Ο Δημήτρης Πουλικάκος Διηγείται τις Ζωές του, από τα Στριπτιτζάδικα της Αγγλίας Μέχρι τα Μάταλα και τη Φυλακή, Μια ιστορική συνέντευξη στο VICE.
Μια συνέντευξη με τον «θείο Νώντα» για τη ζωή, την πολιτική, για τις δυο φορές που πήγε φυλακή και για τότε που σκέφτηκε να ρίξει LSD στη λίμνη του Μαραθώνα.
Αντώνης Ντινιακός
Είναι ο πρώτος που έμπασε LSD στην Ελλάδα λίγο μετά το χουντικό πραξικόπημα του ’67. Ήθελε να πετάξει τους κρυστάλλους στη λίμνη του Μαραθώνα για να τριπάρει ο λαός, αλλά εν τέλει «θυσιάστηκε» και τους κατανάλωσε ο ίδιος. Στη συνέχεια πέρασε κάποιους μήνες σε σπηλιά στα Μάταλα, έκανε δύο φορές φυλακή, έπαιξε ισότιμα δίπλα σε μύθους του ελληνικού ροκ, όπως ο Παύλος Σιδηρόπουλος, πρωταγωνίστησε σε επικά φιλμ και τηλεοπτικά σίριαλ. Ο «θείος Νώντας», στα 75 του χρόνια πια κι έχοντας ζήσει πολλές ζωές σε συσκευασία μιας, μάς διηγείται ιστορίες από την ορμητική διαδρομή του Δημήτρη Πουλικάκου.
VICE: Μεγάλωσες κοντά στην πλατεία Αμερικής. Πόσο διαφορετικά είναι τα χαρακτηριστικά εκείνης της Αθήνας σε σχέση με τη σημερινή;
Δημήτρης Πουλικάκος: Έτσι όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα, δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά. Βρισκόμαστε ξανά στο ’50. Αν ταξιδέψει κανείς στο εξωτερικό, καταλαβαίνει πως είμαστε μια μεσοανατολίτικη χώρα. Απλώς προσποιούμαστε τους σύγχρονους, τους εξευρωπαϊσμένους. Όμως, μια νοοτροπία, σκαλισμένη επί αιώνες, δεν μπορεί να αλλάξει ούτε μέσα σε 100, ούτε σε 50, ούτε σε 200 χρόνια. Και μη μου πείτε περί ελληνικού πολιτισμού. Έχουμε εμείς καμιά σχέση με τον ελληνικό πολιτισμό; Απλώς διαχειριζόμαστε τα αποκαΐδια του, όσα δηλαδή έτυχε να μείνουν όρθια. Αντί να χτίσουμε, πολιτισμικά, πάνω σε αυτήν την κληρονομιά, εμείς καθόμαστε και την κοιτάμε σαν μουσειακό είδος. Και στη μουσική, το ίδιο δεν συμβαίνει; Βάζεις μια νότα, για παράδειγμα, στο ρεμπέτικο ή στο δημοτικό τραγούδι από τζαζ ή μπλουζ και σου λέει ο άλλος «Τι κάνεις εκεί;». Λες και πρέπει να κρατάμε την παράδοση κλειδωμένη στα μουσεία μέσα σε προθήκες. Βλέπε, άκου, αλλά μην αγγίζεις. Αντί να πούμε πως η παράδοση είναι κάτι ζωντανό και κάθε γενιά πρέπει να προσθέτει το κατιτίς της. Διότι αν δεν προσθέτεις τίποτα, τότε είσαι ανύπαρκτος πολιτισμικά. Αυτή η βυζαντινού, τύπου Ράμφου, φιλοσοφία και νοοτροπία μόνο πίσω μας πάει.
«Ο Καραμανλής έλεγε ότι η Ελλάδα είναι ένα απέραντο φρενοκομείο, εγώ σήμερα θα το έλεγα ένα άσυλο ανιάτων, όπου όλοι είναι εναντίον όλων».
Μοιάζεις φουλ απογοητευμένος με την κατάσταση.
