/The Night of the hunter, ένα παραγνωρισμένο αριστούργημα

The Night of the hunter, ένα παραγνωρισμένο αριστούργημα

Γράφει η Μαρία Σκαμπαρδώνη

Υπάρχουν ταινίες που δεν με κέρδισαν από την πρώτη στιγμή. Αλλά με κατέκτησαν τη δεύτερη, την τρίτη φορά που παρατήρησα σε αυτές τις λεπτομέρειες, την ουσία και το βάθος τους.

Και το Night of the hunter ανήκει σίγουρα σε αυτά.

Στη λίστα με τα καλύτερα φιλμ νουάρ όλων των εποχών, θα τοποθετούσα σε περίοπτη θέση τη μοναδική σκηνοθετική απόπειρα του σπουδαίου Τσαρλς Λότον.

Ο οποίος απογοητεύτηκε από τις αρνητικές κριτικές και την παταγώδη αποτυχία στην πρώτη της προβολή και ανέκοψε τη σκηνοθετική του πορεία. Λανθασμένα κατά τη γνώμη μου, καθώς εκτός από ηθοποιός σπάνιας ποιότητας αποδείχθηκε και ένας δημιουργός ενός αριστουργήματος. Το οποίο χρειάστηκε χρόνια προκειμένου να αναγνωριστεί και να αποκτήσει τη θέση που του αρμόζει στο στερέωμα του κινηματογραφικού κόσμου.

Ταινία επηρεασμένη από τον Γερμανικό εξπρεσιονισμό των ταινιών της δεκαετίας του ’20 με θρυλικά ονόματα να συμβάλλουν στο μύθο της ταινίας. Εμπνευσμένη από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Ντέιβις Γκραμπ, το οποίο εξίσου είναι εμπνευσμένο από την αληθινή ιστορία του εγκληματία Χάρι Πάουερς ο οποίος καταδικάστηκε σε θάνατο με απαγχονισμό το 1932 για τη δολοφονία δύο παιδιών και τριών γυναικών. 

Το ασπρόμαυρο χρώμα της ταινίας διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο μεγαλείο της.

Στα 93 λεπτά που διαρκεί η ταινία, καταφέρνει να αναλύσει διεξοδικά ακανθώδη θέματα που κυριαρχούν και στη σημερινή εποχή: η ακραία θρησκοληψία, ο ευσεβισμός, ο διακαής πόθος και λαχτάρα του ανθρώπου για το χρήμα.

Η ειρωνεία έγκειται στο γεγονός ότι ο θρησκόληπτος Χριστιανός Χάρι Πάουελ (ο αγαπημένος μου Ρόμπερτ Μίτσαμ εδραιώνει τη θέση του ως ο καλύτερος πρωταγωνιστής φιλμ νουάρ) χρησιμοποιεί την πίστη του για να παντρεύεται εύπορες γυναίκες. Η αιώνια διαμάχη ανάμεσα στο πάθος της φιλαργυρίας και της επιδίωξης του υλικού κέρδους, από την πλευρά ενός ανθρώπου που παρουσιάζεται εμμονικά θρησκόληπτος. Όταν η τελευταία σύζυγος του Πάουελ πιάνεται όπως το έντομο στον ιστό της αράχνης και γίνεται έρμαιο της γοητείας του, εκείνος διαπιστώνει πως ο σύζυγός της είχε αφήσει τα χρήματά του στα παιδιά της οικογένειας. Ένα ανελέητο κυνηγητό ξεκινά με τα παιδιά να βρίσκουν προστασία στην καλοκάγαθη Rachel Cooper (η βασίλισσα του βωβού κινηματογράφου Λίλιαν Γκις σε ακόμα μία σπουδαία στιγμή στην κινηματογραφική της πορεία).

Πριν τον «κακό» Ρόμπερτ Ντε Νίρο, υπήρξε ο Ρόμπερτ Μίτσαμ.

Ωμός, κυνικός, καταφέρνει με την ερμηνεία του να σε πείσει αρχικά για τις αθώες του προθέσεις. Μέχρι η μάσκα του να πέσει και να διαπιστώσεις πως πίσω από το μανδύα της θρησκοληψίας κρύβεται η επιδίωξη του πλούτου με κάθε μέσο.

Δεν είναι τυχαίο πως ο Ρόμπερτ τον αναφέρει διαχρονικά στους αγαπητούς ηθοποιούς και ως μία σημαντική επιρροή και για το δικό του παίξιμο. Υποτιμημένος, αλλά όχι για εκείνους που ξέρουν.

Η Νύχτα του Κυνηγού (ο τίτλος της ταινίας στα Ελληνικά), είναι μία ταινία που υποτιμήθηκε μέχρι να αναρριχηθεί στη θέση των αριστουργημάτων της κινηματογραφικής ιστορίας. Είναι μία ιστορία για τα ανθρώπινα πάθη, την προσκόλληση στο γράμμα και όχι το νόημα μίας θρησκείας, μία νοσηρή κατάσταση στην οποία βρίσκονται και πολλοί θρησκευτικοί ηγέτες της εποχής μας. Είναι μία ωδή στη σχέση αγάπης – μίσους των ανθρώπων με το χρήμα, στο πόσο η επιθυμία του πλούτου είναι ικανή να σε κάνει να ξεπεράσεις τα όριά σου. Όχι προς το ανθρωπινότερο, αλλά προς το πιο απάνθρωπο. 

Και ίσως για αυτό ξεπέρασε το χρονικό άξονα της εποχής που γυρίστηκε και κατάφερε από το μακρινό 1955 να φαντάζει και σήμερα επίκαιρη. Γιατί καταπιάστηκε με διαχρονικά, ακανθώδη ζητήματα περί επιδερμικής ηθικής και ουσιαστικού ανθρωπισμού. Βρίσκεται πλέον στο πάνθεον του Κινηματογράφου και της αξίζει..