευαστή μουσικών οργάνων Karl von Dörsch, να είχε υπόψη του το ταφικό μνημείο που φιλοτέχνησε ο Rauch, γεγονός που ενισχύουν και τα μορφολογικά δεδομένα. Tο ίδιο μοτίβο του κοιμώμενου-νεκρού απαντά, ρεαλιστικά δοσμένο πάλι, σε δύο τάφους στην Κάτω Γαρούνα της Κέρκυρας το 1903 και στο Δημοτικό Νεκροταφείο της Κέρκυρας το 1915, έργα του αυτοδίδακτου Κερκυραίου γλύπτη Στέφανου Καρδάμη.
Σημειώνουμε και το ρεαλιστικό ταφικό μνημείο του πληγωμένου θανάσιμα από ταύρο Ισπανού ταυρομάχου Manolete (Manuel Laureano Rodríguez Sánchez, 1917-1947), έργο του Ισπανού γλύπτη Amadeo Ruiz Olmos (1913-1993) το 1951 στο νεκροταφείο της Nuestra Señora de la Salud στην Κόρδοβα.
Στην Ελλάδα
Το 1964 γιορτάστηκαν στην Αθήνα τα 150 χρόνια από τη σύσταση της Φιλικής Εταιρείας. Το πρωί της 25ης Οκτωβρίου 1964 εναποτέθηκαν τα οστά του στον μαρμάρινο ανδριάντα του μπροστά από τον ναό των Ταξιαρχών, παρεκκλήσιο του Ταμείου Προνοίας Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου Ελλάδος, τέως Ταμείου Ασφαλίσεως Κληρικών Ελλάδος (ΤΑΚΕ) και νυν ενταγμένου στο Ταμείο Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων.
Εψάλη δοξολογία στον ναό των Ταξιαρχών, εκφώνησε λόγο ο υφυπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Λουκής Ακρίτας (1909-1965), ενώ παρέστησαν απόγονοι του Αλέξανδρου Υψηλάντη, οι Θωμάς (1909-1966) και Γρηγόριος Εμμ. Υψηλάντης (1909-1975). Τα οστά μπήκαν σε λήκυθο που τοποθετήθηκε στο βάθρο κάτω από τον ανδριάντα. Το απόγευμα της ίδιας μέρας, σε δημόσια συνεδρία της Ακαδημίας Αθηνών, μίλησε ο Ηλίας Βενέζης (1904-1973) με θέμα «Το πάθος των Φιλικών».
Στις 24 Οκτωβρίου 1964 είχε προηγηθεί έκθεση κειμηλίων των Φιλικών από την Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία Ελλάδος στη μεγάλη αίθουσα του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου. Την έκθεση την είχε φροντίσει ειδική επιτροπή, η οποία συγκροτήθηκε επί τούτο με συμμετοχή του ιστοριοδίφη, ρέκτη ερασιτέχνη ιστορικού Ιωάννη Αλ. Μελετόπουλου (1903-1980), ο οποίος υπέδειξε και τον τόπο της νέας ταφής έξω από τον ναό των Ταξιαρχών στο Πεδίον του Άρεως.
Οπωσδήποτε ο Μελετόπουλος υπολόγισε στην πρότασή του τρία μνημεία: των ιερολοχιτών του 1821, έργο από το 1843, του υπολοχαγού του Πυροβολικού Αλέξανδρου Πραΐδη που έπεσε στην Κρήτη το 1866, και των πεσόντων στον Δομοκό το 1897, έργο από το 1901. Όλα είχαν στηθεί στον ίδιο χώρο στο Πεδίον του Άρεως.
Δημήτρης Παυλόπουλος