Κοίτα, το καλό είναι πως έχω καταφέρει να παρακολουθώ τις ειδήσεις και γενικώς τα τεκταινόμενα, σαν να βλέπω ταινία των Monty Python ή καμιά κωμωδία του Peter Sellers. Ο Καραμανλής έλεγε ότι η Ελλάδα είναι ένα απέραντο φρενοκομείο, εγώ σήμερα θα το έλεγα ένα άσυλο ανιάτων, όπου όλοι είναι εναντίον όλων σε ντελίριο.
Εσύ, σε αυτό το «όλοι εναντίον όλων», πού τοποθετείς τον εαυτό σου;
Εγώ τους αγαπάω όλους και τους βρίζω έναν-έναν ξεχωριστά. Διότι, δυστυχώς, μόνο τα ευρώ μας ενδιαφέρουν, ενώ ο κόσμος είναι διασκορπισμένος και κοιτάει ο καθένας το μαγαζάκι του. Άσε που έχουμε γεμίσει με επαναστάτες και ως εκ τούτου, η ίδια η επανάσταση έχει τρομάξει και έχει κρυφτεί. Θα τα πληρώσουμε όλα αυτά. Λυπάμαι που το λέω, αλλά δεν βλέπω τίποτα ρηξικέλευθο στις μέρες μας.
Έτρεφες ελπίδες όταν ανέβηκε στην εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ;
Όχι, υπό κανέναν δεν τρέφω ελπίδες, γι’ αυτό και είμαι αισιόδοξος. Είμαι 75 χρονών και έχω γνωρίσει από σφάχτες της Ομόνοιας μέχρι τον Καραμανλή. Ο Καραμανλής ήταν ξάδερφός μου – όσο ήταν με την Αμαλίτσα, κόρη της αδερφής του θείου μου του Παναγιωτάκη. Παλιά στις παρέες μας εμφανιζόταν ενίοτε και ο Πάγκαλος. Ιδιότροπος, αλλά έχει πλάκα με το χονδροειδή τρόπο του. Κι αυτά που λέει, μόνο αυτός και ο Βενιζέλος θα μπορούσαν να τα πουν. Το «Όλοι μαζί τα φάγαμε», μόνο κάποιος σαν τον Πάγκαλο θα μπορούσε να το ξεστομίσει, γιατί αυτό προϋποθέτει μια γουρουνίσια ιδιοσυγκρασία. Έχει ενδιαφέρον να σκεφτείς ότι ήταν κάποτε καθοδηγητής της Παπαρήγα. Αυτά δεν τα ξέρει αρκετός κόσμος και δεν είναι υποχρεωμένος να τα ξέρει.
«Στην Ελλάδα, ανεβοκατεβαίνουμε τη Σταδίου με ένα τσιγάρο στο στόμα και νομίζουμε πως κάνουμε αντίσταση».
Ο Αλέξης Τσίπρας, ως πρωθυπουργός, πώς σου φαίνεται;
Εδώ και καιρό κοιτάζω τον Τσίπρα και βλέπω απλώς τον Τεν-Τεν. Στο πρόσωπο του Τσακαλώτου βλέπω τον Μιλού, στου Πολάκη τον Καπετάν Χάντοκ, τον Βενιζέλο ως κακό Τάμπι με ολίγον από Γαργαντούα, τη Φώφη ως μις Πίγκι, την Καρβουνοπούλου/Διαμαντοπούλου ως μικρή Λουλού επί τα χείρω, τον Κούλη σαν τον Σέλντον από το Big Bang Theory και πάει λέγοντας. Προσπαθώ να τα βλέπω όλα σαν κόμικς, διότι διαφορετικά θα πρέπει να χτυπάω, κάθε μέρα, το κεφάλι μου στον τοίχο. Εδώ και κάμποσα χρόνια διαπράττεται μια γενοκτονία. Όχι μόνο στην Ελλάδα -γιατί έχουμε και την τάση να ομφαλοσκοπούμε. Τα ίδια γίνονται παντού.
Και πώς αντιστέκεται κανείς;
Υπάρχουν τρόποι, απλώς εμείς έχουμε εγκλωβιστεί στους ίδιους τρόπους που κυριάρχησαν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα ή, αν θες, του προπερασμένου. Και η τηλεόραση έχει πολύ μεγάλο ποσοστό ευθύνης, για το πώς είναι διαμορφωμένα πλέον τα μυαλά μας. Μας λένε για τη «βία», όμως δεν αναφέρονται στο πλαίσιο. Θα σου πω το επιχείρημα που είπα στον Βορίδη. Μπορώ να συγκρίνω τη βία που ασκεί η Ρώμη με την αντιβία του Σπάρτακου; Εφόσον βάζεις μια λαιμαριά στον άλλον, τότε και ο άλλος δεν έχει δικαίωμα να τη βγάλει, έστω και με βίαιο τρόπο; Όταν αφαιρείς το δικαίωμα να ζήσει ένας άνθρωπος, τι περιμένεις – να μην αντισταθεί; Βέβαια, στην Ελλάδα, ανεβοκατεβαίνουμε τη Σταδίου με ένα τσιγάρο στο στόμα, μουρμουρίζοντας τα συνθήματα και μετά γυρίζουμε σπίτι με τη συνείδηση μας ήσυχη, πιστεύοντας πως κάναμε αντίσταση. Σαν το click and donate των φιλάνθρωπων.
Ο ρόλος της Χρυσής Αυγής;
Η Χρυσή Αυγή βρίσκεται πότε χέρι με χέρι με τον Καρατζαφέρη και πότε με τη λαϊκίστικη πλευρά της Νέας Δημοκρατίας. Είναι θα έλεγα το τρίτο το μακρύτερο. Να τους εξαφανίσεις δεν μπορείς, όπως κι αυτοί δεν μπορούν να εξαφανίσουν εσένα. Πιστεύω ότι είναι λάθος ο τρόπος αντιμετώπισής τους. Σαν κάτι κυριούλες του ΣΥΡΙΖΑ που έβγαιναν στα πάνελ και γύριζαν την πλάτη στον Χρυσαυγίτη, αγνοώντας τον. Το θέμα είναι να μπορέσεις δημόσια να αποδομήσεις τα επιχειρήματά τους και αν είναι εφικτό με λαϊκό χιούμορ. Το χιούμορ σπάει κόκκαλα, αλλά δυστυχώς έχουμε χάσει την ικανότητά μας να το χρησιμοποιούμε.
Τα Εξάρχεια, πώς τα βλέπεις σήμερα;
Φθίνει το Εξάρχειο, υπάρχουν θέματα. Το σημαντικότερο είναι πως θέλουν να υποβαθμίσουν τη γειτονιά και να την αγοράσουν μπιρ παρά στο άμεσο μέλλον. Το όνειρο του Κούλη είναι να χτίσει Mall στην πλατεία.
«Θέλαμε, όταν έγινε το πραξικόπημα, να πάμε να ρίξουμε LSD στη λίμνη του Μαραθώνα».
Να πιάσουμε λίγο το παρελθόν; Πώς και παντρεύτηκες μικρός;
Μ’ αρέσουν τα σόου.
Η πρώτη γυναίκα σου ήταν Αγγλίδα;
Ναι, Αγγλίδα. Βέβαια, εδώ γνωριστήκαμε. Ζούσαμε τον χειμώνα στην Αγγλία και το καλοκαίρι Ελλάδα.
Στην Αγγλία πώς τα έβγαζες πέρα, εκείνα τα χρόνια;
Αλητεία και δουλειές του ποδαριού. Είχα βρει ένα στριπτιτζάδικο στο Σόχο που δούλευαν κάνα δυο Έλληνες και χώθηκα. Το αφεντικό ήταν Ιρλανδός. Άλλοτε καθόμουν έξω για να «ψήσω» κανά πελάτη, σαν τελάλης, άλλοτε άνοιγα την αυλαία – είχε την πλάκα του. Ήταν σαν μικρό θεατράκι. Στην Αγγλία τα στριπτιτζάδικα δεν είναι όπως στη Γαλλία που είναι πιο γκράντε. Ο Εγγλέζος θα μπει μέσα με τη λιγδιάρικη την καμπαρντίνα να τον παίξει λίγο, σαν να κάνει μπανιστήρι στην κοπέλα του διπλανού διαμερίσματος. Πού και πού είχε και κανένα εξωτικό νούμερο.
Άλλες δουλειές;
Είχαμε και ένα φορτηγάκι με κάτι φίλους και είχαμε βάλει μια αγγελία «We move anything, anywhere, anytime». Έρχονταν διάφοροι περίεργοι και τους πηγαίναμε στο Νότινχαμ, στο Μάντσεστερ, όπου να ‘ναι.
Ό,τι κι αν κουβαλούσαν πάνω τους;
Ναι, άμα χώραγε στο φορτηγάκι. «No questions asked».
Στο μεταξύ, έχεις περάσει ένα διάστημα και ως ιπτάμενος φροντιστής στην Ολυμπιακή – έτσι δεν είναι; Δυσκολεύομαι να σε φανταστώ.
Εγώ να δεις. Βασικά είχα μείνει χωρίς μία και εκείνη την εποχή, έδινε ένας φίλος εξετάσεις στην Ολυμπιακή. Λέω «Δε γαμιέται, πάω κι εγώ να δώσω». Τελικά με πήραν. Έκανα την εκπαίδευση, σκέφτηκα θα πάω και μερικά ταξιδάκια, δεν θα ‘ναι άσχημα. Αλλά δεν μου ταίριαζε η φάση, το στριπτιτζάδικο μου κόλλαγε καλύτερα.
Ξύρισες το μουστάκι ως φροντιστής;
Μπα, το ‘χα. Μετά το φανταριλίκι μόνο μια φορά το έκοψα, αλλά όταν κοιτάχτηκα στον καθρέφτη ήμουν ίδιος η μάνα μου, οπότε το ξανάφησα αμέσως.
Αυτή η ιστορία που σε θέλει να φέρνεις πρώτος LSD στην Ελλάδα, ισχύει;
Ναι, ξεκινήσαμε με έναν φίλο από Λονδίνο, με οτοστόπ, και σε κάποια φάση μας πήρε ένας Γάλλος που πήγαινε στο Παρίσι. Εκεί πετύχαμε κάτι άλλα φιλαράκια που έφευγαν για Αφγανιστάν και θα περνούσαν από Ελλάδα με ένα buick station και ένα τροχόσπιτο. Είχαμε μαζί κάμποσα πακετάκια με κρυστάλλους. Είναι γνωστή αυτή η ιστορία, μέχρι και ο Πανούσης την έχει πει χωρίς πολλές λεπτομέρειες. Θέλαμε, όταν έγινε το πραξικόπημα, να πάμε να τα ρίξουμε στη λίμνη του Μαραθώνα, αλλά μετά σκεφτήκαμε ότι οι φαντάροι κουβαλούν όπλα, άσε μην έχουμε τίποτα περίεργες καταστάσεις. Έτσι θυσιαστήκαμε και τα ήπιαμε εμείς.
Εκείνη την περίοδο είναι που κατέβηκες στα Μάταλα;
Ναι, βασικά μόλις έγινε το πραξικόπημα. Είχα φτάσει μια εβδομάδα νωρίτερα από Αγγλία, στις 14 Απριλίου. Στις 17, ήταν η συναυλία των Rolling Stones που μας πετροβολούσαν.
«Πέρα από τους χασικλήδες που μας έδεσαν παρέα, γνώρισα και παιδιά που σήμερα κατέχουν κυβερνητικές θέσεις».
Πριν πάμε στα Μάταλα, μια μικρή παρένθεση: τελικά χτύπησαν τον Jagger ή όχι; Έχω ακούσει κάμποσες παραλλαγές αυτής της ιστορίας.
Βασικά αυτός έδωσε ένα χαστούκι σε έναν μπάτσο. Βγήκε ένα παιδάκι με ένα γαρύφαλλο, τριαντάφυλλο, ένα λουλουδικό τέλος πάντων. Όλο παιδάκια ήταν, ακόμα με το κασκέτο με την κουκουβάγια, δεν είχε και τόσο κόσμο διότι υπήρξε μεγάλη τρομοκρατία πριν από τη συναυλία. Ξαφνικά όρμησαν 50 μπάτσοι πάνω του, να τον λιντσάρουν και ο Jagger κάτι τους φώναξε. Ο ένας απάντησε και ο Jagger τού έριξε ένα χαστούκι. Αυτό το είδα με τα μάτια μου. Η ιστορία βέβαια είναι σαν σπασμένο τηλέφωνο, κάποιος άλλος μπορεί να σου την πει διαφορετικά. Εγώ πάντως αυτό είδα, χωρίς να έχω πάρει LSD.
Η φάση στα Μάταλα πώς ήταν εκείνη την εποχή;
Πήγα με ένα ζευγάρι φίλων, μια κοπέλα Ελληνίδα και έναν Γάλλο, οι οποίοι έφυγαν την επόμενη μέρα. Απέναντι, που είναι τώρα τα μπαρ, τότε δεν υπήρχε τίποτα. Την έπεσα στο βουνό σε μια εσοχή που ήταν περίπου σαν σπηλιά, είχε δυο τοίχους και κάτι σαν πόρτα. Πήρα ένα στρωματάκι και χάζευα όλη μέρα τις σπηλιές απέναντι ήταν σα να παρακολουθείς μια πρωτόγονη προϊστορική κοινότητα. Άλλοι ανεβοκατέβαιναν, άλλοι μαγείρευαν, σκάλιζαν, χόρευαν. Συνολικά άραξα για ένα τετράμηνο. Δούλευα κιόλας στα χωράφια – πότε στα καρπούζια, πότε στα αμπέλια. Μέχρι και γαρμπίλι έχω κουβαλήσει για ενάμιση μήνα από μια παραλία, για να προεκτείνουμε ένα μόλο σε ένα χωριουδάκι. Τρελή δουλειά, από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου. Αυτή είναι η μόνη οικοδομική εργασία που έχω κάνει. Αρκούσε, εδώ που τα λέμε.
Έχεις κάνει δυο φορές φυλακή. Ψήνεσαι να μιλήσουμε καθόλου γι’ αυτό;
Δεν έχω θέμα, γνωστά είναι ούτως ή άλλως.
Σε παλαιότερη συνέντευξη είχες αποκαλύψει πως την πρώτη φορά που σε έπιασαν για «μαύρο», γιατρός στις φυλακές Αβέρωφ ήταν ο πατέρας σου.
Πράγματι, κάναμε ότι δεν ξέρουμε ο ένας τον άλλο. Θυμάμαι μάλιστα μπαίνοντας, μου λέει ένας αρχιφύλακας, «Τον γιατρό, τον Πουλικάκο, τι τον έχεις;» και απαντάω «Ποιον γιατρό;».
Δεν ήρθε ποτέ επισκεπτήριο;
Όχι. Μου έστελναν κανένα φαΐ αλλά δεν ήρθαν ποτέ. Δεν έχει όμως καμία σημασία. Τους αγαπάω και τους εκτιμάω όσο τίποτα – αν δεν τους εκτιμούσα, δεν θα εκτιμούσα ούτε τον ίδιο μου τον εαυτό. Όσες κόντρες και αν είχαμε, αυτοί με έκαναν (ως ένα σημείο) αυτό που είμαι.
«Είμαι Χατζιδακικός. Δεν μπορώ να πω ότι μου αρέσει ιδιαίτερα ο Θεοδωράκης».
Με τι κόσμο συναναστρεφόσουν μέσα;
Πέρα από τους χασικλήδες που μας έδεσαν παρέα και κάτι άλλους χασικλήδες από άλλες σπείρες, γνώρισα και τα παιδιά τότε του Ρήγα Φεραίου. Κάποιοι από αυτούς σήμερα βρίσκονται σε κυβερνητικές θέσεις και δεν το λέω απαξιωτικά. Έζησα από κοντά σχετικά τη διάσπαση του κομμουνιστικού κόμματος σε ΚΚΕ εξωτερικού και ΚΚΕ εσωτερικού, μετά την εισβολή της Σοβιετικής Ένωσης στην Πράγα. Επίσης μέσα είχε νταβατζήδες από την οδό Αθηνάς, μικροαπατεώνες, και φονιάδες, οι οποίοι ήταν λίγο πιο απόμακροι και εσωστρεφείς. Με όλους μιλούσα πάντως και είχα επαφές.
Μερικά χρόνια αργότερα βρέθηκες για δεύτερη φορά στη φυλακή. Μια ιδιαιτέρως περίπλοκη ιστορία.
Τι να σου πρωτοπώ τώρα. Εν ολίγοις, κατηγορήθηκα ως «σατανικός εγκέφαλος διεθνούς σπείρας εμπορίου ναρκωτικών». Ήταν μια χοντροκομμένη υπόθεση. Είχαμε χωρίσει με τη δεύτερη γυναίκα μου, τη μητέρα της κόρης μου, και εκείνη πήγε να παντρέψει κάτι φίλους στο εξωτερικό. Πέθανε στον ύπνο της από αναρρόφηση. Εγώ βρισκόμουν στην Ελλάδα. Τα πεθερικά μου με θεώρησαν υπεύθυνο για τον θάνατό της και με κατηγόρησαν. Ο Φάκος τότε, ένας σοβαρός εισαγγελέας, έκανε την πρότασή του βιβλίο και τη διένειμε στους νομικούς κύκλους. Η υπόθεση αυτή διδασκόταν -πιθανώς να διδάσκεται ακόμη- στη Νομική. Όλη η ιστορία τράβηξε πάνω από δέκα χρόνια και κάθισα έξι μήνες προφυλακισμένος καθώς ο ανακριτής ονόματι Βιταλιώτης, ο οποίος όλως τυχαίως ήταν συγχωριανός της τότε πεθεράς μου, επέμενε να προφυλακιστώ, παρότι διαφωνούσε ο εισαγγελέας. Μην τα πολυλογώ, απαλλάχθηκα με βούλευμα ως παντάπασιν αθώος έπειτα από δέκα ολόκληρα χρόνια τράβηγμα και απαγόρευση εξόδου από τη χώρα.
Πώς ήταν το πρώτο διάστημα έξω, μετά τη φυλακή;
Μου έδωσε δουλειά σχεδόν αμέσως, πάντα ως εξωτερικός συνεργάτης, ο Μάνος Χατζιδάκις στο Τρίτο Πρόγραμμα, ενώ τον επόμενο χειμώνα (σ.σ 1979) δούλεψα με τον Σαββόπουλο στον «Σκορπιό» στην Πλάκα.
Είχες πει κάποια στιγμή στο παρελθόν ότι «ούτε είμαι, ούτε ήμουν, ούτε θέλω να είμαι φίλος με τον Σαββόπουλο». Γιατί;
Δεν το λέω απαξιωτικά. Σέβομαι τον άνθρωπο και το έργο του. Πήρε απλώς έναν δρόμο που δεν είναι για μένα. Και σαν χαρακτήρες δεν ταιριάζουμε. Απλώς δεν μπορούμε να είμαστε φίλοι. Φιλικά γνωστοί, ναι.
«Στο έντεχνο δεν αντέχω τη σοβαροφάνειά του, να παίζουν δηλαδή τραγουδάκια με τουπέ δήθεν κλασικού. Και η κλαψομουνία, δεν είναι του γούστου μου».
Η συνεργασία σας πώς ήταν;
Δεν μπλέκομαι, δεν μπλέκεσαι ήταν η φάση.
Μιας και το γυρίσαμε στη μουσική, μπήκες ποτέ στο δίλλημα Χατζιδάκις ή Θεοδωράκης;
Είμαι Χατζιδακικός. Δεν μπορώ να πω ότι μου αρέσει ιδιαίτερα ο Θεοδωράκης, πέρα από μερικά κομμάτια του. Ο Χατζιδάκις είναι άλλο πράγμα, είναι ονειρικός. Ο Θεοδωράκης είναι πολύ πολύ περιορισμένος απ’ αυτήν την άποψη.
Μουσικά ενοοείς;
Όπως κι αν το πάρεις.
Είχες σχέσεις με τον Χατζιδάκι;
Τον ήξερα, ήμασταν ας πούμε φιλικά γνωστοί. Βλεπόμασταν σε ένα παλιό καφενείο, το Βυζάντιο, στο Κολωνάκι, όπου μια εποχή μαζευόντουσαν όλοι. Ήταν σαν «ουδετέρα ζώνη» – το βράδυ μπορούσες να δεις εκεί από ένα σφάχτη από την Ομόνοια και δίπλα του έναν υπουργό, δημοσιογράφους, καλλιτέχνες. Πετύχαινες ας πούμε τον Τσαρούχη, τον Κατράκη και ένα τραπέζι παραπέρα έναν προαγωγό από την Τρούμπα.
Έχεις πει στο παρελθόν πως σε χαλάει η δηθενιά στο έντεχνο.
Όχι μόνο στο έντεχνο, η δηθενιά με χαλάει παντού. Και στο ροκ. Δεν αντέχω την πόζα. Στο έντεχνο δεν αντέχω τη σοβαροφάνειά του, να παίζουν δηλαδή τραγουδάκια με τουπέ δήθεν κλασικού. Και η κλαψομουνία, δεν είναι ιδιαίτερα του γούστου μου. Από την άλλη και το λαϊκό τραγούδι, δυστυχώς, δεν υπάρχει πλέον. Είτε έχει ποποποιηθεί είτε έχει ροκοποιηθεί με ένα διεστραμμένο τρόπο. Και από στίχους είμαστε «γεια σου».
Νοσταλγείς καμιά δικιά σου συναυλία;
Γενικά δεν είμαι της νοσταλγίας, αλλά για κάποιο λόγο μου έχουν μείνει χαραγμένες στο μυαλό δύο μεγάλες συναυλίες: Μία στου Ζωγράφου, κάπως πιο γνωστή και μια συναυλία στον Λυκαβητό, το καλοκαίρι του ’86. Είχε μια εκπληκτική πανσέληνο, παίζαμε με τα «Αδέσποτα Σκυλιά», 12 άτομα με πνευστά, ήταν ωραία κατάσταση. Θυμάμαι ήρθε ο τύπος που είχε την καντίνα και μου λέει ενθουσιασμένος «Κύριε Πουλικάκο, τελείωσαν οι μπύρες», πριν καν αρχίσει η συναυλία.
Σε πόσες ταινίες έχεις παίξει;
Μεγάλου μήκους; Πάνω από 60. Κι άλλες τόσες μικρού μήκους. Συν πολλές δουλειές στην τηλεόραση.
Έχεις κάποιο «αγαπημένο παιδί»;
Έχω παίξει και σε πολλές μαλακίες, δεν λέω, αλλά υπάρχουν κάποια φιλμ που είναι σοβαρά, εννοώ θα τα πρότεινα σε κάποιον. Όπως για παράδειγμα τους Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας. Βασικά και οι δυο ταινίες που έχω κάνει με τον Παναγιωτόπουλο (σ.σ το άλλο είναι το Αθήνα-Κωνσταντινούπολη). Ή τη Ρεβάνς του Βεργίτση, το Αλδεβαράν του Θωμόπουλου, τη Δονούσα της Αγγελικής Αντωνίου. Κάποιες βλέπονται λίγο δύσκολα βέβαια, πρέπει να είσαι συνηθισμένος στον γιαπωνέζικο κινηματογράφο (γελάει). Στη Ρεβάνς κονόμησα και μισό βραβείο γιατί έκανα καλά την αδερφή. Στη Δονούσα πάλι που έπαιζα έναν ταβερνιάρη, πρώην γκασταρμπάιτερ, μου το έδωσαν ολόκληρο.
«Είτε προφίλ είτε ανφάς, ούτως ή άλλως θα τον φας».
Ο «Δράκουλας των Εξαρχείων»;
Ο Δράκουλας είχε πλάκα. Αν ήξερε να σκηνοθετεί και ο Ζερβός, θα ήταν καλύτερη ταινία. Του το λέω και μπροστά του, μη νομίζεις. Του λέω «ρε μαλάκα, εσύ είσαι καλός να οργανώσεις μια φθηνή παραγωγή, έχεις ταλέντο σε αυτό. Τι θέλεις και σκηνοθετείς; Μια σκηνή, να ανοίξει κάποιος μια πόρτα, να μπει σε ένα ταξί και να φύγει, δεν μπορείς να την κάνεις». Δεν τσαντίζεται και γι’ αυτό τον αγαπάω. Αν το πεις αυτό σε οποιονδήποτε Έλληνα σκηνοθέτη, ακόμα και στους πιο προχωρημένους, θα σε μισήσει, ενώ ο Ζερβός είναι χαλαρός.
Έχεις δουλέψει και με τον Αγγελόπουλο.
Ναι, έχω παίξει σε δυο ταινίες του. Στον Μελισσοκόμο, όπου γνώρισα και τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι – μοναδικός τύπος, σαν στωικός φιλόσοφος, υπομονετικός άνθρωπος. Μετά έπαιξα στο Μετέωρο Βήμα του Πελαργού. Εκεί ήξερα πλέον πως ο Αγγελόπουλος μας τραβάει κάτι πλάνα από τα 300 μέτρα και είχα βάλει ένα μαύρο κασκέτο με ένα άσπρο κωλοδάχτυλο επάνω για να φαίνεται ότι είμαι εγώ. Ήταν δύσκολος άνθρωπος ο Αγγελόπουλος, τον έτρεμαν στα γυρίσματα. Με τα χρόνια, βέβαια, μαλάκωσε κάπως, έπαιξε ρόλο και η διεθνής αναγνώριση. Εγώ στα γυρίσματα έκανα χαβαλέ, τον φώναζα «μετρ» – θυμάμαι το συνεργείο να πνίγει κάτι μουλωχτά γέλια για να μην τους πάρει χαμπάρι, τον έτρεμαν όλοι. Ο ίδιος χαμογελούσε ευχάριστα και δεν παρεξηγούσε γιατί ήξερε πως δεν το έλεγα ειρωνικά, απλώς λίγο σκωπτικά.
Ως άνθρωπος αφήνεις χώρο στις ιδιοτροπίες των άλλων;
Ναι ως ένα σημείο, προτιμώ τους ιδιότροπους από τους χαλβάδες. Εξάλλου η πραγματικότητα είναι πως οι χαλβάδες μας τυραννάνε περισσότερο από τους ιδιότροπους. Στις δημοκρατικές χώρες με την ψήφο τους.
Οι Αυθαίρετοι γιατί πιστεύεις ότι είχαν τόσο μεγάλη διείσδυση στην ελληνική κοινωνία;
Νομίζω ήταν από τα πρώτα σίριαλ που πλησίαζαν κάπως τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο και την αμεσότητα των ταινιών του Φίνου. Το κείμενο ήταν καλό και το καστ δυνατό. Με Βαλαβανίδη, τον συγχωρεμένο τον Μάνεση, την Τριφύλλη που έκανε τη Ζανέτ. Τυχαία είχα πάρει το ρόλο. Τον είχαν προτείνει στον Μίμη Χρυσομάλλη στην αρχή. Για κάποιους λόγους αρνήθηκε και μετά ήρθαν σε εμένα. Μου άρεσε από την πρώτη στιγμή το σενάριο, είχε πλάκα.
Η λέξη «καλλιτέχνης», τι σου λέει;
Προσωπικά δεν μ’ αρέσει να με αποκαλούν καλλιτέχνη υπό τις παρούσες συνθήκες. Είμαι εναντίον της ιδρυματοποιημένης Τέχνης. Και η Τέχνη όσο πάει ιδρυματοποιείται και περισσότερο. Ο πραγματικός καλλιτέχνης πρέπει να έχει αλητεία μέσα του και να ‘ναι ελεύθερος άνθρωπος. Χωρίς ελευθερία δεν υπάρχει Τέχνη. Βέβαια, η ελευθερία, σε αντίθεση με όσα πιστεύουν κάποιοι, απαιτεί και μεγάλη πειθαρχία. Όπως η αλητεία απαιτεί ευγένεια, αλλιώς είσαι ένας τσόγλανος. Ο πατέρας μου έλεγε «λαός χωρίς αισθητική είναι λαός ανίκανος να δημιουργήσει ιστορία».
Υπάρχει κάποιος στίχος που έχεις γράψει και συμπυκνώνει την κοσμοθεωρία σου;
Είτε προφίλ είτε ανφάς, ούτως ή άλλως θα τον φας. (Διατί να το κρύψωμεν άλλωστε)